Σήμα κινδύνου για την ενεργειακή φτώχεια εκπέμπει το ΚΕΠΕ, σε ανάλυση επικαιρότητας που δημοσίευσε χθες με τίτλο “Διερεύνηση των επιδράσεων της ενεργειακής κρίσης 2021- 2022 στην ενεργειακή ένδεια των ελληνικών νοικοκυριών σε επίπεδο περιφερειών”.
“Η ενεργειακή κρίση της περιόδου 2021-2022, που έπληξε το σύνολο των χωρών της Ευρώπης και χαρακτηρίστηκε από την ξαφνική και ιδιαίτερα ισχυρή άνοδο των τιμών της ενέργειας, επέφερε σοβαρές συνέπειες στις οικονομίες των κρατών, αλλά και έντονη επιβάρυνση στους καταναλωτές. Πιο συγκεκριμένα, από το δεύτερο εξάμηνο του 2021 και μέχρι τα τέλη του 2022, οι διεθνείς τιμές των ενεργειακών προϊόντων, όπως η τιμή του φυσικού αερίου και η τιμή του αργού πετρελαίου, κατέγραψαν υπερβολικές αυξήσεις, μετακυλίοντας τις επιπτώσεις, τόσο στις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας, όσο και γενικότερα στο κόστος των περισσοτέρων καταναλωτικών αγαθών.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η έντονα ανοδική πορεία των τιμών των ενεργειακών προϊόντων είχε σημαντικές επιπτώσεις στην εθνική οικονομία, καθώς επιβάρυνε, τόσο τους οικιακούς καταναλωτές, όσο και τις επιχειρήσεις. Μάλιστα, όπως έχει διερευνηθεί σε προηγούμενη εργασία, κατά την περίοδο της απότομης ανόδου των τιμών του φυσικού αερίου, η μεγάλη συμμετοχή του καυσίμου στο μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής στη χώρα μας, σε συνδυασμό με τον τρόπο λειτουργίας της αγοράς και του συστήματος διαμόρφωσης των ανταγωνιστικών χρεώσεων της ηλεκτρικής ενέργειας, φαίνεται ότι επέδρασε άμεσα στον καθορισμό των υψηλών τιμών ηλεκτρικής ενέργειας” αναφέρει το ΚΕΠΕ ασκώντας κριτικής στα μέτρα που λαμβάνονται, μάλιστα, λίγο πριν ανακοινωθεί το νέο “πακέτο” ενισχύσεων.
Συγκεκριμένα το ΚΕΠΕ, αναφέρει ότι τα εφήμερα ανακούφισης των ευάλωτων καταναλωτών δεν επαρκούν αλλά είναι απαραίτητη η στροφή των δημόσιων πολιτικών προς μια ολοκληρωμένη μακροπρόθεσμη στρατηγική, η οποία θα είναι ενταγμένη στο πλαίσιο της πράσινης μετάβασης, με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης και προστασίας των καταναλωτών.
Στην ανάλυση του ΚΕΠΕ, με επικεφαλής τον Παναγιώτη Λιαργκόβα, τονίζεται ότι η πρόσφατη, ξαφνική και έντονη άνοδος της εγχώριας χονδρεμπορικής τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας, εντός του Νοεμβρίου 2024, μετά την αποκλιμάκωση και σταθεροποίηση των τιμών που ακολούθησαν μετά την ενεργειακή κρίση του 2021-2022, καταδεικνύει ότι δεν πρέπει να υπάρχει εφησυχασμός σε ό,τι αφορά τον κίνδυνο της ενεργειακής φτώχιας.
«Τέτοια γεγονότα καταδεικνύουν το πόσο ευάλωτος είναι ο ενεργειακός τομέας της χώρας μας απέναντι σε διεθνείς μεταβολές και γίνεται κατανοητό ότι παρόμοιες καταστάσεις δύναται να οδηγούν συχνά σε έκτακτη επιβάρυνση του ενεργειακού κόστους για τα νοικοκυριά. Συνεπώς η αντιμετώπιση του φαινομένου της ενεργειακής φτώχειας δεν θα πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά σε εφήμερα μέτρα ανακούφισης των ευάλωτων καταναλωτών, αλλά είναι απαραίτητη η στροφή των δημόσιων πολιτικών προς μια ολοκληρωμένη μακροπρόθεσμη στρατηγική, η οποία θα είναι ενταγμένη στο πλαίσιο της πράσινης μετάβασης, με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης και προστασίας των καταναλωτών, και θα βασίζεται τόσο σε κοινωνικές, όσο και σε περιβαλλοντικές και ενεργειακές πολιτικές» αναφέρεται σχετικά.
Ενώ, όπως αναφέρεται μέχρι σήμερα, σημαντικό μέρος των προσπαθειών διαχείρισης του φαινομένου εστιάζει σε πολιτικές επιδοματικού χαρακτήρα που, όπως είναι γνωστό, συμβάλλουν κυρίως στη βραχυπρόθεσμη ανακούφιση των ευάλωτων νοικοκυριών και όχι στην εξάλειψη του προβλήματος. Ταυτόχρονα, δαπανώνται δημόσιοι πόροι που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν αποδοτικότερα για την επίτευξη μακροχρόνιων αποτελεσμάτων.
Υπό αυτό το πρίσμα, η στρατηγική στόχευση θα πρέπει να εστιάζει από τη μια πλευρά στην αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και από την άλλη, σε δομικές αλλαγές που θα στοχεύουν στην ενεργειακή αναβάθμιση της οικονομίας (συμπεριλαμβανομένου του κτιριακού αποθέματος της χώρας) και την ενίσχυση και αναβάθμιση των ενεργειακών υποδομών (δίκτυα, διασυνδέσεις, αποθήκευση κλπ.), καθώς και την ενεργειακή συμπεριφορά των καταναλωτών (ενημέρωση και εκπαίδευση, εργαλεία ορθής διαχείρισης της κατανάλωσης, εξοικονόμηση, αυτοπαραγωγή ΑΠΕ, συμμετοχή σε ενεργειακούς συνεταιρισμούς κλπ.).
Ποσοστά ενεργειακής φτώχειας
Αναφορικά με τα νοικοκυριά που αντιμετώπισαν πρόβλημα την περίοδο της ενεργειακής κρίσης από την ανάλυση, φαίνεται καθαρά η άνοδος του ποσοστού των νοικοκυριών με οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα, η οποία το 2022 ανήλθε στο 19,2% για το σύνολο των νοικοκυριών, όταν στα φτωχά νοικοκυριά το ποσοστό αυτό άγγιξε το 39,7%.
Ανά περιφέρεια
Εκτός όμως από τη γενικότερη εικόνα της ενεργειακής φτώχειας των ελληνικών νοικοκυριών, κυρίως των φτωχών, σε επίπεδο χώρας, ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ανάλυση του φαινομένου σε περιφερειακό επίπεδο. Στο σύνολο των νοικοκυριών, την ίδια περίοδο, η περιφέρεια που παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό με οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα είναι της Δυτικής Ελλάδας (30,3%) και ακολουθούν οι περιφέρειες Πελοποννήσου και Αττικής, ενώ στα φτωχά νοικοκυριά η περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας φτάνει στο 58,9% και ακολουθούν οι περιφέρειες Νοτίου Αιγαίου, Στερεάς Ελλάδας, Δυτικής Μακεδονίας, Αττικής και Κεντρικής Μακεδονίας. Όσον αφορά τη μεταβολή του ποσοστού στην υπό εξέταση περίοδο, 2018-2022, τη μεγαλύτερη χειροτέρευση στο σύνολο των νοικοκυριών παρουσιάζουν οι περιφέρειες Αττικής και Κεντρικής Μακεδονίας, ενώ στα φτωχά νοικοκυριά οι περιφέρειες Στερεάς Ελλάδας και Νοτίου Αιγαίου.
Για την περίοδο 2020-2021, όταν ξεκίνησε η ενεργειακή κρίση τα νοικοκυριά της περιφέρειας Ιονίων Νήσων επλήγησαν σημαντικά στην ικανότητα θέρμανσης τον χειμώνα, όταν ο υπό εξέταση δείκτης αυξήθηκε κατά 14,4 ποσοστιαίες μονάδες. Ωστόσο στα φτωχά νοικοκυριά, οι περιφέρειες στις οποίες η κατάσταση επιδεινώθηκε σημαντικά είναι πολύ περισσότερες.
Τη μεγαλύτερη επίπτωση αντιμετώπισαν τα νοικοκυριά της Δυτικής Μακεδονίας (26,9%) με επόμενες τις περιφέρειες Νοτίου και Βορείου Αιγαίου και Ιονίων Νήσων. Πέρα από το κόστος της ενέργειας και το ύψος του εισοδήματος, τα οποία αποτελούν τους βασικούς παράγοντες που επιδρούν στην ενεργειακή φτώχεια, υπάρχουν και άλλες παράμετροι που συνδέονται, τόσο με τα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά του νοικοκυριού (μέγεθος, πηγή εισοδήματος, φύλο, ηλικία κ.ά.), όσο και με τα χαρακτηριστικά της οικίας (επιφάνεια, έτος κατασκευής, είδος σπιτιού, ενεργειακή θωράκιση, μέσο θέρμανσης κλπ.), αλλά και γεωγραφικές παράμετροι που σχετίζονται με την περιφέρεια (πυκνότητα πληθυσμού, κλιματικές συνθήκες κλπ.).
Εισόδημα
Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, από τα παραπάνω αποτελέσματα, είναι φανερό ότι η ανάλυση ανά περιφέρεια είναι σημαντική, τόσο στο σύνολο των νοικοκυριών, όσο κυρίως μεταξύ των φτωχών και μη φτωχών νοικοκυριών. Για μια συνολικότερη εικόνα, εκτός από τη δήλωση για ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα, η αντίστοιχη ανάλυση του εισοδήματος δίνει μία καλύτερη εικόνα της κατάστασης.
Η περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας που έχει το μεγαλύτερο ποσοστό νοικοκυριών που βρίσκονται σε ενεργειακή φτώχεια (30,3%) είναι ταυτόχρονα και μία από τις περιφέρειες με το χαμηλότερο διαθέσιμο εισόδημα, 18,8 χιλιάδες ευρώ τον χρόνο (τρίτο χαμηλότερο το 2022).
Αντίστοιχα, χαμηλότερο από τον μέσο όρο του εισοδήματος στο σύνολο της χώρας έχει και η περιφέρεια Πελοποννήσου, 18,9 χιλ. ευρώ τον χρόνο, η οποία είναι η δεύτερη σε ποσοστό νοικοκυριών με αδυναμία θέρμανσης τον χειμώνα.
Επιπλέον, η περιφέρεια της Στερεάς Ελλάδας, στην οποία το ποσοστό των φτωχών νοικοκυριών με οικονομική αδυναμία για θέρμανση το χειμώνα χειροτέρευσε περισσότερο από όλες τις περιφέρειες, αποτελεί ταυτόχρονα την περιφέρεια με το χαμηλότερο εισόδημα, αλλά και τη μόνη περιφέρεια, στην οποία το εισόδημα των νοικοκυριών αυτών μειώθηκε κατά 9,7%, την υπό εξέταση περίοδο. Τέλος, στην περιφέρεια των Ιονίων Νήσων, στην οποία ο δείκτης αυξήθηκε σημαντικά την υπό εξέταση περίοδο, το εισόδημα των φτωχών νοικοκυριών είναι ιδιαίτερα χαμηλό. Στις υπόλοιπες περιοχές το μέγεθος της ενεργειακής ένδειας δεν φαίνεται να επηρεάζεται από το επίπεδο του εισοδήματος και, ως εκ τούτου, η ανάλυση θα πρέπει να στραφεί συνδυαστικά και σε άλλους παράγοντες. Ενδεικτικά, αναφέρεται η περίπτωση της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου που είχε αύξηση του ποσοστού οικονομικής αδυναμίας για θέρμανση κατά 14,3%, ενώ ταυτόχρονα το εισόδημα αυξήθηκε την ίδια περίοδο κατά 49,3%.