Μέχρι τα τέλη Μαΐου, αρχές Ιουνίου το αργότερο, αναμένεται η πλήρης εμπορική λειτουργία της νέας υπερσύγχρονης μονάδας φυσικού αερίου «Θερμοηλεκτρική Κομοτηνής», μέσα σε ένα ταραγμένο ενεργειακό τοπίο κι ενώ η θερινή περίοδος, ένα διάστημα δοκιμασίας για το ηλεκτρικό δίκτυο καθώς οι περικοπές πράσινης ενέργειας θα απογειωθούν, πλησιάζει.
Το ψαλίδι στην ενέργεια από ΑΠΕ αναπόφευκτα καθιστά αναγκαίες ευέλικτες λύσεις, όπως οι σταθμοί αερίου, οι οποίοι δεν εξαρτώνται από τις καιρικές συνθήκες, καλύπτοντας τις ανάγκες του δικτύου, όποτε τους ζητηθεί.
Η «Θερμοηλεκτρική Κομοτηνής», μία επένδυση ύψους 375 εκατ. ευρώ των Motor Oil και ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ οι οποίες έκαστος κατέχουν το 50% της μετοχικής σύνθεσης της εταιρείας, έρχεται να στηρίξει το ηλεκτρικό δίκτυο σε μία στιγμή που αναδεικνύεται ανάγλυφα καθημερινά ο κρίσιμος ρόλος του φυσικού αερίου που θα μας συντροφεύει έως το 2050 τουλάχιστον μέχρι να πάρει σάρκα και οστά η πράσινη μετάβαση η οποία…κόβει ταχύτητες.
Η νέα μονάδα ηλεκτροπαραγωγής της «Θερμοηλεκτρική Κομοτηνής», μικτής ισχύος 877 MW, έχει εισέλθει στο τελευταίο στάδιο της δοκιμαστικής λειτουργίας της υπό κανονικές συνθήκες με όλα τα τεστ μέχρι σήμερα να είναι θετικά.
H εμπορική λειτουργία του εργοστασίου αναμενόταν, βάσει του αρχικού σχεδιασμού, να ξεκινήσει μέχρι το τέλος του πρώτου τριμήνου του 2025 με τα σχέδια να τροποποιούνται μερικώς και την μονάδα να βάζει μπρος τις μηχανές το επόμενο διάστημα.
Η «Θερμοηλεκτρική Κομοτηνής» συστάθηκε το 2021 και είναι εγκατεστημένη εντός του Επιχειρηματικού Πάρκου Κομοτηνής.
Και Hydrogen ready
Η μονάδα χρησιμοποιεί φυσικό αέριο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Η μονάδα μεικτής ισχύος 877MW έχει εκτιμώμενο κόστος επένδυσης στα 375 εκατ. ευρώ και κατασκευάστηκε από την TERNA SA. Ο νέος υπερσύγχρονος Αεριοστροβιλικός Σταθμός Συνδυασμένου Κύκλου με καύσιμο το φυσικό αέριο αποτελεί αιχμή της συγκεκριμένης τεχνολογίας και η ενεργειακή του απόδοση αγγίζει το 64%.
Η «Θερμοηλεκτρική Κομοτηνής» είναι η δεύτερη μονάδα ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο το φυσικό αέριο που κατασκευάζεται τα τελευταία χρόνια, μετά την μονάδα που κατασκευάστηκε από στη Βοιωτία και λειτουργεί από τη Metlen.
Η βασική τεχνολογία της μονάδας αυτή προβλέπεται ότι θα μειώσει τις εκπομπές CO2 έως και 3,7 εκατομμύρια τόνους ετησίως σε σύγκριση με έναν σταθμό παραγωγής ενέργειας από άνθρακα, με τα επίπεδα απόδοσης να φτάνουν ακόμη και άνω του 64%.
Μάλιστα, υπάρχει πρόβλεψη ο σταθμός μελλοντικά να μπορεί να αξιοποιεί και υδρογόνο, σε συνδυασμό με φυσικό αέριο, για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Κρίσιμο στήριγμα για το δίκτυο με ευρύτερες γεωστρατηγικές προεκτάσεις
Τα χαρακτηριστικά της μονάδας επιτρέπουν την αξιοποίησή της ως σταθμού βάσης για το σύστημα με δεδομένο πως οι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο φυσικό αέριο είναι μία ευέλικτη λύση για το δίκτυο, σε περιόδους που οι ΑΠΕ αναγκαστικά «σβήνουν», όπως τις βραδινές ώρες.
Ο σταθμός της Κομοτηνής με μέγιστη μικτή ισχύ 877 MW έχει τεχνικό ελάχιστο στα 240 MW και μπορεί να λειτουργήσει σε πολύ ταχύ ρυθμό ανόδου και καθόδου φορτίου, της τάξης των 85 MW/min, με αποτέλεσμα να χρειάζονται μερικά λεπτά της ώρας για να εκκινήσει ο σταθμός και στη συνέχεια να πιάσει το πλήρες φορτίο των 877 MW ή μερικό με το χαμηλό τεχνικό ελάχιστο των 240MW.
Η στρατηγική γεωγραφική τοποθεσία του σταθμού στο βόρειο τμήμα της χώρας και η γειτνίασή του με τα σημεία διασύνδεση του εθνικού συστήματος μεταφοράς ενέργειας (ΕΣΜΗΕ) με γειτονικές χώρες, όπως η Τουρκία, η Βουλγαρία και η Βόρεια Μακεδονία δυτικότερα, προσδίδουν στην μονάδα πρόσθετη αξία.
Ο νέος σταθμός θα ωφελήσει πολλαπλά το ενεργειακό προφίλ της χώρας καθώς θα ικανοποιήσει τις αυξημένες ανάγκες για ηλεκτρική ενέργεια οι οποίες θα αυξηθούν εξαιτίας της σταδιακής απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων παραγωγής ενώ αποτελεί κι ένα αναπτυξιακό έργο για την βαρύνουσας γεωστρατηγικής σημασίας περιοχή της Θράκης.
Αναμφίβολα, η νέα μονάδα ισχυροποιεί περαιτέρω την ενεργειακή αξία της Ελλάδας στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Η μονάδα θα διασυνδεθεί με το σύστημα στο ΚΥΤ Νέας Σάντας, Κιλκίς, σημείο κατάληξης της δεύτερης διασυνδετικής γραμμής μεταφοράς 400 KV με τη Βουλγαρία.
Κατά την τριετή περίοδο κατασκευής της μονάδας απασχολήθηκαν περίπου 600 εργαζόμενοι. Σήμερα το μόνιμο προσωπικό περιορίζεται σε 50 άτομα, τα οποία έχουν ήδη προσληφθεί και από τις αρχές του 2024 εκπαιδεύονται.