Καθώς η ζήτηση στο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας αυξάνεται ραγδαία, κυρίως λόγω ενεργοβόρων τεχνολογιών όπως η τεχνητή νοημοσύνη, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας βρίσκονται στο επίκεντρο της ενεργειακής εξίσωσης. Παράλληλα, το σκηνικό στις ΗΠΑ περιπλέκεται ακόμη περισσότερο με τις πολιτικές εξελίξεις, τα “παγώματα” στη χρηματοδότηση, τους δασμούς σε βασικά εξαρτήματα, δυσκολεύουν τη βιωσιμότητα των επιχειρηματικών μοντέλων των εταιρειών ΑΠΕ — ακόμα και για εκείνες που δεν σκόπευαν να στηριχθούν μακροπρόθεσμα σε κρατική στήριξη.
«Για χρόνια η ζήτηση ενέργειας στη Νέα Υόρκη έβαινε μειούμενη», ανέφερε στο CNBC ο Aseem Kapur, επικεφαλής εσόδων της GM Energy. «Όμως την τελευταία πενταετία αυτό έχει αλλάξει δραματικά. Οι πάροχοι ενέργειας αντιμετωπίζουν πρωτοφανή ζήτηση». Και δεν είναι μόνο η Νέα Υόρκη. Σύμφωνα με το Center for Strategic & International Studies, η ενεργειακή ζήτηση στις ΗΠΑ αναμένεται να αυξηθεί κατά 16% την επόμενη πενταετία — σημαντική άνοδος σε σχέση με τη μέση ετήσια αύξηση 0,5% από το 2001 έως το 2024.
Οι επιδοτήσεις βοήθησαν πολλές εταιρείες ΑΠΕ στα πρώτα τους βήματα. H κυβέρνηση Τραμπ όμως έχει ανοιχτά ταχθεί υπέρ των ορυκτών καυσίμων, με εκτελεστικά διατάγματα που μειώνουν τη στήριξη σε καθαρές τεχνολογίες και ευνοούν την άνθιση της παραγωγής άνθρακα. Το 2022, το 46% των ομοσπονδιακών ενεργειακών επιδοτήσεων κατευθύνθηκε προς τις ανανεώσιμες πηγές, σύμφωνα με μελέτη της Υπηρεσίας Πληροφοριών Ενέργειας των ΗΠΑ. Ωστόσο, την ίδια χρονιά, οι επιδοτήσεις για φυσικό αέριο και πετρέλαιο έγιναν καθαρό κόστος για το κράτος, αντιστρέφοντας προηγούμενα έσοδα. «Όλες οι εταιρείες με τις οποίες μίλησα ήξεραν ότι οι επιδοτήσεις είναι μεταβατικές. Είχαν ενσωματωμένο στο επιχειρηματικό τους μοντέλο το στόχο της ισοτιμίας κόστους», δηλώνει ο Ross Meyercord, CEO της Propel Software, που υποστηρίζει ενεργειακούς πελάτες όπως οι Invinity Energy Systems και Eos Energy Storage. Όμως, ο συνδυασμός μείωσης επιδοτήσεων και αύξησης δασμών μπορεί να προκαλέσει σοβαρές πιέσεις στην αγορά, με συνέπειες για το ίδιο το δίκτυο. Ο Aseem Kapur, επικεφαλής εσόδων της GM Energy τονίζει πως «όλα κρίνονται από την οικονομία». Με τα επιτόκια και τις πληθωριστικές πιέσεις σε άνοδο, η αποτελεσματικότητα κόστους γίνεται καθοριστικός παράγοντας. Ήδη σε πολλές περιοχές, η ηλιακή ενέργεια και οι μπαταρίες αποθήκευσης έχουν φτάσει ή και ξεπεράσει το κόστος παραγωγής από φυσικό αέριο και άνθρακα. Ακόμα και στο Τέξας, όπου η πολιτική ηγεσία δείχνει προτίμηση στον άνθρακα, η αιολική ενέργεια καλύπτει το 24% της ενεργειακής παραγωγής. Η οικονομική βιωσιμότητα καθορίζει, τελικά, ποια τεχνολογία ευδοκιμεί.
Ο Whit Irvin Jr., CEO της Q Hydrogen, τονίζει ότι τα ορυκτά καύσιμα θα παραμείνουν σημαντικό κομμάτι του ενεργειακού μείγματος για τις επόμενες δεκαετίες, αλλά η καινοτομία είναι ο μόνος δρόμος για μετάβαση. Η εταιρεία του πρόκειται να λανσάρει το πρώτο οικονομικά βιώσιμο εργοστάσιο πράσινου υδρογόνου χωρίς επιδοτήσεις στο Νιου Χάμσαϊρ μέσα στο έτος. «Δεν βασιστήκαμε ποτέ στις επιδοτήσεις για τη βιωσιμότητά μας», αναφέρει. «Αν υπάρχουν, καλώς. Αν όχι, πάλι θα είμαστε βιώσιμοι». Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει για κάθε εταιρεία καθαρής ενέργειας. Για πολλές, οι αλλαγές στις ομοσπονδιακές πολιτικές και οι δασμοί μπορούν να διαταράξουν την πορεία τους προς την εμπορική ωριμότητα. Η ιδιωτική πρωτοβουλία και οι στρατηγικές συνεργασίες φαίνεται να αποτελούν το νέο κλειδί για την ανθεκτικότητα του ενεργειακού μέλλοντος.