Οι παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) που συνδέονται με την ενέργεια αυξήθηκαν κατά 1,1% το 2023 και έφθασαν σε επίπεδο ρεκόρ, κυρίως εξαιτίας της χαμηλής παραγωγής υδροηλεκτρικής ενέργειας λόγω της ξηρασίας, αλλά και εξαιτίας της κινεζικής ανάπτυξης, ανακοίνωσε σήμερα ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΔΟΕ, IEA).
Αυτές οι εκπομπές, οι οποίες αντιπροσωπεύουν ποσοστό της τάξης του 90% του συνολικού διοξειδίου του άνθρακα που εκπέμπεται από τους ανθρώπους, αυξήθηκαν έτσι κατά 410 εκατομμύρια τόνους για να φθάσουν πέρυσι τα 37,4 δισεκατομμύρια τόνους, σύμφωνα με αυτό τον απολογισμό αναφοράς του ΔΟΕ, ο οποίος έχει την έδρα του στο Παρίσι.
Η τάση εμφανίζεται πάντως λιγότερο κακή απ' ό,τι την προηγούμενη χρονιά, καθώς το 2022 οι εκπομπές είχαν αυξηθεί κατά 490 εκατομμύρια τόνους.
Ο απολογισμός του 2023 επιβαρύθνηκε από τη μείωση ρεκόρ της παγκόσμιας παραγωγής υδροηλεκτρικής ενέργειας εξαιτίας της σοβαρής και παρατεταμένης ξηρασίας που έπληξαν περιφέρειες του κόσμου.
Ο παράγοντας αυτός μεταφράσθηκε από μόνος του σε αύξηση των εκπομπών κατά περίπου 170 εκατομμύρια τόνους: οι χώρες στις οποίες αφορά (Κίνα, Καναδάς, Μεξικό...) κατέφυγαν πράγματι σε άλλα ρυπογόνα μέσα παραγωγής ηλεκτρικού, όπως το μαζούτ ή ο άνθρακας, για να αντικαταστήσουν την υδροηλεκτρική ενέργεια.
Η Κίνα, η οποία προσέθεσε 565 εκατομμύρια τόνους CO2 στον παγκόσμιο απολογισμό, συνέχισε από την πλευρά της την πλούσια σε εκπομπές οικονομική ανάπτυξή της μετά την κρίση της Covid-19.
Πρόκειται για μια τάση αντίθετη από εκείνη των προηγμένων οικονομιών, οι οποίες είδαν τις εκπομπές τους να καταγράφουν μείωση ρεκόρ παρά την αύξηση του ΑΕΠ τους, κυρίως με τη χαμηλότερη προσφυγή στον άνθρακα για παραγωγή ενέργειας που έχει καταγραφεί από την αρχή του 20ου αιώνα.
Οι αριθμοί για το 2023 δεν πάνε προς τη σωστή κατεύθυνση, την ώρα που οι εκπομπές των αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου και προέρχονται απ' όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας πρέπει να μειωθούν κατά 43% μέχρι το 2030 σε σχέση με το 2019 για να υπάρχει ελπίδα να τηρηθεί το όριο του 1,5 βαθμού Κελσίου που ορίσθηκε από τη συμφωνία του Παρισιού, σύμφωνα με τη Διακυβερνητική Διάσκεψη του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή (IPCC, GIEC). Αυτές οι παγκόσμιες εκπομπές πρέπει επίσης να κορυφωθούν μέχρι το 2025.
Όμως ο ΔΟΕ επιμένει να υπογραμμίζει τη σημαντική συμβολή των «καθαρών» πηγών ενέργειας, μεταξύ των οποίων οι ανανεώσιμες.
«Η μετάβαση προς τις καθαρές ενέργειες συνεχίζεται με ταχύτητα και φρενάρει τις εκπομπές - ακόμη και με μια παγκόσμια ενεργειακή ζήτηση που αυξήθηκε ταχύτερα το 2023 απ' ό,τι το 2022», υπογραμμίζει έτσι ο εκτελεστικός διευθυντής του ΔΟΕ Φατίχ Μπιρόλ.
Από το 2019 ως το 2023, οι εκπομπές που συνδέονται με την ενέργεια αυξήθηκαν έτσι κατά περίπου 900 εκατομμύρια τόνους. Όπως όμως υπογραμμίζει ο ΔΟΕ, ο αριθμός αυτός θα ήταν τριπλάσιος χωρίς την ανάπτυξη πέντε σημαντικών τεχνολογιών: της ηλιακής, της αιολικής, της πυρηνικής, των αντλιών θερμότητας και των ηλεκτρικών οχημάτων.
Ο οργανισμός δημοσιεύει εξάλλου σήμερα μια χωριστή έκθεση αφιερωμένη ειδικά στην αγορά της καθαρής ενέργειας και κάνει λόγο για μεγάλη αύξηση της ηλιακής και της αιολικής ενέργειας.
Ωστόσο αυτή η ανάπτυξη παρέμεινε «υπερβολικά συγκεντρωμένη στις προηγμένες οικονομίες και στην Κίνα», ενώ ο υπόλοιπος κόσμος υπολείπεται.
«Έχουμε ανάγκη από πολύ πιο σημαντικές προσπάθειες για να επιτραπεί στις αναδυόμενες και στις αναπτυσσόμενες οικονομίες να αυξήσουν τις επενδύσεις τους στις καθαρές ενέργειες», υπογράμμισε για άλλη μια φορά ο Φατίχ Μπιρόλ.