Με "πλούσια ενεργειακή" ατζέντα, όπου "φιγουράρουν" παρατηρήσεις καθοριστικές για την πορεία της χώρας, δημοσιεύτηκαν, χθες, Τετάρτη 19 Ιουνίου, δυο εκθέσεις, για την Ελληνική οικονομία. Η μία ήταν από την Κομισιόν στο πλαίσιο της εαρινής δέσμης μέτρων του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου του 2024, αλλά και του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ ΓΣΕΕ), πέρα από τις καταγραφές προόδου, θέτουν επί τάπητος σημαντικά ζητήματα, που εφόσον δεν τύχουν της δέουσας προσοχής, μπορεί να οδηγήσουν σε δυσάρεστες εξελίξεις.
Ειδικότερα, η Κομισιόν αναφέρει στην έκθεσή της ότι θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις καθυστερήσεις και να επιτρέψει τη συνεχή, ταχεία και αποτελεσματική εφαρμογή του σχεδίου REPowerEU, που διασφαλίζει την ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων έως τον Αύγουστο του 2026.
Η Κομισιόν, εστιάζει παράλληλα, στην επιτάχυνση της εφαρμογής των προγραμμάτων πολιτική συνοχής. Στο πλαίσιο της ενδιάμεσης αναθεώρησής τους, η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει να εστιάζει στις προτεραιότητες, ανάληψη δράσης για την καλύτερη αντιμετώπιση των αναγκών στον τομέα της πρόληψης και στην ετοιμότητα έναντι των κινδύνων που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη την ευκαιρίες που παρέχονται από την πρωτοβουλία Strategic Technologies for Europe Platform για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Αναφέρεται επίσης, η έκθεση της Κομισιόν, στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας μέσω της αντιμετώπισης της χαμηλής επίδοσης σε βασικές δεξιότητες, ενισχύοντας τη διαχείριση της κρατικής περιουσίας και τη συμπλήρωση του ρυθμιστικού πλαισίου για περιβαλλοντική αδειοδότηση.
Παράλληλα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφέρει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να μειώσει την εξάρτηση από ορυκτά καύσιμα επιταχύνοντας την απαλλαγή του τομέα των μεταφορών από τις εκπομπές άνθρακα. Να ενισχύσει τη διαχείριση των φυσικών καταστροφών με τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης και πρόληψης κινδύνων.
Το ΙΝΕ ΓΣΕΕ
Στο μεταξύ, στην ετήσια έκθεση για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση, που έδωσε στη δημοσιότητα το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ αναδεικνύει ζητήματα, καθοριστικά, για το μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου.
Σε μια περίοδο που ζητούμενο είναι η ανάδειξη ισχυρών παραγωγικών δυνάμεων, όπως αναφέρει το ιΝΕ ΓΣΕΕ, η μεγέθυνση της οικονομίας το 2023 και το α΄ τρίμηνο του 2024 στηρίχτηκε στην κατανάλωση. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν περισσότερο τα υψηλότερα εισοδήματα από μη μισθωτή εργασία και σε μικρότερο βαθμό τα καταναλωτικά δάνεια. Η αύξηση των μισθών και η συμβολή τους στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και κατ’ επέκταση στην κατανάλωση των νοικοκυριών ήταν πενιχρή. Το 2023 η Ελλάδα είχε μακράν τις χαμηλότερες επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), παρά την υψηλή κερδοφορία και την αύξηση των επενδυτικών χορηγήσεων, εν μέρει λόγω της ρευστότητας του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ). Ένα μεγάλο μέρος της επενδυτικής δραστηριότητας κατευθύνθηκε προς τις κατασκευές.
Παράλληλα, όπως αμναφέρει, "παραπάνω από τις μισές Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ) κατευθύνθηκαν προς την αγορά κατοικίας και τον κλάδο της εστίασης και της παροχής καταλυμάτων. Το έλλειμμα επενδύσεων σε κλάδους που προσφέρουν υψηλή προστιθέμενη αξία στο σύνολο της οικονομίας, όπως, για παράδειγμα, οι επενδύσεις σε Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α), εγκλωβίζει την οικονομία σε ένα πλαίσιο χαμηλής παραγωγικότητας, αδύναμης παραγωγικής διάρθρωσης και υψηλής εισαγωγικής εξάρτησης. Ενδεικτικό είναι ότι το 2023 το απόθεμα κεφαλαίου προϊόντων διανοητικής ιδιοκτησίας των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν το χαμηλότερο σε όλη την ΕΕ. Η παραγωγική καινοτομία στην Ελλάδα υστερεί σημαντικά.
Η υποχώρηση των τιμών ενέργειας σε διεθνές επίπεδο επέτρεψε την προσαρμογή του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Παρ’ όλα αυτά, το 2023 η Ελλάδα παρουσίασε το τρίτο υψηλότερο έλλειμμα σε όλη την ΕΕ. Σημαντικός παράγοντας αδυναμίας επίτευξης εξωτερικού πλεονάσματος είναι η αδύναμη παραγωγική διάρθρωση της οικονομίας και η μεγάλη εξάρτησή της από εισαγόμενα ενδιάμεσα προϊόντα. Σε σχέση με την προ κρίσης χρέους περίοδο, η εξάρτηση αυτή έχει ενισχυθεί σημαντικά, υποδηλώνοντας την εξίσου σημαντική αποδυνάμωση του παραγωγικού συστήματος. Το 2023 το ωριαίο εισόδημα το οποίο δημιούργησε η ελληνική οικονομία, που αποτελεί και έναν δείκτη παραγωγικότητας, είχε τη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη στην ΕΕ."
“Σε αυτούς τους παράγοντες συγκαταλέγονται το υψηλό γεωπολιτικό ρίσκο της χώρας, η εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, ο βαθμός παραγωγικής-αναπτυξιακής αξιοποίησης των πόρων του ΤΑΑ, οι ευρύτερες νομισματικές και δημοσιονομικές εξελίξεις σε επίπεδο ΕΕ, οι ραγδαίες μεταβολές στο τεχνο-οικονομικό υπόδειγμα της διεθνούς οικονομίας τις οποίες προκαλούν, μεταξύ άλλων, η πράσινη μετάβαση και η ψηφιοποίηση.
Η διαρθρωτική-κλαδική αναδιάταξη της ελληνικής οικονομίας αποτελεί μείζονα προϋπόθεση για την υπέρβαση των προκλήσεων αυτών και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας, καθώς θα επιτρέψει τη διατηρήσιμη αναβάθμιση του βαθμού φερεγγυότητας του Δημοσίου, χωρίς μια τέτοια εξέλιξη να υποσκάψει τη χρηματοπιστωτική συνοχή του ιδιωτικού τομέα” αναφέρει το ΙΝΕ ΓΣΕΕ.