Τον επανασχεδιασμό και κατάθεση εκ νέου στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή του σχήματος “Green Pool” που είχε προτείνει η Ελλάδα στις Βρυξέλλες με στόχο την ταχεία αύξηση της διείσδυσης πράσινης ενέργειας στη βιομηχανία μέσω σύναψης PPA, μέσω ενίσχυσης ώστε να περιοριστεί το λεγόμενο «shaping cost” που απορρέει από την ευθυγράμμιση του προφίλ ενεργειακής κατανάλωσης της βιομηχανίας με το προφίλ παραγωγής των ΑΠΕ (και δη των φωτοβολταϊκών) εξετάζει η ελληνική κυβέρνηση σύμφωνα με το αναθεωρημένο προσχέδιο του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το κλίμα (ΕΣΕΚ), στο πλαίσιο των μέτρων για την απανθρακοποίηση της βιομηχανίας.
Όπως αναφέρεται στο κείμενο του ΕΣΕΚ, «Αν και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε ενστάσεις επί της αρχής για το καινοτόμο αυτό μέτρο πολιτικής (γνωστό ως “Green Pool”), η Ελλάδα (…) εξετάζει το σχεδιασμό νέας πρότασης, ή τον επανασχεδιασμό της υφιστάμενης, ώστε να μπορεί να επιτύχει τον επιδιωκόμενο σκοπό της απανθρακοποίησης με ταυτόχρονη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας εντός του πλαισίου της ενωσιακής νομιμότητας, όπως ιδίως αυτή θα διαμορφωθεί την αμέσως επόμενη περίοδο». Η τελευταία φράση φαίνεται να υπονοεί τις ελπίδες της ελληνικής κυβέρνησης για υιοθέτηση πιο θετικής στάσης από τις Βρυξέλλες για μέτρα στήριξης της ευρωπαϊκής βιομηχανίας από τη νέα Κομισιόν, πολλώ δε μάλλον με δεδομένο ότι η ανταγωνιστικότητά της έχει τεθεί στην κορυφή της ατζέντας της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για τη δεύτερη θητεία της. Κάτι που αποτυπώθηκε και στην προγραμματική της δέσμευση για την εκπόνηση ενός νέου Συμφώνου για την Καθαρή Βιομηχανία (New Clean Industrial Deal) εντός των πρώτων 100 ημερών από τη δεύτερη θητεία της.
Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με το ΕΣΕΚ η απανθρακοποίηση της βιομηχανίας αποτελεί ζητούμενο, καθώς ο κλάδος αυτός ευθύνεται για σημαντικό μερίδιο εκπομπών, πλην όμως κάποιες βιομηχανικές δραστηριότητες (τσιμεντοβιομηχανία, διύλιση πετρελαιοειδών, χημική βιομηχανία) χαρακτηρίζονται hard-to-abate, δεν υπάρχει δηλαδή εύκολος τεχνολογικά τρόπος να μετριαστούν και εντέλει να αποφευχθούν οι εκπομπές ρύπων καθώς είναι απολύτως συνδεδεμένες με τη βιομηχανική διεργασία καθαυτή.
H Ελλάδα διαθέτει ανεπτυγμένη βιομηχανία σε τουλάχιστον δύο τέτοιους τομείς (τσιμεντοβιομηχανία και διύλιση), παρουσιάζεται δε δραστηριότητα και σε άλλους αντίστοιχους (λιπάσματα, πλαστικά). Στο πλαίσιο αυτό, η απανθρακοποίηση της βιομηχανίας διακρίνεται σε δύο βασικές υποκατηγορίες: απανθρακοποίηση υποτομέων που μπορούν να εξηλεκτριστούν και διαχείριση των εκπομπών από τους βιομηχανικούς υποτομείς που χαρακτηρίζονται hard-to-abate.
Για την πρώτη υποκατηγορία, «όπου υπάρχουν ώριμα τεχνολογικά ισοδύναμα για την χρήση ηλεκτρισμού αντί καυσίμου ύλης, αυτά σταδιακά θα προκρίνονται, θα ενθαρρύνονται και θα κινητροδοτούνται». Υπογραμμίζεται ότι «αναμφισβήτητα χρειάζονται μέτρα για την διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας στην πορεία αυτή, καθώς τόσο το υψηλό κόστος εξηλεκτρισμού (CAPEX) όσο και το υψηλό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας μετά τον εξηλεκτρισμό (OPEX) θέτουν σε διακινδύνευση την οικονομική βιωσιμότητά της,, ιδίως ενόψει του διεθνούς ανταγωνισμού με τις βιομηχανίες χωρών με πολύ λιγότερο φιλόδοξες πολιτικές για μείωση εκπομπών ρύπων. Για την προβλεψιμότητα του κόστους θα ενθαρυνθεί ρυθμιστικά η σύναψη διμερών συμβάσεων με μονάδες παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας»
Περατέρω, για τους hard to abate κλάδους της βιομηχανίας λαμβάνονται μετρα για την προώθηση τεχνολογιών δέσμευσης και αποθήκευσης διοξειδιου του άνθρακα (Carbon Capture and Storage – CCS), για τις οποίες προβλέπονται σε 2,2 δις. ευρώ για την «πρώιμη» περίοδο 2025-2030 και 16,2 δις. ευρώ για την περίοδο 2030-2050.
Η Ελλάδα ήδη αναπτύσσει τον πρώτο γεωλογικό σχηματισμό για μακροπρόθεσμη αποθήκευση CO2, στα (σχεδόν) εξαντλημένα υποθαλάσσια κοιτάσματα πετρελαίου, στον Πρίνο της Καβάλας. Η εν λόγω υποδομή για την οποία έχει προβλεφθεί επιδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης υπολογίζεται ότι μπορεί, σε πλήρη ανάπτυξη, να επιτρέπει έγχυση έως και πάνω από 3 εκ. τόνους CO2 κατ’έτος. Παράλληλα, και με αντίστοιχη χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης, αναπτύσσεται και το midstream κομμάτι της αλυσίδας αξίας του CCS, με την υλοποίηση ενός έργου από το ΔΕΣΦΑ για τη μεταφορα δεσμευόμενου διοξειδιου του άνθρακα από τις εγκαταστάσεις των βιομηχανικών emitters στους επιλεγμένους χώρους αποθήκευσης.
Επιπλέον, διερευνάται η ανάγκη για θέσπιση σχήματος ενίσχυσης στη βάση συμβάσεων διαφορικής προσαύξησης (CfD) σε σχέση με τις τρέχουσες τιμές των δικαιωμάτων ρύπων και αναπτύσσεται πλήρες ρυθμιστικό πλαίσιο για ολόκληρη την αλυσίδα αξίας της δέσμευσης, χρήσης ή/και αποθήκευσης άνθρακα, ώστε να εξασφαλιστεί η διαφάνεια, η ισότητα και ασφάλεια δικαίου που κρίνονται απαραίτητες για να λάβουν χώρα οι απαιτούμενες επενδύσεις.