Την ανάγκη αύξησης του στόχου για τα χερσαία αιολικά στο τέλος της δεκαετίας αναδεικνύει η ΕΛΕΤΑΕΝ στο πλαίσιο της άτυπης διαβούλευσης για την αναθεώρηση του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ). Σε επιστολή της προς την πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ ο Σύνδεσμος του παραγωγών αιολικής ενέργειας σημειώνει ότι ενώ οι κρίσιμες στρατηγικές επιλογές και διαπιστώσεις του κειμένου «κινούνται γενικά σε ορθή κατεύθυνση, ένα από τα βασικά τους ελλείμματα είναι ο εξαιρετικά μειωμένος στόχος για τα χερσαία αιολικά»
«Εάν θεωρηθεί ότι τα αιολικά είναι εγκατεστημένα μόνο στην στεριά, ο κατάλληλος συνδυασμός αντιστοιχεί σε περίπου 40% φωτοβολταϊκά και 60% αιολικά», αναφέρεται στην επιστολή, τη στιγμή που το μείγμα τεχνολογιών ΑΠΕ που προδιαγράφει το ΕΣΕΚ δείχνει ένα ποσοστό 50%-50%. Σύμφωνα με την ΕΛΕΤΑΕΝ, το μείγμα που προτείνει οδηγεί σε ομαλότερη κατανομή της παραγωγής πράσινης ενέργειας μέσα στο 24ωρο (καθώς τα φωτοβολταϊκά παράγουν κυρίως τις μεσημεριανές ώρες, ενώ η παραγωγή των αιολικών όταν φυσάει «απλώνεται» σε περισσότερες ώρες της ημέρας) και συνάδει με την στρατηγική να καταστεί η χώρα παραγωγός πράσινης ενέργειας. Όπως εξηγείται, «Η Ελλάδα έχει πλουσιότερο αιολικό δυναμικό σε σχέση με τις γειτονικές χώρες της περιοχής που αναμένεται να επιδιώξουν τους ενεργειακούς τους στόχους στηριζόμενες κυρίως στην ηλιακή ενέργεια. Έτσι τις ώρες εκτός μεσημεριού, που η Ελλάδα (εάν αναπτύξει το αιολικό της δυναμικό) θα παράγει πολλή αιολική ενέργεια, η ενέργεια αυτή θα είναι πολύτιμη και θα μπορεί να την εξάγει αποφεύγοντας τις μεσημεριανές ώρες που όλα τα δίκτυα της περιοχής θα είναι ή θα τείνουν στον κορεσμό και οι γειτονικές χώρες θα έχουν πλεόνασμα».
Ο κλάδος των αιολικών υποστηρίζει επίσης ότι η αναγκαία σημαντική αύξηση του στόχου για τα αιολικά το 2030 είναι σύμφωνη με τη διαμορφωμένη δυναμική της αγοράς, καθώς εκτιμάται ότι η συνολική αιολική ισχύς θα προσεγγίσει τα 6,5 GW εντός της επόμενης τριετίας. Επομένως ο προτεινόμενος στόχος για τα χερσαία αιολικά (7,6 GW το 2030), συνάδει με ένα σενάριο μεγάλης επιβράδυνσης μετά το 2026 που ούτε αναμένεται, ούτε ευκταίο είναι.
Περικοπές ΑΠΕ
Η ΕΛΕΤΑΕΝ τοποθετείται επίσης για το φλέγον θέμα των περικοπών της παραγωγής ΑΠΕ, τις οποίες χαρακτηρίζει «αναπόφευκτες». Τονίζει την ανάγκη να υπάρχουν σαφείς κανόνες σύμφωνα με το ευρωπαϊκό πλαίσιο και ζητά τον κατά το δυνατό περιορισμό των αναγκαίων περικοπών μέσω της εξισορρόπησης του μείγματος των τεχνολογιών ΑΠΕ, της ανάπτυξης της αποθήκευσης με βέλτιστο διαχρονικά μείγμα μπαταριών και αντλησιοταμιευτικών που θα διαμορφωθεί με κριτήρια την εξέλιξη του κόστους των τεχνολογιών, τις ανάγκες του συστήματος και την εγχώρια οικονομική ανάπτυξη.
Υπογραμμίζει ότι ο εξηλεκτρισμός της συντριπτικής πλειοψηφίας των τομέων της οικονομίας που προβλέπει το ΕΣΕΚ τις επόμενες δεκαετίες προϋποθέτει εντελώς διαφορετική και εντυπωσιακή ανάπτυξη του ηλεκτρικού συστήματος, τόσο όσον αφορά την ηλεκτροπαραγωγή όσο και τη μεταφορά και διανομή ηλεκτρικής ενέργειας. «Δεν υπάρχει πια η πολυτέλεια να χάνεται χρόνος - πολύ περισσότερος από όσος απαιτείται - σε ατέρμονες διαδικασίες (πολιτικές, νομικές, αδειοδοτικές και δικαστικές) που καθυστερούν ή και αναστέλλουν την ολοκλήρωση έργων παραγωγής στις Α.Π.Ε. και έργων ηλεκτρικών δικτύων και διασυνδέσεων».
Καταλήγοντας, η ΕΛΕΤΑΕΝ υποστηρίζει ότι είναι σημαντικό οι στρατηγικές του ΕΣΕΚ να εξηγηθούν και να επικοινωνηθούν ορθά στο ευρύ κοινό διότι σχετίζονται με τα οικονομικά και τη καθημερινότητα των πολιτών και των επιχειρήσεων. Μεταξύ άλλων πρέπει να εξηγηθεί ότι η ενεργειακή μετάβαση είναι όχι ένα δυσβάσταχτο κόστος όπως περιγράφεται από κάποιους, αλλά μια επένδυση στο μέλλον με βέβαιη απόσβεση που θα προσφέρει σημαντικά και μόνιμα οικονομικά οφέλη στους πολίτες, αναπτυξιακά οφέλη στην οικονομία και ενεργειακή ανεξαρτησία στη χώρα. Σημειώνεται τέλος ότι το κείμενο του νέου ΕΣΕΚ περιγράφει την ανάγκη ύπαρξης νέων φόρων που θα καλύψουν το δημιουργούμενο κενό. «Όμως δεν πρόκειται απλά για νέους φόρους -έκφραση του τρομάζει και δεν περιγράφει την πραγματικότητα- αλλά πρόκειται για ένα συνολικό φορολογικό μετασχηματισμό όπου τα έσοδα από υφιστάμενους φόρους αντικαθίστανται με έσοδα από άλλους ή νέους φόρους, χωρίς να επιβαρύνεται το συνολικό φοροδοτικό βάρος της οικονομίας σε σχέση με την ανάπτυξη».