Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, η Ελλάδα έχει κάνει σημαντικά βήματα προς την πράσινη μετάβαση, αυξάνοντας τη διείσδυση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) στο εθνικό μίγμα ηλεκτροπαραγωγής. Το πρώτο τετράμηνο του 2024, οι ΑΠΕ της χώρας, που αποτελούνται κυρίως από φωτοβολταϊκά (Φ/Β) και αιολικά πάρκα, σύμφωνα με στοιχεία του Διαχειριστή ΑΠΕ και Εγγυήσεων Προέλευσης (ΔΑΠΕΕΠ), έπιασαν αθροιστικά εγκατεστημένη ισχύ ίση με 12.0 GW περίπου, κατέχοντας μερίδιο κοντά στο 50% στη συνολική εγκατεστημένη ισχύ μονάδων ηλεκτροπαραγωγής της χώρας και παρουσιάζοντας μια αύξηση ίση με 9.5% σε σχέση με το 2023.
Η Ελλάδα ωστόσο βρίσκεται στον μέσο όρο της Ε.Ε αναφορικά με το ποσοστό συμμετοχής των ΑΠΕ στο ενεργειακό της μείγμα για την παραγωγή ρεύματος, παρόλο αυτά, η χονδρική τιμή του ρεύματος δεν είναι στον μέσο όρο της Ε.Ε, αλλά αρκετά υψηλότερη. Συγκεκριμένα είμαστε μέσα στην πρώτη τετράδα των ακριβότερων τιμών χονδρικής ρεύματος, εμείς , η Ιταλία, η Μάλτα και η Κύπρος.
Ο κυριότερος λόγος που ακόμα οι καταναλωτές δεν απολαμβάνουν τα οφέλη της πράσινης ενέργειας, δηλ. της χαμηλής τιμής του ρεύματος, εξαιτίας του τσάμπα ήλιου και του τσάμπα άνεμου, είναι ότι ακόμα τα δίκτυα μεταφοράς και οι υποδομές ηλεκτρικής ενέργειας είναι περιορισμένα και από πλευράς δυναμικότητας και από πλευράς εκσυγχρονισμού. Οπότε υπάρχει αντικειμενική αδυναμία για να μειωθούν τα λειτουργικά κόστη παραγωγής και μεταφοράς της ηλεκτρικής ενέργειας.
Το πιο σημαντικό όμως, είναι η απουσία συστημάτων αποθήκευσης της στοχαστικής ενέργειας, διότι αυτό που συμβαίνει στην χώρα μας είναι να έχουμε μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ, αλλά ένα μεγάλο μέρος της παραγόμενης πράσινης ενέργειας να μένει αναξιοποίητη τις ώρες υψηλής ζήτησης, κυρίως τις απογευματινές και βραδινές ώρες, τις αργίες.
Η μετατόπιση της ενέργειας από τις ώρες παραγωγής στις ώρες της κατανάλωσης μέσω της αποθήκευσης θα δώσει λύση στο πρόβλημα, αλλά αυτό είναι κάτι που θα το δούμε να συμβαίνει σταδιακά από το 2026 και μετά, που θα τεθούν σε λειτουργία τα πρώτα έργα αποθήκευσης. Επί του παρόντος αναζητούνται λύσεις που θα περιορίσουν κατά το δυνατόν το τριπλό πρόβλημα, χαμηλής ζήτησης – αυξημένης παραγωγής ΑΠΕ και μηδενικές τιμές ρεύματος.
Όλα τα παραπάνω, δεν έχουν μόνο αντίκτυπο στην χαμηλή αποδοτικότητα των μονάδων παραγωγής πράσινων KWh, αλλά και στην ασφάλεια του δικτύου , αφού ο συνδυασμός υψηλής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας σε συνδυασμό με χρονικές περιόδους χαμηλής ζήτησης δημιουργεί πρόβλημα ευστάθειας του δικτύου, πχ απρόβλεπτες υψηλές υπερτάσεις που αυτές με την σειρά τους δημιουργούν συνθήκες για black out με ανυπολόγιστες οικονομικές ζημιές. Επίσης οι συνεχόμενες περικοπές έγχυσης πράσινων KWh στο δίκτυο καθιστά μη βιώσιμες τις πράσινες επενδύσεις σε μονάδες ΑΠΕ, κυρίως σε φωτοβολταικά πάρκα, αφού ο ΔΑΠΕΕΠ δεν αποζημιώνει τους ηλεκτροπαραγωγούς για τις περικοπές.
Για την μέγιστη αξιοποίηση της πράσινης παραγόμενης ενέργειας, πέραν των συστημάτων αποθήκευσης, και εκσυγχρονισμού των δικτύων και υποδομών, πρέπει να γίνει και ανάλογος εξηλεκτρισμός των ενεργειακών αναγκών της χώρας. Εάν το 65% των νοικοκυριών σήμερα για να ζεσταθεί χρησιμοποιεί ορυκτά καύσιμα και όχι πχ ηλεκτρικές αντλίες θερμότητας, ή ο ρυθμός αύξησης της ηλεκτροκίνησης παραμένει χαμηλός, τόσο στις μεταφορές, όσο και στην βιομηχανία, δύσκολα να πετύχει η χώρα μια αυξημένη ενεργειακή αποδοτικότητα των πράσινων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής κι αν συνδυαστεί και με το γεγονός , ότι οι ηλεκτρικοί διάδρομοι είναι περιορισμένοι για να μεταφέρουν πράσινη ενέργεια από την χώρα μας σε τρίτα κράτη, αυτό ακόμα δυσχεραίνει τους ενεργειακούς στόχους αναφορικά με την αποτελεσματική πράσινη μετάβαση.
Τα ηλεκτρικά δίκτυα, όπως έχει επισημάνει και ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας, μπορεί να αποτελέσουν τον «αδύναμο κρίκο» της ενεργειακής μετάβασης. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του, η επίτευξη των εθνικών στόχων προϋποθέτει την προσθήκη ή την ανακαίνιση ενός συνόλου δικτύων 80 εκατ. χλμ. μέχρι το 2040. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε στα τέλη του 2023 το Grid Action Plan, ένα σχέδιο δράσης για την επιτάχυνση της ενίσχυσης των δικτύων, που συνοδεύεται από επενδύσεις άνω του μισού τρισ. ευρώ μέχρι το 2030.
Οι προκλήσεις είναι μεγάλες, αρκεί ο εθνικός ενεργειακός σχεδιασμός για τα επόμενα χρόνια να γίνει συντονισμένα και σε πολυεπίπεδο σχεδιασμό, διότι δεν αρκεί να αυξάνεται μόνο η διείσδυση των ΑΠΕ χωρίς ταυτόχρονα να δημιουργούνται νέες και σύγχρονες υποδομές (π.χ. υποσταθμοί, μονάδες αποθήκευσης κλπ) και χωρίς τα έξυπνα δίκτυα μεταφοράς (smart grid).
Ο Μιχάλης Χριστοδουλίδης είναι Διπλ. Μηχανολόγος Μηχανικός ΑΠΘ – Ενεργειακός Επιθεωρητής