Περίπου 15.000 κτήρια πρέπει να αναβαθμίζονται ενεργειακά σε ετήσια βάση στην Κύπρο μέχρι το έτος 2050 οπόταν τα σπίτια θα εκπέμπουν μηδενικούς ρύπους. Ήδη το ζήτημα συζητείται στην ΕΕ και η Κύπρος πρέπει να αναλάβει δράση προσαρμογής.
Ο υπολογισμός των κτηρίων που πρέπει να αναβαθμιστούν ενεργειακά, ανήκει στον βουλευτή των Οικολόγων Χαράλαμπο Θεοπέμπτου, ο οποίος εκτιμά ότι στην Κύπρο υπάρχουν περίπου 400.000 οικοδομές οι οποίες πρέπει να αναβαθμιστούν ώστε να εκπέμπουν μηδενικούς ρύπους.
Ο βουλευτής των Οικολόγων εκτιμά ότι πρέπει από τώρα να γίνει σωστός προγραμματισμός, όχι μόνο για να πετύχουμε τους στόχους μας (ως χώρα), αλλά και επειδή αυτά τα μέτρα θα εξοικονομήσουν πολλά χρήματα και θα δημιουργήσουν πολλές θέσεις εργασίας. Εισηγείται δε, πως πρέπει να οργανωθούν πολλά εκπαιδευτικά προγράμματα για προετοιμασία επιστημόνων ενέργειας αλλά και τεχνίτες, ώστε να μπορεί να αντιμετωπιστεί με επιτυχία ο τεράστιος όγκος εργασίας που υπάρχει.
Χρειάζονται, αναφέρει ο κ. Θεοπέμπτου, ειδικά εκπαιδευμένοι ενεργειακοί μηχανικοί, αδειοδοτημένοι τεχνίτες εγκαταστάσεων αντλιών θέρμανσης, εταιρείες που θα διαθέτουν στην αγορά μονωτικά υλικά και ηλεκτρονικοί για εγκατάσταση αυτομάτων συστημάτων ενεργειακού ελέγχου.
Ο ίδιος παρατηρεί, πως μετά τη συμφωνία του Παρισιού το 2015, ξεκίνησε έντονη προσπάθεια από πολλές χώρες, ιδιαίτερα στην ΕΕ, με σκοπό να ληφθούν μέτρα μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Αναφέρει επίσης, πως ένας από τους τομείς που ευθύνεται για σοβαρό ποσοστό εκπομπών (που διαφέρει ανά χώρα) είναι ο τομέας των κτηρίων.
Αναφέρει εξάλλου, πως στην Κύπρο σχεδόν το 50% των εκπομπών οφείλεται στις μεταφορές και το υπόλοιπο στη βιομηχανία (και κυρίως την παραγωγή ηλεκτρισμού), τα απόβλητα, τα κτήρια και τη γεωργία.
Σύμφωνα με τον κ. Θεοπέμπτου, στην Ευρώπη τα κτήρια καταναλώνουν το 40% της ενέργειας και αυτός είναι ένας από τους λόγους της έντονης ενασχόλησης (εδώ και πολλά χρόνια) με την ενεργειακή κατανάλωση των κτηρίων.
Όπως αναφέρει, η Κύπρος ήταν από τις τελευταίες χώρες στην ΕΕ που έβαλε ελάχιστες ενεργειακές προδιαγραφές στα νέα κτήρια, γι’ αυτό έχουμε τεράστιο ποσοστό κτηρίων που χρειάζεται ενεργειακή αναβάθμιση.
Εξηγεί ότι το 2019 τέθηκε σε εφαρμογή η προδιαγραφή του Σχεδόν Μηδενικής Ενεργειακής Κατανάλωσης κτηρίων (για τα δημόσια κτήρια) και το 2020 για νέες κατασκευές και μεγάλης έκτασης ανακαινίσεις στα υπόλοιπα κτήρια.
Ο βουλευτής των Οικολόγων αναφέρει περαιτέρω, πως με βάση επίσης των περί Ενεργειακής Απόδοσης νόμο, από το 2013 η κυβέρνηση έπρεπε κάθε χρόνο, να μετατρέπει το 3% των κτηρίων της, σε σχεδόν μηδενικής ενεργειακής κατανάλωσης κτήρια. Αυτό περιλαμβάνει, σχολεία, νοσοκομεία και όλα τα δημόσια κτήρια.
Εξηγεί, πως η ΕΕ προχωρεί στην επόμενη φάση και αναφέρεται πλέον σε κτήρια μηδενικών ρύπων και προς αυτή την κατεύθυνση έχουν τεθεί οι πιο κάτω στόχοι:
• Όλα τα νέα κτήρια από το 2030 και μετά πρέπει να είναι μηδενικών εκπομπών. Ο υπολογισμός εκπομπών πρέπει να λαμβάνει υπόψιν και τον κύκλο ζωής των υλικών ακόμη και όταν το κτήριο κατεδαφιστεί.
• Όλα τα κτήρια που χρησιμοποιούν ή ανήκουν σε δημόσιες αρχές πρέπει μέχρι το 2028 να γίνουν κτήρια μηδενικών ρύπων.
• Να παρθούν μέτρα για να μειωθούν οι λογαριασμοί των νοικοκυριών.
• Η μείωση της ενέργειας στα κτήρια πρέπει να είναι της τάξεως του 16% μέχρι το 2030 και 20% με 22% μέχρι το 2035.
• Μέχρι το 2030 όλα τα δημόσια κτήρια και τα κτήρια που δεν είναι οικιστικά, πρέπει όπου είναι δυνατόν να εγκαταστήσουν φωτοβολταϊκά.
• Αγροτικά κτήρια, ναοί, προσωρινά, ιστορικά και διατηρητέα κτήρια εξαιρούνται.
• Οι χώρες θα πρέπει να πάρουν μέτρα ούτως ώστε μέχρι το 2040 να μην υπάρχουν σε λειτουργία κεντρικές θερμάνσεις που λειτουργούν με πετρέλαιο ή γκάζι.
• Από το 2025 και μετά θα απαγορεύεται η επιδότηση συστημάτων θέρμανσης όπως συμβαίνει τώρα με το πετρέλαιο στις ορεινές περιοχές. Κατά τον κ. Θεοπέμπτου πρέπει να δοθεί προτεραιότητα για ενεργειακές αναβαθμίσεις από τώρα, για να βοηθήσουμε ουσιαστικά τους κατοίκους των ορεινών και ημιορεινών περιοχών.
Τέλος εισηγείται, πως για να πετύχουμε τους στόχους μας, πρέπει από τώρα να προγραμματιστούμε σωστά.
Πηγή: Φιλελεύθερος