Μενού Ροή
Πόσο χρειάζεται η Γερμανία το ρωσικό φυσικό αέριο;

Οι προμήθειες της Γερμανίας σε φυσικό αέριο έχουν επανέλθει στο προσκήνιο, καθώς οι υψηλές τιμές του καυσίμου στην Ευρώπη, που πυροδότησε η "σφιχτή” παγκόσμια προσφορά, αυξήθηκαν ακόμη περισσότερο εν μέσω των ανησυχιών ότι η λειτουργία του νέου αγωγού Nord Stream 2, ο οποίος τεχνικά είναι έτοιμος αλλά αναμένει την έγκριση των ρυθμιστικών αρχών, μπορεί να καθυστερήσει ή ακόμη και να ανασταλεί, όπως σημειώνει το πρακτορείο Reuters.

Η γερμανική κυβέρνηση έχει επισημάνει ότι θα μπορούσε να εξετάσει το ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων σε βάρος του αγωγού -που πρόκειται να μεταφέρει φυσικό αέριο από τη Ρωσία στη Γερμανία- εάν η Μόσχα εισβάλει στην Ουκρανία.

Η αναστολή λειτουργίας του έργου σημαίνει ότι ένα μέρος των αναμενόμενων μελλοντικών εισαγωγών φυσικού αερίου από τη Γερμανία δεν θα φτάσει στη χώρα, εκτός κι αν η Ρωσία αυξήσει τις εξαγωγές της μέσω του αγωγού που μεταφέρει αέριο από το Γιαμάλ στη Ρωσία προς την Πολωνία, ή μέσω της Ουκρανίας, ενδεχόμενο όμως που μοιάζει απίθανο σε περίπτωση στρατιωτικής σύγκρουσης.

Ποια, όμως, είναι πραγματικά η κατάσταση του τομέα αερίου στη Γερμανία;

Η γερμανική αγορά σε αριθμούς

Η Γερμανία από τον Ιανουάριο έως τον Οκτώβριο του 2021 εισήγαγε 119 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου, σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία εξωτερικού εμπορίου της χώρας BAFA, η οποία όμως δεν προσδιορίζει την "πηγή”. Εν τω μεταξύ, η εγχώρια κατανάλωση φυσικού αερίου ανήλθε στα 100 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα το 2021, σύμφωνα με τον όμιλο κοινής ωφέλειας BDEW.

Παράλληλα, η Γερμανία διαθέτει υπόγεια σπήλαια αποθήκευσης φυσικού αερίου συνολικής χωρητικότητας 24 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων. Το 1/5 των χώρων αυτών διαχειρίζεται η Rehden, που ανήκει στην εταιρεία αποθήκευσης Astora, η οποία με τη σειρά της ανήκει στον ρωσικό ενεργειακό κολοσσό Gazprom. Με άλλα λόγια, τα δυνητικά αποθέματα αερίου θα μπορούσαν να καλύψουν το 1/4 της ετήσιας κατανάλωσης αερίου της Γερμανίας.

Ωστόσο, επί του παρόντος, οι "αποθήκες” αερίου της χώρας είναι γεμάτες μόλις στο 45% της χωρητικότητάς τους, ποσοστό μειωμένο κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με έναν χρόνο πριν, σύμφωνα με τα στοιχεία του ομίλου Gas Infrastructure Europe.

Η Γερμανία εισάγει, πάντως, το μεγαλύτερο μέρος του φυσικού αερίου που καταναλώνει, καθώς η εγχώρια παραγωγή φυσικού αερίου κορυφώθηκε τη δεκαετία του 1990 και πλέον καλύπτει μόλις το 5% της ετήσιας κατανάλωσης στη χώρα.

Τα στοιχεία της ICIS για τις γερμανικές προμήθειες φυσικού αερίου έδειξαν, δε, ότι τον Δεκέμβριο του 2021 το ρωσικό αέριο αντιπροσώπευε το 32% των συνολικών προμηθειών, ενώ το 20% προήλθε από τη Νορβηγία, το 12% από την Ολλανδία, το 22% ήταν από τα αποθηκευμένα αποθέματα και το υπόλοιπο από άλλες μικρότερες πηγές, συμπεριλαμβανομένης της εγχώριας παραγωγής.

"Η Ρωσία όσον αφορά τον ρόλο της (προμηθευτή φυσικού αερίου) δεν μπορεί να αντικατασταθεί τα επόμενα χρόνια", σημειώνει η ICIS.

Εξάρτηση

Την ίδια στιγμή, η απρόσκοπτη προμήθεια φυσικού αερίου είναι καθοριστικής σημασίας για τη Γερμανία, δεδομένου ότι το 15,3% της εγχώριας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας πέρυσι προήλθε από ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες φυσικού αερίου, σύμφωνα με την BDEW.

Η απώλεια επομένως σημαντικού όγκου εισαγόμενου φυσικού αερίου

-από οποιαδήποτε πηγή- θα μπορούσε να καταστήσει αναγκαία τη βραχυπρόθεσμη αύξηση της εγχώριας λιγνιτικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ή των εισαγωγών ενέργειας από γειτονικές χώρες προκειμένου να καλυφθεί το κενό.

Η κατάσταση είναι πιο έκρυθμη όσον αφορά τον τομέα της θέρμανσης, δεδομένου ότι το φυσικό αέριο αποτελεί τη βασική πηγή θέρμανσης για το ήμισυ των 41,5 εκατομμυρίων νοικοκυριών της χώρας, αλλά και όσον αφορά τον μεταποιητικό τομέα, όπου κλάδοι όπως αυτός των κεραμικών είναι εξαρτημένοι από το φυσικό αέριο.

Οι εμπορευματικοί δεσμοί με τη Ρωσία

Η Γερμανία και η Ρωσία έχουν αναπτύξει αυτούς τους ισχυρούς ενεργειακούς δεσμούς εδώ δεκαετίες. Πρόκειται για μια σχέση που σφυρηλατήθηκε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και παρέμεινε ισχυρή παρά τα σκαμπανεβάσματα στις διμερείς τους σχέσεις.

Η Γερμανία, όμως, δεν χρειάζεται μόνο φυσικό αέριο από τη Ρωσία. Τα στοιχεία της BAFA καταδεικνύουν ότι το 34% του αργού πετρελαίου που κατανάλωσε η Γερμανία το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο έως και τον Οκτώβριο του 2021 προήλθε από τη Ρωσία, ενώ ο λιγνιτικός όμιλος VDKi αναφέρει ότι το 53% του λιθάνθρακα που προμηθεύτηκαν οι γερμανικές εταιρείες ηλεκτροπαραγωγής και χάλυβα πέρυσι εισήχθη επίσης από τη Ρωσία.

Απεξάρτηση από το φυσικό αέριο

Στο μέλλον, πάντως, η Γερμανία θα πρέπει να απεξαρτηθεί από το φυσικό αέριο, καθώς θα πρέπει να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.

Η χρήση φυσικού αερίου για θέρμανση θα καταργηθεί μακροπρόθεσμα και θα αντικατασταθεί από τη χρήση αντλιών θερμότητας και άλλων εναλλακτικών πηγών.

Ωστόσο, στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας η χρήση φυσικού αερίου αναμένεται να αυξηθεί για μια μεταβατική περίοδο, στο πλαίσιο του ευρύτερου σχεδίου του Βερολίνου για σταδιακή κατάργηση τόσο του άνθρακα όσο και της πυρηνικής ενέργειας.

Η μελλοντική κατανάλωση φυσικού αερίου, πάντως, θα εξαρτηθεί και από την ταχύτητα ανάπτυξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στη Γερμανία και από το εάν το υδρογόνο χαμηλών εκπομπών ρύπων, που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές όπως η αιολική και η ηλιακή ενέργεια, μπορεί να αξιοποιηθεί ως εναλλακτική λύση για το ορυκτό φυσικό αέριο.

Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας αναφέρει ότι οι δεσμεύσεις των χωρών για το κλίμα θα μειώσουν τη ζήτηση φυσικού αερίου στην Ευρώπη στα 504 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα το 2030 από τα 596 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα που ήταν το 2020, αν και, με βάση τις "δεδηλωμένες πολιτικές" των κυβερνήσεων, η μείωση αναμένεται ότι θα είναι οριακή, στα 587 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα. Ο Οργανισμός, πάντως, δεν παρέχει στοιχεία για κάθε χώρα ξεχωριστά.

Οι εναλλακτικές "πηγές”

Η Γερμανία, πάντως, έχει εναλλακτικές λύσεις εάν θέλει να απεξαρτηθεί από τη Ρωσία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, που πρόκειται να υποσκελίσουν το Κατάρ και την Αυστραλία και να αναδειχθούν στον κορυφαίο εξαγωγέα υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) φέτος, έχουν προσφερθεί ήδη να στείλουν περισσότερο υγροποιημένο φυσικό αέριο στη Γερμανία εάν εγκαταλειφθεί η λειτουργία του αγωγού Nord Stream 2.

Ωστόσο, αυτό θα απαιτούσε ενίσχυση των υποδομών LNG της χώρας και θα είχε ως αποτέλεσμα πιο ασταθή προσφορά και κατ’ επέκταση πιο ασταθείς τιμές.

Κι αυτό διότι επί του παρόντος στην Ευρώπη, το LNG παραλαμβάνεται στη Βρετανία, κατά μήκος των βορειοδυτικών ευρωπαϊκών ακτών και στη Μεσόγειο, καθώς πρόκειται ακόμη για έναν νέο και αναπτυσσόμενο κλάδο. Ο τερματικός σταθμός Dutch Gate με χωρητικότητα 12 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα, για παράδειγμα, προμηθεύει τους πελάτες της δυτικής Γερμανίας ελλείψει εγχώριων υποδομών, τις οποίες οι επενδυτές απέφευγαν όταν το φυσικό αέριο ήταν άφθονο αλλά περιβαλλοντικά μη δημοφιλές.

Εν τω μεταξύ, όμως, η Ευρώπη ανταγωνίζεται πλέον τους Ασιάτες αγοραστές στις παγκόσμιες αγορές LNG προκειμένου να εξασφαλίσει περισσότερα φορτία.

Όσον αφορά το ορυκτό φυσικό αέριο, πάντως, πρέπει να σημειωθεί οι ευρωπαϊκές εταιρείες κοινής ωφέλειας έχουν συνάψει κυλιόμενες συμφωνίες αγοράς με τη Ρωσία για έως και 30 χρόνια κάθε φορά, οι οποίες περιλαμβάνουν ρήτρες take-or-pay και είναι συνδεδεμένες με συμπεφωνημένα σημεία αναφοράς όπως το πετρέλαιο ή οι τιμές spot στους εικονικούς ευρωπαϊκούς κόμβους εμπορίας φυσικού αερίου.

Ως εκ τούτου, το πότε ανανεώνονται οι εν λόγω συμβάσεις και με ποιους όρους εναπόκειται στους αντισυμβαλλομένους να αποκαλύψουν αυτά τα στοιχεία και η διαφάνεια μπορεί να είναι ελάχιστη.

Google News ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS

Διαβάστε ακόμη

Άρθρα κατηγορίας