Πάνω από το 50% πλήττονται οι μεταποιητικές επιχειρήσεις εξ αιτίας του υψηλού κόστους ενέργειας που ως συνέπεια έχει την εκτόξευση των τιμών με αποτέλεσμα οι αυξήσεις αυτές να επηρεάζουν αρνητικά τις καταναλωτικές συνήθειες των πολιτών.
Αυτό σημειώνει ο πρόεδρος της Ένωσης Βιομηχανιών Βιοτεχνιών Ζαχαρωδών Ελλάδας (ΕΒΒΖΕ) Γιάννης Λαγός, μιλώντας στην ηλεκτρονική σελίδα του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών (eea.gr) περιγράφοντας την κατάσταση με μελανά χρώματα τι επικρατεί στο κλάδο σημειώνοντας ότι οι ανατιμήσεις θα επηρεάσουν τους καταναλωτές.
Παράλληλα ο κ. Λαγός τονίζει ότι ένα έξτρα βάρος θέτει η εκτόξευση του κόστους των πρώτων υλών αλλά και των συσκευασιών. “Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του ηλιέλαιου, του οποίου η έλλειψη συνετέλεσε στην ανατίμηση έως και 200% σε διάστημα τριών μηνών και 500% σε διάστημα 17 μηνών.
Η προσπάθεια απορρόφησης των υπερβολικών αυξήσεων αναγκαστικά θα πέσει στο κενό, καθώς ως αποτέλεσμα των ανωτέρω, είμαστε υποχρεωμένοι να προχωρήσουμε σε ανατιμήσεις, οι οποίες θα έχουν αρνητικά αποτελέσματα στην αγοραστική δύναμη του καταναλωτή” σημειώνει και προσθέτει:
Ο καταναλωτής
“Ο καταναλωτής φοβισμένος από τα νέα δεδομένα, προσπαθεί να προσαρμοστεί στις συνθήκες και ως εκ τούτου γίνεται ολοένα και πιο επιφυλακτικός σε σχέση με τις αγορές του. Η διστακτικότητα αυτή μεταφράζεται σε πτώση τζίρου της οποίας αποδέκτες είναι αρχικά τα καταστήματα λιανικής και σε δεύτερο επίπεδο και εμείς. Η πτώση της αγοραστικής δύναμης είναι τόσο σημαντική, ώστε θα μπορούσαμε να πούμε ότι το εισόδημα της Ελληνικής μέσης οικογένειας διοχετεύεται περισσότερο στα είδη πρώτης ανάγκης, τα οποία λόγω των ανατιμήσεων απαιτούν μεγαλύτερη δαπάνη”
Ο κ. Λαγός παράλληλα εκτιμά “ότι το κύμα ανατιμήσεων «ήρθε για να μείνει», αν δεν δοθούν σημαντικά κίνητρα στις επιχειρήσεις. Μία ενδεχόμενη πρόταση θα μπορούσε να είναι η αντικατάσταση του πετρελαίου κίνησης με θερμάνσεως (προσωρινά), το οποίο βέβαια θα είναι μόνο ένα «τσιρότο» στην πληγή της ακρίβειας, ενώ αποτελεσματικότερη λύση θα ήταν μια γενναία πολύμορφη επιδότηση που να καλύπτει πολύπλευρα την αύξηση της ενέργειας.”
Μια “ακτινογραφία”
Στο μεταξύ με βάση το Βαρόμετρο του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης (Έρευνα Οικονομικής Συγκυρίας του Νομού Θεσσαλονίκης) οι επιχειρήσεις σε ποσοστό 82% δηλώνουν ότι έχει αυξηθεί το συνολικό ενεργειακό κόστος λειτουργίας τους. Μεταξύ αυτών η μέση αύξηση που αναφέρεται είναι 75%, ενώ το 13% των επιχειρήσεων αναφέρουν αύξηση άνω του 100% και το 40% αναφέρουν αυξήσεις άνω του 50%.3 στις 4 επιχειρήσεις (74%) θεωρούν ότι το πιο αποτελεσματικό μέτρο για την αντιμετώπιση του αυξημένου κόστους ενέργειας και καυσίμων θα ήταν η μείωση του ΦΠΑ και των ειδικών φόρων κατανάλωσης, ενώ το 36% επιλέγει τον καθορισμό πλαφόν στις τελικές τιμές ενέργειας/καυσίμων και το 32% την υψηλότερη επιδότηση των επιχειρήσεων για την αγορά ενέργειας ή/και καυσίμων. Σημειώνεται, ότι το 61% των επιχειρήσεων δηλώνουν ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μόνη της σε Εθνικό επίπεδο το αυξημένο κόστος ενέργειας, έναντι 16% που θεωρούν ότι αυτό είναι εφικτό.Ακόμη, πάνω από 4 στις 10 επιχειρήσεις στο Νομό Θεσσαλονίκης διαπιστώνουν προβλήματα ελλείψεων πρώτων υλών ή προϊόντων στην αγορά, είτε σε μικρό βαθμό (24%) είτε σε μεγάλο βαθμό (19%).3 στις 4 επιχειρήσεις (74%) διαπιστώνουν αύξηση των τιμών πρώτων υλών και προϊόντων γενικά και μόλις το 13% δεν αναφέρουν κάποια αύξηση κόστους.
Μεταξύ όσων έχουν διαπιστώσει αυξήσεις, το μέσο ποσοστό αύξησης διαμορφώνεται – κατά δήλωση τους – στο 52%, ενώ το 29% διαπιστώνουν αυξήσεις άνω του 50% και 5% άνω του 100%.
Συνολικά, το 65% των επιχειρήσεων αναφέρουν ότι ενσωμάτωσαν ή ενσωματώνουν τις αυξήσεις στο κόστος πρώτων υλών και ενέργειας στο τελικό κόστος πώλησης των προϊόντων ή υπηρεσιών τους, είτε σε μικρό βαθμό (29%), είτε σε μεγάλο βαθμό (17%), είτε εξ ολοκλήρου (19%).
Μόλις το 26% των επιχειρήσεων δεν ενσωμάτωσαν και δεν ενσωματώνουν τις αυξήσεις αυτές στο τελικό κόστος πώλησης των προϊόντων και υπηρεσιών τους.
Τα μέτρα μέχρι στιγμής
Υπενθυμίζεται ότι με βάση τις ανακοινώσεις της κυβέρνησης:
-Για τους επαγγελματικούς καταναλωτές, ανεξαρτήτως επιπέδου τάσης, οι οποίοι είναι συμβεβλημένοι σε κυμαινόμενα τιμολόγια, η μοναδιαία επιδότηση διπλασιάζεται τον Απρίλιο σε σχέση με τον Μάρτιο και διαμορφώνεται σε 130 ευρώ/MWh για όλη τη μηνιαία κατανάλωση.
· Για επαγγελματικούς καταναλωτές (επαγγελματική, βιομηχανική, αγροτική χρήση) με παροχή ισχύος μέχρι 35 kVA και για όλα τα αρτοποιεία ανεξαρτήτως ισχύος παροχής, επιδοτείται το σύνολο της κατανάλωσης επιπρόσθετα με 100 ευρώ/MWh. Συνεπώς, η συνολική μοναδιαία επιδότηση των κατηγοριών αυτών ανέρχεται σε 230 ευρώ/MWh. Σημειώνεται ότι ο αριθμός των δικαιούχων αυξάνεται κατά 80.000, σε 1.240.000, δεδομένου ότι αρχικά είχε ανακοινωθεί ότι θα λάβουν την πρόσθετη επιδότηση των 100 ευρώ/MWh μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις με παροχή ισχύος έως 25 kVA.
· Ειδικά για την περίπτωση των αρτοποιείων, οι εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας θα πρέπει να λάβουν από τους πελάτες τους στοιχεία για την επιβεβαίωση των δικαιούχων (βεβαίωση σχετικών ΚΑΔ, ΑΦΜ, κλπ).
· Το μέτρο επιδότησης του συνόλου της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας για επαγγελματικούς καταναλωτές με παροχή ισχύος έως 35 kVA και για όλα τα αρτοποιεία, θα ισχύσει αναδρομικά για την κατανάλωση των μηνών Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου και Μαρτίου 2022.