Σε χαμηλή πτήση λόγω των κρατικών επιδοτήσεων βρίσκονται συγκριτικά με την Ευρώπη τα τιμολόγια ρεύματος, ειδικά τα κυμαινόμενα, με βάση τα στοιχεία που παραθέτουν βασιζόμενοι και στη μηνιαία έρευνα του ΗΕΡΙ (Household Energy Price Index), οι αναλυτές Philip Lewis Iliana Papamarkou στο blog του https://www.energypriceindex.com/, κάτι που επισήμανε ο Πρωθυπουργός και κατά τη συνέντευξή του χθες στο πλαίσιο της 86ης ΔΕΘ.
“Σκοπός δεν είναι μόνο οι χαμηλές τιμές αλλά και η μείωση της κατανάλωσης. Είναι γενικό πλαίσιο που θα ισχύει από τον Οκτώβριο και μετά. Κάθε νοικοκυριό ασχέτως κατανάλωσης θα λάβει στήριξη. Η Ελλάδα έχει από τις χαμηλότερες τιμές και με ΦΠΑ σε όλη την Ευρώπη. Η Ελλάδα είναι προτελευταία στις τιμές ρεύματος για τον Αύγουστο του ’22. Η Ρώμη έχει διπλάσιες τιμές. Το λέω γιατί εξακολουθεί να υπάρχει διαστροφή της πραγματικότητας από την αντιπολίτευση που λέει ότι έχουμε το ακριβότερο ρεύμα στην Ευρώπη” ανέφερε ο Πρωθυπουργός κατά τη συνέντευξη τύπου στο πλαίσιο της ΔΕΘ που έσπευσε ωστόσο να στείλει το μήνυμα της εξοικονόμησης.
“Εξετάζουμε τρόπο στήριξης των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος ώστε να δίνει κίνητρα στους πολίτες για να εξοικονομούν ενέργεια. Θέλουμε και να χαμηλώσουμε την κατανάλωση όχι μόνο τις τιμές. Κάθε νοικοκυριό θα λάβει σημαντική στήριξης ασχέτως κατανάλωσης” ανέφερε.
Πιο συγκεκριμένα, με βάση λοιπόν το δείκτη ΗΕΡΙ τον Αύγουστο η τιμή της κιλοβατώρας με φόρους στην Αθήνα και κατ’επέκταση στην Ελλάδα, διαμορφώθηκε στα 0,2919 ευρώ, δηλαδή κάτω από το μέσο ευρωπαϊκό όρο των 0,3081 ευρώ.
Ωστόσο, με βάση όσα σημειώνουν σε δημοσίευσή τους ο Philip Lewis Iliana Papamarkou στο blog του HEPI όπου καταγράφεται ο ο δείκτης Τιμών Ενέργειας Οικιακής Χρήσης (HEPI), που παρακολουθεί τις ευρωπαϊκές λιανικές τιμές ενέργειας, παρουσιάστηκε η μεγαλύτερη αύξηση (34%) σε όλη την Ευρώπη, λόγω των υψηλών τιμών στα σταθερά συμβόλαια, τα οποία δεν καλύπτονται από την κρατική επιδότηση. Επιπλέον, αν η τιμή της κιλοβατώρας προσαρμοστεί σε όρους Μονάδων Αγοραστικής Δύναμης, τότε διαμορφώνεται στα 0,3556 ευρώ και είναι πάνω από το μ.ο. των Ε.Ε.27 (0,3319 ευρώ). Αν και βέβαια με στάθμιση χωρίς τα σταθερά τιμολόγια το σχετικό ποσοστό αποκλιμακώνεται στα επίπεδα του 14%.
Οι συντάκτες της έκθεσης εστιάζουν, μάλιστα, στα σταθερά τιμολόγια που μέσα στην κρίση έχουν “πετάξει” ως προς τις χρεώσεις λόγω, κυρίως, του ότι δεν “παίρνουν” τις κρατικές επιδοτήσεις. Είναι ενδεικτικό ότι τα σταθερά της ΔΕΗ, που είναι και ο μεγαλύτερος πάροχος κι όπου βασίζεται σε ένα σημαντικό βαθμό η έρευνα για το δείκτη ΗΕΡΙ είναι ξεκινούν από τα 0,539 ευρώ ανά κιλοβατώρα την ώρα που το πιο δημοφιλές κυμαινόμενο, το Γ1 Οικιακό είναι στα 0,78800 €/kWh για τις πρώτες 500 κιλοβατώρες με τελική τιμή στα 0,14900 €/kWh μετά τις επιδοτήσεις.
“Αυτό που είναι επίσης εμφανές (στις περισσότερες αγορές)” με βάση όσα αναφέρουν οι συντάκτες σχετικής δημοσίευσης, είναι ότι πλέον υπάρχουν λίγες επιλογές για σταθερά τιμολόγια.”Μέχρι την κρίση τα πιο δημοφιλή τιμολόγια, τουλάχιστον στις ενεργές αγορές, ήταν τα σαθερά. Επιπλέον, ήταν αρκετά σύνηθες τα τιμολόγια αυτά να είναι φθηνότερα (αν και ελαφρώς) από τα μεταβλητά τιμολόγια λόγω του πλεονεκτήματος δέσμευσης και αντιστάθμισης κινδύνου που έφερναν στους προμηθευτές. Η κατάσταση είναι πλέον πολύ διαφορετική. Πολλοί ή οι περισσότεροι προμηθευτές (σε ορισμένες αγορές όλοι) δεν προσφέρουν πλέον σταθερές τιμές. Σε ορισμένες αγορές, οι προσφορές σταθερής τιμής είναι επί του παρόντος περίπου διπλάσιες από τις προσφορές μεταβλητής τιμής, και παρόλο που η διαφορά είναι μικρότερη σε άλλες αγορές, η τάση είναι παραπέμπει σε αυξανόμενη απόκλιση” σημειώνουν.
Οι μέσοι όροι των κυμαινόμενων τιμολογίων
“Ωστόσο, ένα μεγάλο ποσοστό πελατών έχει προχωρήσει σε μεταβλητές τιμές τους τελευταίους μήνες, είτε λόγω της υψηλής τιμής ή της χαμηλής διαθεσιμότητας σταθερών τιμών (σε ορισμένες αγορές απλώς δεν είναι πλέον διαθέσιμες), είτε λόγω της φαινομενικής ασφάλειας που προσφέρουν π.χ. ανώτατες ή ρυθμιζόμενες τιμές. Να σημειωθεί, παρεμπιπτόντως, ότι σε κάποιες άλλες αγορές, όπως η Ελλάδα, τα κυμαινόμενα τιμολόγια ήταν πάντα με διαφορά τα πιο συνηθισμένα” αναφέρουν οι συντάκτες που παραθέτουν μια σύγκριση τιμών κυμαινόμενων τιμολογίων όπου η Ελλάδα έχει την τρίτη πιο φτηνή τιμή ανάμεσα στην ΕΕ των 14.
Πάντως ο δείκτης HEPI αντιπροσωπεύει ένα μείγμα τιμολογίων, επομένως εξουδετερώνοντας κάπως τις ακραίες διαφορές. Το παρακάτω σχήμα απεικονίζει τις τιμές HEPI έναντι των σταθμισμένων μεταβλητών τιμών για κάθε αγορά. Είναι ενδιαφέρον ότι ο μέσος όρος τιμής HEPI της ΕΕ των 14 είναι πολύ παρόμοιος με τον μέσο όρο των μεταβλητών τιμολογίων, αν και είναι, όπως αναμενόταν, λίγο υψηλότερος αναφέρουν οι συντάκτες της Έκθεσης.
“Τι γίνεται όμως με το μέλλον. Θα παραμείνουν οι μεταβλητές τιμές η καλύτερη επιλογή; Η απάντηση δεν είναι ακόμη σαφή” σημειώνουν οι συντάκτες επιβεβαιώνοντας το μεγάλο δείκτη αβεβαιότητας που έχει η συγκυρία.
Οι χονδρικές τιμές
Πάντως με βάση τις χονδρικές τιμές ρεύματος είναι εμφανές ότι το ζήτημα των επιδοτήσεων είναι κομβικό “ανάχωμα” στην ακρίβεια.
Σήμερα η χονδρική τιμή ανεβαίνει κατά 12%, στα 462,02 ευρώ ανά μεγαβατώρα με τη μέση τιμή του μήνα να είναι πάνω από 456 ευρώ, ενώ σε ότι σε ό,τι αφορά στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, σχεδόν το 40% προέρχεται από φυσικό αέριο, έναντι 20% στην ΕΕ-27. Κι αυτό δημιουργεί ένα σοβαρό ζήτημα στο φόντο των γεωπολιτικών εξελίξεων.
Υπενθυμίζεται ότι βασικός άξονας κριτικής της Αντιπολίτευσης στο μηχανισμό που έχει υιοθετήσει η κυβέρνηση με τα πλαφόν και τις επιδοτήσεις είναι ότι καθώς οι περισσότεροι πάροχοι είναι καθετοποιημένοι οι επιδοτήσεις καταλήγουν τελικά στις ίδιες τις εταιρείες παραγωγής, μέσα από τους βραχίονες παροχής που έχουν.