Ο καταναλωτής αποφασίζει πάντα με γνώμονα τη τελική τιμή. Έτσι συμβαίνει στο σούπερ μάρκετ, στην λαϊκή αγορά, στο πρατήριο υγρών καυσίμων, παντού. Δεν αποφασίζει στο «περίπου», ούτε με βάση τις παροχές, τις εκπτώσεις, τις προσφορές, αυτά μόνο συμπληρωματικά σε μια καλή τιμή μπορούν να λειτουργήσουν. Διαφορετικά μόνο σύγχυση προκαλούν.
Όσοι επομένως διαμαρτύρονται για τα δήθεν «ανώτερα μαθηματικά» που θα απαιτούνται από τον Ιανουάριο για τον υπολογισμό των μηνιαίων λογαριασμών στο ρεύμα, είτε δεν έχουν καταλάβει πόσο πιο απλό, εύκολα συγκρίσιμο, αλλά και φθηνότερο είναι το νέο σύστημα, είτε αναπολούν το κράτος - «πατερούλη», που θα τους επιδοτεί κάθε μήνα, λες και συνεχίζουμε να ζούμε σε ένα μόνιμο, αλλά τελικά βολικό για κάποιους, καθεστώς κρίσης.
Κι αυτό καθώς από τον Ιανουάριο ο καταναλωτής, όχι μόνο θα έχει τη δυνατότητα να συγκρίνει τις τιμές και να επιλέγει τον φθηνότερο πάροχο, αλλά και θα πληρώνει, όπως δείχνει η μέχρι τώρα χαμηλή πτήση των χρηματιστηριακών τιμών, φθηνότερες χρεώσεις ακόμη και από την εποχή των επιδοτούμενων τιμολογίων.
Συγκρίνοντας την καθαρή τιμή, αυτή μετά την επιδότηση, με τις τιμές που έχουν ανακοινώσει οι προμηθευτές- και υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξει κάποια απότομη ανοδική κίνηση της αγοράς στις τρεις εβδομάδες που απομένουν μέχρι το τέλος του έτους- διαπιστώνει κανείς ότι αυτές του «πράσινου» τιμολογίου θα είναι χαμηλότερες ακόμη και από την εποχή των ενισχύσεων.
Πώς προκύπτει αυτό; Κάνοντας την υπόθεση εργασίας ότι η μέση χονδρεμπορική τιμή του μηνός Δεκεμβρίου θα παραμείνει στα επίπεδα του πρώτου δεκαήμερου και λαμβάνοντας υπόψιν όλα τα υπόλοιπα βασικά στοιχεία της εξίσωσης που έχουν ανακοινώσει οι πάροχοι, προκύπτει ότι οι τελικές χρεώσεις δεν πρόκειται να υπερβούν τον Ιανουάριο τα 15- 17 σεντς ανά κιλοβατώρα.
Πόσο ήταν πέρυσι τέτοια εποχή και με επιδοτούμενα τιμολόγια; Στα 17 - 20 σεντς ή και περισσότερο.
Τα παραπάνω μπορεί κανείς να τα διαπιστώσει πολύ απλά συγκρίνοντας τις χρεώσεις που είχε το Γ1 της ΔΕΗ τον Ιανουάριο του 2023 (17,1 σεντς για μέχρι 500 κιλοβατώρες και 22,1 σεντς για την κατανάλωση από 500 κιλοβατώρες και πάνω) με αυτές που θα έχει από τον Ιανουάριο, ακόμη και στο σενάριο που η μέση χρηματιστηριακή τιμή του Δεκεμβρίου ανέβει ένα 10%-11% πάνω από τα σημερινά επίπεδα.
Ακόμη δηλαδή και αν η μέση χονδρική τιμή του τρέχοντος μήνα διαμορφωθεί στα 122 ευρώ/ MWh από 109 ευρώ που ήταν το πρώτο δεκαήμερο, και πάλι η τιμή του Γ1 δεν πρόκειται να κινηθεί πάνω από τα 15,9 σεντς για καταναλώσεις μέχρι 500 κιλοβατώρες. Αντίστοιχα στο μεγαλύτερο κλιμάκιο κατανάλωσης, αυτό από 500 κιλοβατώρες και πάνω, η λιανική τιμή δεν αναμένεται να κινηθεί πάνω από τα 17 σεντς.
Άλλο παράδειγμα μείωσης των τιμών σε σχέση με τα τωρινά ισχύοντα αφορά στα ευάλωτα νοικοκυριά. Στα 1,2 εκατομμύρια νοικοκυριά που θερμαίνονται με ρεύμα και τα οποία για να λάβουν το επίδομα μεταξύ 45- 480 ευρώ θα πρέπει να υποβάλλουν το αίτημα μόλις ανοίξει τις επόμενες ημέρες η
σχετική πλατφόρμα , εκτιμάται ότι οι τιμές θα διαμορφωθούν στα 11 σεντς / κιλοβατώρα. Αρκετά χαμηλότερα από τα τρέχοντα επίπεδα, αλλά και από εκείνα στις αρχές του 2023.
Τι σημασία έχουν όλα αυτά; Μεγάλη. Έχει άλλη αξία το νέο σύστημα τιμολόγησης, που για τον μέσο καταναλωτή, ο οποίος βομβαρδίζεται με όρους δυσνόητους, να κάνει την εμφάνισή του με χαμηλές χρεώσεις, παρά με υψηλότερες των σημερινών. Καθιστά ακόμη πιο εύκολη την αποδοχή του από τους καταναλωτές, που όπως απέναντι σε κάθε τι καινούργιο είναι ως ένα βαθμό επιφυλακτικοί. Δικαιολογημένα αλλά ως ένα σημείο.
Διότι το νέο σύστημα όχι μόνο διευκολύνει τη ζωή μας και μας επιτρέπει να σχεδιάζουμε αποτελεσματικότερα την καθημερινότητα μας, αλλά βάζει φρένο και στις παραπλανητικές πρακτικές όλων των προηγούμενων ετών από τους προμηθευτές.
Ποιος θα τολμήσει για παράδειγμα να λανσάρει ξανά προϊόντα -«κράχτες» όπως παλιά; Τιμολόγια που τον πρώτο μήνα θα είναι φθηνά για να ακριβύνουν τον επόμενο; Διότι, για να μετακομίσει ένας καταναλωτής από το πράσινο τιμολόγιο σε κάποιο άλλο πρόγραμμα, θα πρέπει η εταιρεία του να τον πείσει ότι αυτό συνοδεύεται από διαφανείς όρους, χωρίς γκρίζες ζώνες και εκπλήξεις. Και είναι τέτοιο το κλίμα που έχει δημιουργηθεί, ώστε η δουλειά των παρόχων δεν θα είναι τόσο εύκολη όσο στο παρελθόν. Έρχεται δηλαδή το τέλος των δήθεν «φθηνών» προμηθευτών και πολλοί θα αναγκαστούν να γίνουν πλέον ακριβότεροι, χάνοντας τμήμα από το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που είχαν έναντι της ΔΕΗ.
Μείωση των τιμών προκύπτει μόνο στο πράσινο τιμολόγιο; Όχι. Χαμηλότερες τιμές απ' ότι στο παρελθόν θα έχουμε, όπως όλα δείχνουν, και στα σταθερά («μπλε»), που από τη φύση τους είναι ακριβότερα καθώς προσφέρουν μια στάνταρ τιμή κλειδωμένη, που ισχύει καθ’ όλη την διάρκεια της σύμβασης. Ο καταναλωτής κλειδώνει την τιμή για μια μακρά χρονική περίοδο. Χωρίς ρίσκο.
Εδώ λοιπόν, η ΔΕΗ ανακοίνωσε προ ημερών ότι προχωρά σε μείωση σχεδόν κατά 40 % του σταθερού της τιμολογίου (χωρίς αυξομειώσεις καθ΄ όλη τη διάρκεια της σύμβασης), γεγονός που σημαίνει ότι το κόστος του διαμορφώνεται από την προηγούμενη Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου στα 17.5 σεντς ανά κιλοβατώρα.
Πόσο ήταν πριν; Βρίσκονταν στα 28 σεντς. Αντίστοιχα το νυχτερινό τιμολόγιο διαμορφώνεται στα 16,6 σεντς, έναντι 24 σεντς που ήταν η προηγούμενη τιμή (μείωση 30%). Είναι προφανές ότι όταν ο νούμερο ένα παίκτης της αγοράς βγαίνει επιθετικά, όχι μόνο στο «πράσινο» τιμολόγιο, αλλά και στο ακριβότερο «μπλε» και ρίχνει τις τιμές, τότε η υπόλοιπη αγορά δεν μπορεί να κάτσει με τα χέρια σταυρωμένα. Αναμένεται να δούμε κινήσεις πτώσης των τιμών από όλες τις εταιρείες που προσφέρουν σταθερά, προκειμένου να ανταγωνιστούν τη ΔΕΗ.
Με άλλα λόγια, το νέο σύστημα κατηγοριοποίησης και απεικόνισης των τιμολογίων, έρχεται να απλουστεύσει τα πράγματα. Δίνει τη δυνατότητα στον καταναλωτή να συγκρίνει ομοειδή τιμολόγια και να ενισχύσει τον ανταγωνισμό και στα υπόλοιπα τιμολόγια, τα «κίτρινα», τα «μπλε» και τα «πορτοκαλί».
Ακριβώς επειδή κανείς πάροχος δεν θα θέλει να εμφανίζεται ακριβότερος, θα σπεύσει να «τραβήξει» πελάτες από το πράσινο τιμολόγιο και να τους μεταφέρει σε άλλα προϊόντα, τα οποία δεν θα έχουν το μειονέκτημα της απευθείας σύγκρισης με το σύνολο της αγοράς.
Ακόμη και αυτά όμως, σε ένα καθεστώς διαφάνειας και «υποψιασμένων» καταναλωτών δεν θα μπορούν να στηρίζονται στις παλιές λογικές του τιμολογίου, που μετά τον πρώτο φθηνό μήνα, τους επόμενους οι χρεώσεις αυξάνονταν απότομα. Τέτοια προϊόντα δύσκολα θα μπορούν πλέον να μακροημερεύσουν.
Το νέο σύστημα, όχι μόνο έρχεται να βάλει μια τάξη, αλλά και να ρίξει τις τιμές, κάτι που όπως προκύπτει από τα παραπάνω θα συμβεί, όπως όλα δείχνουν, άμεσα, από τον πρώτο μήνα εφαρμογής του.