Τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας και οι σχετικές υποδομές αποτελούν κατά την Bank of America ένα σημαντικό story ανάπτυξης για τα επόμενα πολλά χρόνια, επομένως «κρύβουν» ξεκάθαρες επενδυτικές ευκαιρίες, με τους αναλυτές της να εντοπίζουν εκείνες της μετοχές από την περιοχή της Ευρώπης που αναμένεται να επωφεληθούν το περισσότερο.
Όπως σημειώνει η αμερικάνικη τράπεζα, η μεγάλη ώθηση προς την ενεργειακή μετάβαση έχει ως αποτέλεσμα σημαντικές επενδυτικές ανάγκες τόσο για τα δίκτυα μεταφοράς όσο και για τα δίκτυα διανομής, και υπάρχουν αρκετοί παράγοντες που οδηγούν αυτές τις ανάγκες. Το πιο σημαντικό είναι η μεταβαλλόμενη φύση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, λόγω της αύξησης της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, ιδιαίτερα της αιολικής και της ηλιακής ενέργειας.
Πρόκειται για μια μετατόπιση από ένα μοντέλο με μικρό αριθμό μεγάλων σταθμών ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα ή αερίου, σε ένα μοντέλο με μεγάλο αριθμό ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που πρέπει να συνδεθούν στο δίκτυο.
Οι εκτιμήσεις από διαφορετικές πηγές υποδεικνύουν ότι για κάθε ένα δολάριο για επενδύσεις για την παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας, απαιτούνται 0,70 έως 0,80 δολάρια να επενδυθούν στα δίκτυα, τη διανομή και τη μεταφορά. Έτσι, για να καταστεί δυνατή η απαλλαγή από τον άνθρακα ολόκληρης της αλυσίδας εφοδιασμού, τα δίκτυα είναι ζωτικής σημασίας και κρίσιμοι παράγοντες για την ενεργειακή μετάβαση, όπως τονίζει η BofA.
Τα assets ΑΠΕ κατασκευάζονται συνήθως αρκετά μακριά από το σημείο όπου βρίσκονται οι μονάδες παραγωγής ενέργειας από ορυκτά καύσιμα. Για παράδειγμα, τα υπεράκτια αιολικά έργα του Ηνωμένου Βασιλείου βρίσκονται στη Βόρεια Θάλασσα. Οι περισσότερες ιταλικές ανανεώσιμες πηγές ενέργειας βρίσκονται νότια της χώρας, ενώ η βιομηχανική βάση βρίσκεται στο βορρά, ομοίως για την Ισπανία και πολλές άλλες χώρες. Όλες αυτές οι εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να συνδεθούν και η ηλεκτρική ενέργεια πρέπει να μεταφέρεται σε μεγάλες αποστάσεις.
Είναι επίσης σημαντικό αυτή η τάση να συνεχίσει να επιταχύνεται. Το 2020, το 21% της ενέργειας στην Ευρώπη προερχόταν από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αλλά σύμφωνα με το πακέτο Fit-For-55, η Ευρωπαϊκή Ένωση αναμένει ότι έως και το 40% της ηλεκτρικής ενέργειας θα παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, και αυτό μόνο θα αυξηθεί στη συνέχεια. Θα πρέπει να υπάρξουν περισσότερες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για την επίτευξη αυτών των στόχων. Ως αποτέλεσμα, απαιτείται μια πολύ σημαντική αναβάθμιση των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας, σημειώνει η αμερικάνικη τράπεζα.
Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικά εμπόδια τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ σχετικά με τη σύνδεση ηλιακών και αιολικών έργων στο δίκτυο. Επιπλέον, έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση στο κόστος απλής διαχείρισης του εγκατεστημένου δικτύου λόγω της αστάθειας από διαφορετικές πηγές παραγωγής και αναπτύσσονται νέοι τομείς ζήτησης. Επιπλέον, στην Ευρώπη και στις Η.Π.Α., μέρος του εξοπλισμού δικτύου είναι άνω των 60 ετών. Μετά από πολλά χρόνια περιορισμένης επανεπένδυσης, η υποδομή χρήζει σημαντικής αντικατάστασης.
Η φύση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας αλλάζει επίσης
Το μερίδιο της ηλεκτρικής ενέργειας στο μείγμα τελικής κατανάλωσης ενέργειας αυξάνεται επίσης με την εμφάνιση νέων τεχνολογιών:
- Οι λέβητες αερίου αντικαθίστανται από τις αντλίες θερμότητας που λειτουργούν με ρεύμα.
- Ηλεκτρικά οχήματα αντικαθιστούν οχήματα με κινητήρα εσωτερικής καύσης.
- Η αύξηση του αριθμού των data centers και η ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης δημιουργούν έναν ακόμη ισχυρό θετικό άνεμο για την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας.
Όχι μόνο η φύση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας αλλάζει, όπως τονίζει η BofA, αλλά και η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας θα αυξηθεί σημαντικά όπως και το μερίδιο της ηλεκτρικής ενέργειας στο μείγμα τελικής κατανάλωσης ενέργειας, το οποίο αναμένεται να αυξηθεί από περίπου 23% στην Ευρώπη σήμερα, σε 50% έως το 2050.
Συνεπώς, παρατηρείται ένα πολύ σημαντικό κύμα επενδύσεων στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις ΗΠΑ. Είναι ουσιαστικά ένα παγκόσμιο θέμα για τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας, το οποίο θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια και πιθανώς τις επόμενες δεκαετίες. Αυτό το επενδυτικό θέμα θεωρείται σαφώς ένα story το οποίο θα έχει πολύ μεγάλη διάρκεια, τονίζει η BofA.
Κοντά στα 600 δισ. ευρώ επενδύσεις έως το 2030
Για να ικανοποιηθούν οι επερχόμενες ανάγκες και η σημαντική αύξηση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας από τα φωτοβολταϊκά πάνελ σε ταράτσες, τις αντλίες θερμότητας, τα ηλεκτρικά οχήματα προς φόρτιση, την αύξησης της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και την αυξανόμενης παραγωγής υδρογόνου, υπάρχει επείγουσα ανάγκη εκσυγχρονισμού του υφιστάμενου ευρωπαϊκού δικτύου το οποίο έχει ηλικία πάνω από 40 έτη, με ταυτόχρονη ανάπτυξη νέων δυναμικών. Αυτή μπορεί να είναι μια αρκετά μακρά διαδικασία με ορισμένες από τις επενδύσεις να χρειάζονται έως και οκτώ χρόνια πριν τεθούν σε λειτουργία.
Όπως επισημαίνει η BofA, σύμφωνα με την ΕΕ, απαιτούνται επενδύσεις 584 δισ. ευρώ έως το 2030 για να διπλασιαστεί η διασυνοριακή δραστηριότητα. Ως αποτέλεσμα, και ως μέρος της Πράσινης Συμφωνίας της ΕΕ, ψηφίστηκε ένα Σχέδιο Δράσης τον Νοέμβριο του 2023 «για την αντιμετώπιση των κύριων προκλήσεων όσον αφορά την επέκταση, την ψηφιοποίηση και την καλύτερη χρήση των δικτύων μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ». Συνολικά, αυτό αποτελεί μέρος του ευρύτερου προγράμματος της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας και του REPowerEU.
Το σχέδιο της ΕΕ συνεπάγεται αύξηση των επενδύσεων κατά 10% έως 12% από το 2023 και μετά, και από περίπου 60 δισ. ευρώ ετησίως σε τουλάχιστον 100 δισ. ευρώ.
Οι αναλυτές μετοχών της BofA εκτιμούν ότι θα γίνουν επενδύσεις ύψους 588 δισ. ευρώ έως το 2030 από 23 επιλεγμένους ευρωπαϊκούς Διαχειριστές των Συστημάτων Μεταφοράς (TSO) και Διανομής (DSO),με ορισμένα σχέδια να εκτείνονται πέρα από το 2030.
Εκτιμούν επίσης ότι περίπου το 60% των ανακοινωθέντων σχεδίων κεφαλαίου επικεντρώνονται σε έργα μεταφοράς και διανομής στη Γερμανία και τη Γαλλία, όπου οι φορείς εκμετάλλευσης δικτύων έχουν συνεργαστεί σε μακροπρόθεσμα σχέδια για την αξιολόγηση των επενδυτικών αναγκών έως το 2040-45. Για παράδειγμα, οι τέσσερις ΔΣΜ της Γερμανίας (TenneT, 50 Hertz Transmission, Amprion, TransnetBW) εκτιμούν ότι οι συνολικές επενδύσεις στο δίκτυο θα φτάσουν τα 251,3 δισ. ευρώ έως το 2045 στο εθνικό τους σχέδιο ανάπτυξης δικτύου, το οποίο εγκρίθηκε από τη ρυθμιστική αρχή τον Μάρτιο του 2024.
Σε αυτό το πλαίσιο οι αναλυτές της BofA εντοπίζουν οκτώ εταιρείες με σημαντική έκθεση στην αγορά του ηλεκτρικού δικτύου, είτε πρόκειται για εταιρείες κοινής ωφέλειας είτε για κατασκευαστές ηλεκτρικών εξαρτημάτων. Όπως εκτιμούν, οι μετοχές τους αποτελούν μια τεράστια επενδυτική ευκαιρία τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.
Αυτές είναι οι γερμανικές E.On, Siemens και Siemens Energy, οι βρετανικές National Grid και SSE, οι ισπανικές Redeia και Iberdrola και η ιταλική Prysmian η οποία ειδικεύεται στην παραγωγή ηλεκτρικών καλωδίων για χρήση στους τομείς της ενέργειας και των τηλεπικοινωνιών και για οπτικές ίνες.