Από μία κλωστή κρέμεται το μέλλον της πλέον σύγχρονης λιγνιτικής μονάδας της χώρας, με την «Πτολεμαΐδα 5» να περιμένει να τις οριστικές αποφάσεις της ΔΕΗ, που θα κρίνουν την τύχη της, σε περίπου ένα χρόνο από σήμερα.
Το νέο στρατηγικό σχέδιο της επιχείρησης σκιαγραφεί το τέλος εποχής για τον λιγνίτη σε δύο χρόνια από σήμερα (μέχρι το τέλος του 2026). Όπως ανέφερε πρόσφατα ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ, Γιώργος Στάσσης, σε αναλυτές, οι αποφάσεις για την τελευταία λιγνιτική μονάδα της ΔΕΗ που θα βρίσκεται τότε σε λειτουργία (Πτολεμαΐδα 5) θα ληφθούν στο τέλος του 2025.
Άφησε ωστόσο ανοιχτό το ενδεχόμενο της μετατροπής της σε μονάδα φυσικού αερίου, που θα καλύπτει είτε φορτίο βάσης είτε αιχμές που δημιουργούνται από τις νέες συνθήκες λειτουργίας του ηλεκτρικού συστήματος, όταν αποσύρονται π.χ. οι ανανεώσιμες πηγές από την κάλυψη του φορτίου.
Μέχρι στιγμής πάντως η πλάστιγγα φαίνεται να γέρνει υπέρ της μετατροπής της σε μονάδα φυσικού αερίου αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί κανένα ενδεχόμενο. Οι εναλλακτικές που μπαίνουν στην εξίσωση είναι η βιομάζα, το υδρογόνο και η καύση απορριμμάτων, αν και το φυσικό αέριο θεωρείται η επικρατέστερη λύση.
Οι λιγνιτικές μονάδες έχουν καταστεί πανάκριβες για την ΔΕΗ καθώς επιβαρύνονται με το υψηλό κόστος των εκπομπών CO2 ενώ και η πράσινη ρότα που έχει χαράξει η Ευρώπη ασκεί πιέσεις για την όσο το δυνατόν ταχύτερη απόσυρσή τους από την ηλεκτροπαραγωγή.
Με εγχώριο καύσιμο από τα λιγνιτωρυχεία της ΔΕΗ, μειωμένο περιβαλλοντικό αποτύπωμα (εκπομπές ρύπων χαμηλότερες κατά 60% και των σωματιδίων κατά 90%), ισχύ 660 MW και δυνατότητα παροχής θερμικής ενέργειας τηλεθέρμανσης 140 MW, η Πτολεμαΐδα 5 αποτελεί κρίσιμη δικλείδα ασφαλείας για την ευστάθεια του ηλεκτρικού δικτύου, εν μέσω αστάθειας στις αγορές ενέργειας. Το μεγαλύτερο και πλέον απαιτητικό ενεργειακό έργο της τελευταίας δεκαετίας στη χώρα μας, μία επένδυση ύψους 1,5 δισ., έχει μακρά ιστορία.
Μετά κόπων και βασάνων, απέδειξε την αξία της
Αν και η αξία της για την ευστάθεια του ηλεκτρικού συστήματος είναι αδιαμφησβήτητη, η Πτολεμαΐδα 5 κλήθηκε πολλές φορές να αποδείξει την… χρησιμότητά της. Μία υπερσύγχρονη μονάδα, ένα μαξιλαράκι ασφαλείας για το ηλεκτρικό σύστημα, η οποία όμως πέρασε από… σαράντα κύματα αμφισβήτησης και δυσπιστίας, μέχρι να κατασκευαστεί.
Τα επεισόδια που μεσολάβησαν στο σήριαλ κατασκευής της από τα τέλη Μαρτίου του 2013 και την υπογραφή της σχετικής σύμβασης μεταξύ της ΔΕΗ και της ΤΕΡΝΑ, μέχρι τον χειμώνα του 2023 που μπήκε στο σύστημα ήταν πολλά και… δραματικά. Μάλιστα, δεν έλειπαν και όσοι διατυμπάνιζαν πως όταν ολοκληρωθεί η Πτολεμαΐδα 5 θα είναι μία ολοκαίνουργια αλλά… άχρηστη μονάδα, αφού ποτέ δεν θα ήταν ευθέως ανταγωνιστική των μονάδων φυσικού αερίου και άρα θα έμενε εκτός της αγοράς ηλεκτροπαραγωγής.
Η ενεργειακή κρίση, επακόλουθο των πολεμικών συγκρούσεων στην Ουκρανία και ο χρόνιος στρουθοκαμηλισμός για την εφαρμογή λύσεων απεξάρτησης της χώρας από εισαγόμενα καύσιμα, ανέδειξαν με τον πλέον εμφατικό τρόπο την σημασία των εγχώριων πηγών ηλεκτροπαραγωγής, δηλαδή των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και του λιγνίτη.
Πέρα από την εμμονική δυσπιστία που πολλές φορές αντιμετώπισε το έργο (όταν ακόμα δεν υπήρχε καν στον ορίζοντα η πράσινη μετάβαση), δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η χρονική στιγμή εκκίνησής του συνέπεσε με τα σκληρά χρόνια της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα.
Υπό αυτό το πρίσμα, η κατασκευή της μονάδας έτρεχε την ώρα που απειλούνταν η οικονομική βιωσιμότητα της ίδιας της ΔΕΗ υπό το βάρος των δυσθεώρητων ληξιπρόθεσμων οφειλών που είχε συσσωρεύσει μέχρι το 2019 από νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Ο κομβικός ρόλος της ΤΕΡΝΑ
Χαρακτηριστικό της κρισιμότητας της κατάστασης, είναι πως χρειάστηκε η συμβολή του ίδιου του κατασκευαστή του έργου, της ελληνικής τεχνικής εταιρείας ΤΕΡΝΑ, που μέσω των συνεργασιών της με τους υπεργολάβους και προμηθευτές της εξασφάλισε χρηματοδότηση ύψους 800 εκατ. ευρώ από τον γερμανικό οίκο Heules Hermes για λογαριασμό της ΔΕΗ στην αρχή του έργου, ενώ σε μία περίοδο που το εγχώριο τραπεζικό σύστημα βίωνε την δική του κρίση, η ΤΕΡΝΑ κατάφερε να εξασφαλίσει όλες τις απαιτούμενες εγγυητικές και τις απαραίτητες γραμμές χρηματοδότησης.
Επιπλέον, η θυγατρική του Ομίλου ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ ανέλαβε πολλές φορές ευθύνες που δεν της αναλογούσαν για να πατήσει γκάζι το έργο βάζοντας πλάτη σε δύσκολες καταστάσεις, όπως όταν η ΔΕΗ αδυνατούσε να καταβάλει τα απαιτούμενα κεφάλαια για την πληρωμή των εργασιών και των προμηθευτών.
Μέσα σε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας πάντως η μονάδα κατασκευάστηκε και τα φουγάρα… άναψαν.
Μένει… στη ζωή και ο ΑΗΣ Μελίτης
Αξίζει να σημειωθεί πως σε ψυχρή εφεδρεία μέχρι το τέλος Μαρτίου 2025 θα μπει ο ΑΗΣ Μελίτης της ΔΕΗ, όπως προβλέπει νομοθετική ρύθμιση.
Ο χειμώνας και τα μειωμένα αποθέματα στα υδροηλεκτρικά συνέβαλαν στη συνέχιση της λειτουργίας της λιγνιτικής μονάδας στη Μελίτη ως τα τέλη Μαρτίου.
Βάσει προγραμματισμού, η μονάδα προβλεπόταν να αποσυρθεί στα τέλη του φετινού έτους, όμως, ο ΑΔΜΗΕ έκρινε απαραίτητη μια μικρή παράταση για να στηριχθεί το σύστημα.
Όπως τόνισε μιλώντας πρόσφατα στη Βουλή η υφυπουργός Ενέργειας, Αλεξάνδρα Σδούκου, η Μελίτη αντιπροσωπεύει, πλέον, με βάση τα στοιχεία του 2024, το 0,84% της συνολικής παραγωγής ρεύματος στη χώρα. Ενδεικτικό είναι ότι από τις 19.050 γιγαβατώρες, που είναι το σύνολο της συμβατικής παραγωγής, παρήγαγε μόλις 106 γιγαβατωρες.
«Είναι μια ακριβή μονάδα, με κόστος 130 -150 ευρώ/μεγαβατώρα, ενώ όταν δουλεύει περικόπτονται εγχύσεις ενέργειας από ΑΠΕ», ανέφερε η κ. Σδούκου
Πλέον η Μελίτη θα παραμείνει σε ψυχρή εφεδρεία μέχρι τις 31 Μαρτίου θα και θα δουλέψει μόνο αν κριθεί ότι κινδυνεύει η ευστάθεια του συστήματος.
Ο λιγνίτης μας αποχαιρετά
Πάντως, το επίσημο τέλος του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή… κοντοζυγώνει. Είναι ενδεικτικό πως βάσει στοιχείων του Green Tank τον Οκτώβριο η παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη (65 GWh) ήταν η δεύτερη χαμηλότερη ιστορικά μετά από αυτή του Μαΐου 2024 (50 GWh).
Η απόσυρση του λιγνίτη οδηγεί σε δραστική (κατά 80%) μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, από 23,1 εκατ. τόνους το 2019 σε 3,9 εκατ. το 2027 και αντίστοιχη μείωση του κονδυλίου για αγορές δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων το οποίο το οποίο το 2022 ήταν πάνω από 1 δισ. ευρώ.