Θετικές προοπτικές σε σχέση με μελλοντική κίνηση αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας καταγράφει οι οίκος Fitch. Ωστόσο κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την επίπτωση των τιμών ενέργειας στο επίπεδο εξυπηρέτησης των δανείων στις τράπεζες.
Αναλυτικά, στο κείμενό όπου καταγράφει την παραμονή για την Ελλάδα της βαθμίδας “ΒΒ” ο χρηματοπιστωτικός οίκος Fitch διατηρώντας και το θετικό outlook σε σχέση με την πιστοληπτική της αξιολόγηση. αναφέρει ότι η Ελλάδα έχει υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα που ξεπερνά κατά πολύ τη διάμεση τιμή “BB” και “BBB”. Οι βαθμολογίες σε ότι αφορά τη διακυβέρνηση και τους δείκτες ανθρώπινης ανάπτυξης είναι από τους υψηλότερους σε αυτή την κλίμακα. Αυτά τα πλεονεκτήματα, όμως, όπως αναφέρει, έρχονται αντιμέτωπα με τα πολύ υψηλά, αν και μειούμενα, επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) και με πολύ μεγάλα αποθέματα δημόσιου και εξωτερικού χρέους.
Ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, (NPEs) ο οίκος τονίζει ότι στον τραπεζικό τομέα συνέχισαν να μειώνονται με σταθερό ρυθμό, με το συνολικό δείκτη να φτάνει στο 10% το β' τρίμηνο του 2022, από 20,4% ένα χρόνο νωρίτερα. Η πτώση οφείλεται στις συναλλαγές τιτλοποίησης και στις πωλήσεις των τεσσάρων συστημικών ελληνικών τραπεζών, με κίνητρα του προγράμματος Ηρακλής. “Αναμένουμε ότι ο δείκτης NPEs θα μειωθεί σε μεσαίο μονοψήφιο ποσοστό το επόμενο έτος”, σημειώνει ο οίκος.
Οι “καθοδικοί κίνδυνοι”
Ωστόσο τονίζει ότι “καθοδικοί κίνδυνοι” έχουν αυξηθεί ως αποτέλεσμα της επιδείνωσης των οικονομικών και χρηματοπιστωτικών προοπτικών, αν και η κρατική στήριξη προς τους δανειολήπτες που πλήττονται περισσότερο, μεταξύ άλλων μέσω των επιδοτήσεων στην ενέργεια, εκτιμάται ότι θα περιορίσουν τις βραχυπρόθεσμες πιέσεις στην ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων.
Τι μπορεί να αλλάξει την αξιολόγηση
Παράλληλα αναφέρεται ότι οι παράγοντες που θα μπορούσαν, μεμονωμένα ή συλλογικά, να οδηγήσουν σε αρνητική ενέργεια/υποβάθμιση αξιολόγησης είναι οι εξής:
Δημόσια οικονομικά: Αποτυχία μείωσης του δημόσιου χρέους/ΑΕΠ βραχυπρόθεσμα, λόγω υψηλότερων από το αναμενόμενο ελλειμμάτων ή αδύναμων οικονομικών επιδόσεων.
Μακροοικονομικά: Ανανεωμένοι δυσμενείς κραδασμοί στην ελληνική οικονομία που επηρεάζουν την οικονομική ανάκαμψη ή το μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό της Ελλάδας.
Διαρθρωτικά Χαρακτηριστικά: Οι δυσμενείς εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα αυξάνουν τους κινδύνους για τα δημόσια οικονομικά και την πραγματική οικονομία, μέσω της αποκρυστάλλωσης ενδεχόμενων υποχρεώσεων στον ισολογισμό του κράτους ή/και της αδυναμίας ανάληψης νέων δανείων για τη στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης.
Παράγοντες που θα μπορούσαν, μεμονωμένα ή συλλογικά, να οδηγήσουν σε θετική δράση/αναβάθμιση αξιολόγησης:
Δημόσια Οικονομικά: Εμπιστοσύνη σε σταθερή καθοδική πορεία του λόγου δημόσιου χρέους/ΑΕΠ που προκύπτει από τα πρωτογενή πλεονάσματα και την ισχυρή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ.
Διαρθρωτικά: Συνεχής πρόοδος στη βελτίωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων από συστημικά σημαντικές τράπεζες, συνεπής με την επιτυχή ολοκλήρωση των συναλλαγών τιτλοποίησης.
Μακροοικονομικά: Στοιχεία ανθεκτικότητας της οικονομίας σε δυσμενή σοκ, για παράδειγμα η περιφερειακή ενεργειακή κρίση, ή βελτίωση του της μεσοπρόθεσμης δυναμικής ανάπτυξης.
Μέτρα στήριξης
Με βάση τον οίκο, το καθαρό κόστος των μέτρων κρατικής στήριξης για την άμβλυνση των επιπτώσεων των τιμών ενέργειας είναι περίπου 4,5 δισ. ευρώ (περίπου 2,2% του ΑΕΠ). Το ακαθάριστο ποσό της στήριξης είναι περίπου τέσσερις φορές υψηλότερο, αλλά αντισταθμίζεται από έναν μηχανισμό clawback στα υπερβάλλοντα έσοδα των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας. Η αύξηση εσόδων και η μείωση των μέτρων στήριξης από την πανδημία οδηγούν το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης φέτος χαμηλότερα, στο 4,5% του ΑΕΠ από 7,4% το 2021.
Όπως αναφέρεται, το σχέδιο προϋπολογισμού του 2023 προβλέπει μέτρα με κόστος που εκτιμάται στα 3,2 δισ. ευρώ (περίπου 1,5% του ΑΕΠ). Το ασθενέστερο μακροοικονομικό περιβάλλον και τα νέα μέτρα που αυξάνουν το έλλειμμα οδηγούν υψηλότερα τις προβλέψεις του οίκου για το έλλειμμα, στο 3,5% του ΑΕΠ, από 2,4% τον Ιούλιο. Με την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας το 2024, το έλλειμμα θα μειωθεί στο 2,3%.
Οι προβλέψεις του οίκου κάνουν λόγο για πρωτογενές έλλειμμα τόσο φέτος όσο και το 2023 (-2,2% και -0,9% του ΑΕΠ, αντίστοιχα) που στη συνέχεια θα επιστρέψει σε μικρό πλεόνασμα το 2024. Το σχέδιο προϋπολογισμού της κυβέρνησης προβλέπει επιστροφή σε πρωτογενές πλεόνασμα το 2023. Οι πιο απαισιόδοξες μακροοικονομικές προβλέψεις της Fitch προκαλούν και αυτή την απόκλιση. Ένας βασικός κίνδυνος για τα δημόσια οικονομικά είναι ότι οι υψηλότερες από τις αναμενόμενες τιμές ενέργειας θα οδηγήσουν σε περαιτέρω αυξήσεις επιδοτήσεων, ιδίως ενόψει των εκλογών που θα πραγματοποιηθούν έως τον Ιούλιο του 2023.
Η ανάπτυξηΜε βάση τον οίκο Fitch, η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε με έντονο ρυθμό το πρώτο εξάμηνο του έτους, με το πραγματικό ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 8,4% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους. Οι μακροοικονομικές προοπτικές έχουν χειροτερέψει απότομα τους τελευταίους μήνες, με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία να επιδεινώνει την άνοδο των τιμών ενέργειας και να επηρεάζει την εμπιστοσύνη, ενώ ο υψηλός πληθωρισμός πλήττει τα πραγματικά εισοδήματα και τη δυναμική της κατανάλωσης.
Ο οίκος πλέον υποθέτει πλήρη ή σχεδόν πλήρη διακοπή του ρωσικού αγωγού αερίου προς την Ευρώπη. Παρά την επιβράδυνση της δραστηριότητας το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ φέτος στην Ελλάδα θα είναι 5,5%.
Η οικονομική δραστηριότητα θα παραμείνει στάσιμη το πρώτο εξάμηνο του επόμενου έτους, προτού επιταχυνθεί το δεύτερο εξάμηνο. Το ασθενές αποτέλεσμα μεταφοράς συνεπάγεται αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης για το ΑΕΠ το 2023 (-0,2%). Η ανάκαμψη αναμένεται να εδραιωθεί περισσότερο το 2024, με σταθερή ανάπτυξη καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, υποδηλώνοντας ετήσια αύξηση 1,8%.
Ενέργεια και πληθωρισμόςΠαράλληλα ο οίκος σημειώνει ότι ο ετήσιος πληθωρισμός αυξήθηκε από 5,5% τον Ιανουάριο σε 11,6% τον Μάιο, πριν υποχωρήσει ελαφρώς. Αναμένουμε ότι ο πληθωρισμός θα είναι κατά μέσο όρο 9,8% φέτος (αναθεωρημένος από 7,3% τον Ιούλιο) και αναμένουμε κάποια επιμονή στις τιμές το επόμενο έτος, όταν ο μέσος ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού αναμένεται να είναι 4,5% (αναθεωρημένος από 1,8%).
Οι υψηλές τιμές της εισαγόμενης ενέργειας θα οδηγήσουν σε επιδείνωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών φέτος παρά τη θετική επίδραση της τουριστικής περιόδου στο ισοζύγιο υπηρεσιών. Τον Ιανουάριο-Ιούλιο το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ήταν 9,7 δισ. ευρώ, έναντι 6,8 δισ. ευρώ ένα χρόνο νωρίτερα. Για ολόκληρο το έτος εξακολουθούμε να αναμένουμε έλλειμμα 6,5% του ΑΕΠ, υψηλότερο από τη διάμεση εκτίμηση για τις οικονομίες με αξιολόγηση «BB» (έλλειμμα 4%). Το έλλειμμα θα μειωθεί στο 3,5% του ΑΕΠ έως το 2024.