Στις Βρυξέλλες μεταβαίνει ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης για τις συνεδριάσεις του Eurogroup και ECOFIN , όπου και πάλι αναμένεται να υπάρξει αντιπαράθεση μεταξύ του "σκληρού" βορρά και του πιο "ευέλικτου" νότου, στο φόντο των πληθωριστικών πιέσεων αλλά και της εικόνας αστάθειας στην ενεργειακή αγορά, λόγω γεωπολιτικής.
Tην Τετάρτη 8 Νοεμβρίου θα διεξαχθεί η συνεδρίαση του Eurogroup, όπου η ημερήσια διάταξη περιλαμβάνει συζήτηση για τις μακροοικονομικές εξελίξεις στην Ευρωζώνη, με έμφαση στον πληθωρισμό, τις προοπτικές και προκλήσεις για τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας, την Τραπεζική Ένωση και το μέλλον των ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών.
Την Πέμπτη 9 Νοεμβρίου θα διεξαχθεί η συνεδρίαση του ECOFIN, όπου βασικό θέμα συζήτησης θα αποτελέσει η μεταρρύθμιση των κανόνων οικονομικής διακυβέρνησης. Η ημερήσια διάταξη περιλαμβάνει επίσης συζήτηση για τον οικονομικό αντίκτυπο του πολέμου στην Ουκρανία, την μελλοντική πορεία του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου και την Ετήσια Έκθεση του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμβουλίου (ΕΔΣ) για το 2023.
Να σημειωθεί ότι ο υπουργός την Τρίτη στο συνέδριο του Κύκλου Ιδεών αναφερόμενος στη διαπραγμάτευση για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ εκτίμησε ότι δεν προβλέπεται να υπάρξει συμφωνία στη συνεδρίαση του ECOFIN της Πέμπτης. Ανέφερε ότι η Ελλάδα είναι υπέρ μεγαλύτερης ευελιξίας ώστε η δημοσιονομική πολιτική να μην πνίγει την ανάπτυξη, επανέλαβε ωστόσο ότι ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων «η κυβέρνηση θα παραμείνει στο δρόμο της δημοσιονομικής σοβαρότητας και πειθαρχίας, με φιλοεπενδυτική πολιτική που δημιουργεί θέσεις εργασίας και προϋποθέσεις για κοινωνικό μέρισμα, γιατί δεν έχουμε αμφιβολία ότι είμαστε σε συνεχή παρακολούθηση από τις αγορές και τους επενδυτές».
Πάντως, με δεδομένες τις οδηγίες για παύση των “οριζόντιων” ενεργειακών επιδοτήσεων κεντρικό μέλημα σε όλη την ΕΕ, εν όψει και των ευρωεκλογών και του κινδύνου έξαρσης του ακροδεξιού λαϊκισμού, στο “τραπέζι” είναι το πώς θα στηριχθούν αναχώματα για τα ευάλωτα νοικοκυριά μετά τις 31 Δεκεμβρίου, αλλά και τις επιχειρήσεις. Μάλιστα στο φόντο “έξαρσης” εθνικών ενισχύσεων για τη διασφάλιση της ανταγωνιστικότητάς τους, ειδικά στις ΗΠΑ, ο Ευάγγελος Μυτιληναίος μιλώντας στον “Κύκλο” την Τρίτη κι ερωτώμενος για τα επίπεδα των τιμών του φυσικού αερίου στην παρούσα φάση υπογράμμισε ότι μπορεί για πολλούς τα τρέχοντα επίπεδα των 50 ευρώ/MWh (στον κόμβο TTF της Ολλανδίας) να φαίνονται φυσιολογικά εάν συγκριθούν με τα εξωφρενικά επίπεδα τα οποία είχαν «γράψει» οι τιμές το 2022 (όταν στην κορύφωση της ενεργειακής κρίσης άγγιξαν προσωρινά τα 400 ευρώ/MWh). Πλην όμως, «Ξεχνάμε ότι τα 50 ευρώ/MWh είναι τρεις φορές επάνω από τον μέσο όρο της τελευταίας 10ετίας. Επομένως είναι λάθος να λέμε no problem για τις επιχειρήσεις, με δεδομένο ότι αυτό «μεταφράζεται» σε υψηλές τιμές ηλεκτρισμού. Πρόκειται για πρόβλημα που υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων στον διεθνή «στίβο» και το οποίο έχει αναδείξει επανειλημμένως ο κ. Μυτιληναίος και με την ιδιότητά του ως πρόεδρος του ΔΣ της Eurometaux.
Πάντως, με ανοιχτό το θέμα στη χώρα για το πώς θα διαμορφωθούν οι ενεργειακές επιδοτήσεις στην ΕΕ φαίνεται να κρατάνε ανοικτό για ακόμα 3 μήνες το “παράθυρο” των κρατικών επιδοτήσεων σε επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, λόγω της κρίσης στη Μ. Ανατολή, Ευρωπαική Επιτροπή προτείνει περιορισμένη παράταση των διατάξεων που επιτρέπουν στα κράτη- μέλη να συνεχίσουν να χορηγούν περιορισμένα ποσά ενισχύσεων και ενισχύσεις για την αντιστάθμιση του υψηλού ενεργειακού κόστους έως τις 31 Μαρτίου 2024.
Όπως σημειώνει στην πρόταση της Κομισιόν, αυτό θα επιτρέψει στα κράτη- μέλη, όπου χρειάζεται, να παρατείνουν τα καθεστώτα στήριξής τους και να διασφαλίσουν ότι οι εταιρείες που εξακολουθούν να πλήττονται από την κρίση δεν θα αποκλειστούν από την αναγκαία στήριξη κατά την προσεχή χειμερινή περίοδο θέρμανσης. Βάσει του σχετικού πλαισίου, τα κράτη- μέλη μπορούν να συνεχίσουν την παροχή υποστήριξης, καλύπτοντας τμήματα του επιπλέον ενεργειακού κόστους, μόνον στον βαθμό που οι τιμές ενέργειας υπερβαίνουν σημαντικά τα επίπεδα τιμών πριν από την κρίση.
Συγκεκριμένα, τα είδη κρατικών ενισχύσεων, που εισηγείται η Κομισιόν να παραταθούν, είναι τα εξής:
Περιορισμένα ποσά ενίσχυσης, υπό οποιαδήποτε μορφή, για επιχειρήσεις που πλήττονται από την τρέχουσα κρίση ή από τις επακόλουθες κυρώσεις και αντίμετρα έως το ποσό των 250.000 EUR και 300.000 EUR στον τομέα της γεωργίας και στον τομέα της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας αντίστοιχα, και έως 2 εκατομμύρια EUR σε όλους τους άλλους τομείς
Ενισχύσεις για την αντιστάθμιση των υψηλών τιμών της ενέργειας. Οι ενισχύσεις, οι οποίες θα μπορούν να χορηγηθούν υπό οποιαδήποτε μορφή, θα αποζημιώνουν εν μέρει τις επιχειρήσεις, ιδίως τις πλέον ενεργοβόρες, για το πρόσθετο κόστος λόγω των έκτακτων αυξήσεων των τιμών του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας. Το ποσό της μεμονωμένης ενίσχυσης μπορεί να υπολογίζεται με βάση είτε την προηγούμενη είτε την τρέχουσα κατανάλωση, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να διατηρηθούν τα κίνητρα της αγοράς για μείωση της κατανάλωσης ενέργειας και για τη διασφάλιση της συνέχειας των οικονομικών δραστηριοτήτων. Επιπλέον, τα κράτη μέλη μπορούν να παρέχουν στήριξη με ευελιξία, μεταξύ άλλων σε ιδιαίτερα πληγέντες ενεργοβόρους τομείς, με την επιφύλαξη διασφαλίσεων για την αποφυγή της υπεραντιστάθμισης και την παροχή κινήτρων για τη μείωση του αποτυπώματος άνθρακα σε περίπτωση ενισχύσεων άνω των 50 εκατ. EUR.
Το σχέδιο πρότασης της Επιτροπής που εστάλη στα κράτη- μέλη δεν επηρεάζει τις υπόλοιπες διατάξεις του προσωρινού πλαισίου κρίσης και μετάβασης. Τα άλλα τμήματα του πλαισίου που σχετίζονται με την κρίση (δηλαδή η στήριξη ρευστότητας με τη μορφή κρατικών εγγυήσεων και επιδοτούμενων δανείων, και τα μέτρα που αποσκοπούν στη στήριξη της μείωσης της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας) δεν θα παραταθούν πέραν της τρέχουσας ημερομηνίας λήξης τους, η οποία είναι η 31η Δεκεμβρίου 2023.
Επίσης, τα τμήματα που αποσκοπούν στην επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης και στη μείωση της εξάρτησης από τα καύσιμα δεν επηρεάζονται από το σχέδιο πρότασης και θα παραμείνουν διαθέσιμα βάσει του ισχύοντος πλαισίου έως τις 31 Δεκεμβρίου 2025.