Την ώρα που η κυβέρνηση ετοιμάζεται να “στήσει” την παλέτα της ΔΕΘ, μια νέα καταστροφή, όπως και πέρυσι, ήλθε να υπενθυμίσει ότι η κλιματική κρίση, οι φυσικές καταστροφές έχουν προσθέσει μια κρίσιμη μεταβλητή στο δημοσιονομικό προγραμματισμό αλλά και στην διαμόρφωση της γενικότερης οικονομικής πολιτικής.
Τα βάρη των αποζημιώσεων, οι ανάγκες για πόρους για την πολιτική προστασία, για δράσεις πρόληψης αλλά και τα κεφάλαια που απαιτούνται για να γίνει ανάταξη υποδομών και ανάπτυξη νέων “θωρακίσεων” πλέον είναι πολλαπλά και θέτουν μεγάλες προκλήσεις επί τάπητος.
Μάλιστα, με δεδομένες και τις μεγάλες καταστροφές από τις πυρκαγιές αλλά και τις υψηλές θερμοκρασίες που έχουν επιφέρει δραστική συρρίκνωση στην παραγωγή ειδών, που μέχρι πρότινος παρείχε, απλόχερα, η ελληνική γη οι προοπτικές δεν είναι καθόλου ευοίωνες. Χαρακτηριστικά τα όσα ανέφερε πριν λίγες μέρες σε ομιλία του ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννης Στουρνάρας στο Brussels Hellenic Network. “Οι φυσικοί κίνδυνοι και οι κίνδυνοι μετάβασης μπορούν να απειλήσουν τη σταθερότητα των τιμών, αλλά και να αποτελέσουν πηγή αστάθειας και ευπάθειας για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, και έτσι να επηρεάσουν και τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής” τόνισε με έμφαση ο κ. Στουρνάρας. Ωστόσο ανέφερε ότι “ταυτόχρονα, η κλιματική αλλαγή, εκτός από κινδύνους, μπορεί να δημιουργήσει και ευκαιρίες, καθώς οι απαιτούμενες επενδύσεις για έργα προσαρμογής θα φέρουν νέες, πιο αποτελεσματικές και περισσότερο βιώσιμες μορφές ανάπτυξης προς μια πιο ανθεκτική και πράσινη οικονομία. Η χρηματοδότηση αυτών των επενδύσεων αποτελεί ευκαιρία και για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και για την αποδοτικότερη αξιοποίηση των αποταμιεύσεων των Ευρωπαίων πολιτών.”
Στο μεταξύ, τα φαινόμενα πλημμυρών, αλλά και ανομβρίας σε πολλές περιοχές, πυρκαγιών, αυξομειώσεων στη θερμοκρασία, που καταγράφονται ήδη σε πολλές περιοχές της Ευρώπης και δη της νοτίου, απότοκα της κλιματικής αλλαγής προβληματίζουν τον ESM, που σε πρόσφατη μελέτη που βασίζεται στα ευρήματα της Έκθεσης του European Environment Agency για το 2024, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, ειδικά σε κράτη μέλη με μεγάλο χρέος.
“Οι φυσικοί κλιματικοί κίνδυνοι είναι εντονότεροι για τις χώρες του Νότου της ζώνης του Ευρώ, στις οποίες περιλαμβάνονται αρκετές που έλαβαν στήριξη από τον ESM κατά τη διάρκεια προηγούμενων κρίσεων. Όταν οι χώρες αντιμετωπίζουν τόσο την κλιματική αλλαγή όσο και οικονομικά τρωτά σημεία, όπως ο υψηλός λόγος Χρέους προς ΑΕΠ, η ενσωμάτωση της αξιολόγησης των κλιματικών κινδύνων είναι ιδιαίτερα σημαντική για τον ESM”, επισημαίνει η ανάλυση, που προχωρά σε μέτρηση των βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων επιπτώσεων.
Οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι περιλαμβάνουν ακραία καιρικά φαινόμενα ή απότομες αλλαγές στους κανονισμούς και τις συνθήκες της αγοράς που επηρεάζουν βιομηχανίες έντασης άνθρακα, όπως η ενεργειακή βιομηχανία ή οι μεταφορές, με αποτέλεσμα την απώλεια περιουσιακών στοιχείων και τη διακοπή της παραγωγής.
Υπό εξέταση είναι, επίσης, ο τρόπος με τον οποίο αυτές οι δυσμενείς μακροοικονομικές επιπτώσεις βλάπτουν τα δημόσια οικονομικά, συμπεριλαμβανομένων τυχόν πρόσθετων δημοσιονομικών επιπτώσεων που προκαλούνται από ad-hoc αντιδράσεις πολιτικής που αποσκοπούν στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Αποκαλυπτικές είναι οι εκτιμήσεις για το πώς μια ασυνήθιστα σκληρή ξηρασία θα μεταφραζόταν σε πρόσθετες δημόσιες δαπάνες.
Σύμφωνα με την ανάλυση του ESM, οι μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι οφείλονται κυρίως στην αβεβαιότητα γύρω από τις πολιτικές επιλογές και στη γενική δυσκολία ακριβούς ποσοτικοποίησης των κλιματικών κινδύνων. Το Δίκτυο Κεντρικών Τραπεζών και Εποπτικών Αρχών (NGFS) προβλέπει μακροοικονομικά αποτελέσματα τόσο για μια ομαλή όσο και για μια άτακτη μετάβαση από την εξάρτηση από τον άνθρακα, καθώς και για σενάρια με ανεπαρκή ή μηδενική δράση πολιτικής. Στις περισσότερες χώρες της ζώνης του Ευρώ, η κλιματική αλλαγή θα επιβαρύνει την οικονομική δραστηριότητα ακόμη και με ένα σχέδιο ομαλής μετάβασης για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα σε καθαρό μηδενισμό έως το 2050, αλλά οι απώλειες θα είναι στις περισσότερες περιπτώσεις πολύ μεγαλύτερες εάν οι φορείς χάραξης πολιτικής παραμείνουν αδρανείς.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, ένα τέτοιο, διόλου απίθανο, συμβάν “μεταφράζεται” σε αύξηση των δαπανών κατά 0,62% του ΑΕΠ και είναι η 4η μεγαλύτερη αύξηση κάτι που προφανώς επηρεάζει και το σενάριο βιωσιμότητας του χρέους.
Υπενθυμίζεται ότι άνοδος της θερμοκρασίας 1,2 έως 2 βαθμούς Κελσίου μέχρι τα μέσα του αιώνα και κατά 2 έως 5 βαθμούς Κελσίου μετά το 2060, σε σύγκριση με το 1971-2000, αύξηση των ημερών καύσωνα κατά 10 έως 15 μέρες έως το 2050 και κατά 30-50 μέρες έως το 2100, αν δεν ληφθούν μέτρα περιορισμού των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, κίνδυνος ερημοποίησης περίπου του 40% της Ελλάδας ιδίως στα ανατολικά και νότια τμήματα, είναι μερικές από τις ζοφερές προβλέψεις που προκύπτουν από την επικαιροποίηση της έκθεσης «Οι περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα», που παρουσιάστηκε τον περασμένο Δεκέμβριο στην Τράπεζα της Ελλάδος.
Σε οικονομικούς όρους, σύμφωνα με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα, το κόστος της κλιματικής αλλαγής για την Ελλάδα έως το τέλος του αιώνα υπολογίζεται σε 2,2 δισ. ευρώ τον χρόνο ή 1% του ΑΕΠ περίπου, σε σημερινές αξίες. Τα δάση που καίγονται, οι καλλιέργειες που καταστρέφονται, ο τουρισμός που θα μειώνεται όσο ανεβαίνει η θερμοκρασία αντικατοπτρίζονται σε αυτό το κόστος.
Όπως παρατηρεί ο ESM, πολλές κυβερνήσεις και υπερεθνικοί φορείς αναπτύσσουν πολιτικές για τον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής, δίνοντας κίνητρα στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις να μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Ωστόσο, αυτή η διαδικασία απεξάρτησης από τον άνθρακα δημιουργεί μεταβατικούς κινδύνους, καθώς οι μη συντονισμένες και ξαφνικές αλλαγές πολιτικής μπορούν να εγκλωβίσουν ορισμένα περιουσιακά στοιχεία και να διαταράξουν τα δίκτυα παραγωγής, με αποτέλεσμα να υπάρξει κύμα απωλειών θέσεων εργασίας και να απειληθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα.