Σημαντική βελτίωση των καθαρών εσόδων από τόκους στο α' τρίμηνο του τρέχοντος έτους σημείωσε ο Όμιλος Εθνικής Τράπεζας, τα οποία ανήλθαν στα 497 εκατ. ευρώ από 288 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο περσινό διάστημα, σημειώνοντας αύξηση 73%, με τα κέρδη μετά από φόρους που αναλογούν στους μετόχους ωστόσο να διαμορφώνονται στα 260 εκατ. ευρώ έναντι 360 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2022.
Πιο αναλυτικά, τα οργανικά έσοδα του ομίλου ανήλθαν σε 584 εκατ. ευρώ από 373 εκατ. ευρώ το α' τρίμηνο του 2022, αυξημένα κατά 57%, με τα καθαρά έσοδα από τόκους να ανέρχονται σε 497 εκατ. ευρώ και τα καθαρά έσοδα από προμήθειες στα 87 εκατ. ευρώ.
Τα καθαρά λειτουργικά έσοδα έφτασαν τα 634 εκατ. ευρώ από 493 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 29%. Τα οργανικά κέρδη προ προβλέψεων σημείωσαν άνοδο στα 433 εκατ. ευρώ από 301 εκατ. ευρώ το περσινό τρίμηνο, ενώ τα οργανικά κέρδη μετά από φόρους ανήλθαν στα 278 εκατ. ευρώ από 208 εκατ. ευρώ το α' τρίμηνο του 2022, καταγράφοντας άνοδο 34%..
Τα κέρδη μετά από φόρους που αναλογούν στους μετόχους της τράπεζας, όπως προαναφέρθηκε, διαμορφώθηκαν σε 260 εκατ. ευρώ, έναντι 360 εκατ. ευρώ το α' τρίμηνο του 2022, μειωμένα κατά 28%.
Όσον αφορά την Ελλάδα, τα καθαρά κέρδη μετά από φόρους αναλογούντα σε μετόχους της τράπεζας διαμορφώθηκαν σε 246 εκατ. ευρώ το α΄ τρίμηνο 2023, με τα οργανικά κέρδη μετά φόρων να ενισχύονται σημαντικά, σε 224 εκατ. ευρώ έναντι 191 εκατ. ευρώ το δ’ τρίμηνο 2022 (87 εκατ. ευρώ το α΄ τρίμηνο 2022). Βασικοί συντελεστές της επίδοσης αυτής ήταν η ισχυρή ανάκαμψη των οργανικών εσόδων, ενώ οι λειτουργικές δαπάνες και το κόστος πιστωτικού κινδύνου παρέμειναν σχετικά συγκρατημένα.
Τα καθαρά έσοδα από τόκους διαμορφώθηκαν σε 474 εκατ. ευρώ το α΄ τρίμηνο 2023, αυξημένα κατά 18% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, επωφελούμενα από την επέκταση των εξυπηρετούμενων δανείων και την ανατιμολόγηση του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ που συντέλεσε στην περαιτέρω ενίσχυση των καθαρών εσόδων από τόκους εξυπηρετούμενων δανείων κατά 18% σε τριμηνιαία βάση. Θετική ήταν και η συνεισφορά των εσόδων από ομόλογα (+15% σε τριμηνιαία βάση), μετά την αναδιάταξη του χαρτοφυλακίου της Τράπεζας προς χρεόγραφα με υψηλότερες αποδόσεις, καθώς και της ισχυρής καθαρής ταμειακής θέσης της Τράπεζας ύψους ~6 δισ. ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη την πλήρη αποπληρωμή του Προγράμματος Συναλλαγών Μακροχρόνιας Αναχρηματοδότησης (TLTRO ΙΙΙ). Οι θετικοί αυτοί παράγοντες απορρόφησαν πλήρως το υψηλότερο κόστος καταθέσεων (το επιτοκιακό περιθώριο στις καταθέσεις προθεσμίας αυξήθηκε κατά 47 μ.β. σε τριμηνιαία βάση σε 174 μ.β.), καθώς και το αυξημένο κόστος των εκδόσεων MREL, μετά μία σειρά εκδόσεων ομολόγων υψηλής εξασφάλισης το δ’ τρίμηνο 2022. Ως αποτέλεσμα, το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο σημείωσε ισχυρή ανάκαμψη κατά σχεδόν 50 μ.β. σε τριμηνιαία βάση το α’ τρίμηνο 2023.
Τα καθαρά έσοδα από προμήθειες ανήλθαν σε 83 εκατ. ευρώ το α΄ τρίμηνο 2023, ενισχυμένα κατά 13% σε ετήσια βάση, αντανακλώντας τους ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης στις προμήθειες Λιανικής και Εταιρικής Τραπεζικής, με αιχμή του δόρατος τις κάρτες, τα συνδυαστικά πακέτα καταθετικών προϊόντων και τη χρηματοδότηση εμπορικών συναλλαγών (trade finance).
Οι λειτουργικές δαπάνες διαμορφώθηκαν σε 189 εκατ. ευρώ το α΄ τρίμηνο 2023 από 179 εκατ. ευρώ το α΄ τρίμηνο 2022, με την ενίσχυση στις δαπάνες προσωπικού κατά +4% ετησίως να αντανακλά τις μισθολογικές αυξήσεις, ως αποτέλεσμα της νέας κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, και την αύξηση στα γενικά και διοικητικά έξοδα κατά +3% ετησίως να αποτυπώνει τις επίμονες πληθωριστικές πιέσεις. Οι αυξημένες αποσβέσεις (+12% σε ετήσια βάση) απορρέουν από το πρωτοπόρο στρατηγικό σχέδιο επενδύσεων της Τράπεζας στον τομέα της πληροφορικής. Ο δείκτης κόστους προς οργανικά έσοδα σημείωσε δραστική βελτίωση και διαμορφώθηκε στα ιστορικά χαμηλά επίπεδα της τάξεως του 34% το α’ τρίμηνο 2023 από 43% το δ’ τρίμηνο 2022 και 51% το α’ τρίμηνο 2022, αποτυπώνοντας την εντυπωσιακή αύξηση των οργανικών εσόδων.
Οι προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις μειώθηκαν κατά 4% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και 13% σε ετήσια βάση σε 48 εκατ. ευρώ, ήτοι 63 μ.β. επί του μέσου όρου δανείων μετά από προβλέψεις, αντανακλώντας μηδενικές οργανικές ροές ΜΕΑ.
Στις διεθνείς δραστηριότητες, ο Όμιλος παρουσίασε κέρδη μετά από φόρους αναλογούντα σε μετόχους της Τράπεζας ύψους 14 εκατ. ευρώ το α’ τρίμηνο 2023 από 11 εκατ. ευρώ το α’ τρίμηνο 2022. Η βελτίωση της κερδοφορίας αποτυπώνει τη σημαντική ενίσχυση των καθαρών επιτοκιακών εσόδων (+29% ετησίως) και την περιστολή των λειτουργικών δαπανών (-5% ετησίως) που απορρόφησαν τις αυξημένες προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις (€8 εκατ. έναντι €5 εκατ. το Α’ τρίμηνο 2022).
Στην Ελλάδα, τα ΜΕΑ παρέμειναν αμετάβλητα σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο σε 1,6 δισ. ευρώ, ή μόλις 0,2 δισ. ευρώ μετά από προβλέψεις, με την οργανική ροή ΜΕΑ να κυμαίνεται σε μηδενικά επίπεδα. Ο αριθμός αθετήσεων (defaults) και εκ νέου αθετήσεων (redefaults) παραμένει περιορισμένος, ενώ η αποκατάσταση της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (curings) ομαλοποιήθηκε στα μέσα επίπεδα των τριών πρώτων τριμήνων του 2022 έναντι ενός εξαιρετικά ισχυρού δ’ τριμήνου 2022 που είχε επωφεληθεί από μερικά μεγάλα curings στο χαρτοφυλάκιο Εταιρικής Τραπεζικής.
Ο δείκτης ΜΕΑ στην Ελλάδα παρέμεινε αμετάβλητος σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο σε 5,1%, με τον δείκτη κάλυψης ΜΕΑ από σωρευμένες προβλέψεις να ενισχύεται κατά 20 μ.β. σε τριμηνιαία βάση σε 88,6%, παραμένοντας στα υψηλότερα επίπεδα του κλάδου.
Στις διεθνείς δραστηριότητες, ο δείκτης ΜΕΑ διαμορφώθηκε σε 7,6% το α’ τρίμηνο 2023, με τον αντίστοιχο δείκτη κάλυψης από σωρευμένες προβλέψεις να ανέρχεται σε 75,1%.
Με πλήρη εφαρμογή του ΔΠΧΑ9, ο δείκτης CET1 FL και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας (CAD FL) ενισχύθηκαν κατά ~90 μ.β. σε τριμηνιαία βάση σε 16,5%2 και 17,6% αντίστοιχα, αντανακλώντας την ισχυρή οργανική κερδοφορία. O δείκτης MREL του Ομίλου διαμορφώθηκε σε 21,8%, με την ελάχιστη απαίτηση MREL του Ιανουαρίου 2024 να ανέρχεται σε 22,7%.
Oι καταθέσεις του Ομίλου μειώθηκαν κατά 0,4 δισ. ευρώ σε 54,8 δισ. ευρώ το α’ τρίμηνο 2023, αντανακλώντας την εποχικότητα και τις αποπληρωμές δανείων Εταιρικής Τραπεζικής και αποτελώντας το ~98% των συνολικών πηγών χρηματοδότησης της Τράπεζας, εξαιρουμένης της μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης TLTRO ΙΙΙ. Στην Ελλάδα, οι καταθέσεις διαμορφώθηκαν σε 53,0 δισ. ευρώ, μειωμένες κατά 0,4 δισ. ευρώ σε τριμηνιαία βάση, αντανακλώντας τις τάσεις της αγοράς, με τις καταθέσεις προθεσμίας να αποτελούν μόλις το 16% του συνόλου των καταθέσεων (12% το δ’ τρίμηνο 2022). Η σταδιακή αντικατάσταση των καταθέσεων όψεως και ταμιευτηρίου από καταθέσεις προθεσμίας αφορά κυρίως εταιρικές καταθέσεις. Στις διεθνείς δραστηριότητες, οι καταθέσεις παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητες σε τριμηνιαία βάση, σε 1,8 δισ. ευρώ.
Το προφίλ ρευστότητας της Τράπεζας παραμένει ισχυρό, με τον δείκτη Δανείων προς Καταθέσεις να διαμορφώνεται σε 58% σε επίπεδο Ομίλου (57% στην Ελλάδα) και τον δείκτη Κάλυψης Ρευστότητας (LCR) να ανέρχεται σε 269%, ο υψηλότερος στην Ελλάδα και στα υψηλότερα επίπεδα της Ευρωζώνης.
Η χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα μειώθηκε περαιτέρω σε 5,0 δισ. ευρώ το α’ τρίμηνο 2023 από 8,1 δισ. ευρώ το δ’ τρίμηνο 2022. Η πλεονάζουσα ρευστότητα της ΕΤΕ θα συνεχίσει να παρέχει στήριξη στα καθαρά έσοδα από τόκους και το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο.
Σχολιάζοντας τα οικονομικά αποτελέσματα α΄ τριμήνου ο κ. Παύλος Μυλωνάς, διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας δήλωσε: "Η ελληνική οικονομία ξεκίνησε με ισχυρή δυναμική και το 2023, παρά την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας στην Ευρωζώνη και την αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, επιδεικνύοντας την αυξημένη ανταγωνιστικότητα της χώρας μας μετά από μια πολυετή περίοδο αναδιάρθρωσης. Η οικονομική δραστηριότητα φαίνεται να κυμαίνεται στο 2,5-3,0%, στηριζόμενη κυρίως στον τουρισμό και τις επενδύσεις παγίων. Κατά συνέπεια, όλοι οι βασικοί δείκτες βελτιώνονται με εντυπωσιακούς ρυθμούς: η ανεργία οδεύει σε ποσοστά κάτω του 10%, το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο εμφανίζει σταθερό πλεόνασμα, οι τιμές των ακινήτων συνεχίζουν να αυξάνονται και οι δείκτες οικονομικού κλίματος παραμένουν σε ανοδική τροχιά.
Σε αυτό το θετικό μακροοικονομικό περιβάλλον, η Εθνική Τράπεζα διατήρησε τη δυναμική της παρουσιάζοντας ισχυρά οικονομικά αποτελέσματα και το Α’ τρίμηνο του 2023, συνδυάζοντας τα σημαντικά επιτεύγματα του Προγράμματος Μετασχηματισμού με τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του Ισολογισμού μας. Τα οργανικά μας έσοδα ενισχύθηκαν σημαντικά, σημειώνοντας αύξηση κατά 14% σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο σε επαναλαμβανόμενη βάση, ενώ οι λειτουργικές δαπάνες και το κόστος πιστωτικού κινδύνου παρέμειναν συγκρατημένα, παρά τις επιπτώσεις από την απότομη άνοδο στις τιμές της ενέργειας και των πρώτων υλών. Συνολικά, τα οργανικά κέρδη μετά από φόρους της Τράπεζας ανήλθαν σε €228 εκατ. το Α΄ τρίμηνο του 2023, ενώ για πρώτη φορά μετά από πολλά έτη, η απόδοση ενσώματων ιδίων κεφαλαίων υπερέβη ουσιαστικά το κόστος κεφαλαίου της Τράπεζας.
Βασικός παράγοντας της επιτυχίας μας παραμένει η ισχυρή κεφαλαιακή μας θέση και η πλεονάζουσα ρευστότητά μας. Συγκεκριμένα, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας συνεχίζουν να αυξάνονται λόγω της ισχυρής οργανικής δημιουργίας κεφαλαίου. Όσον αφορά στη ρευστότητα, η καταθετική βάση της Εθνικής Τράπεζας παραδοσιακά αποτελείται κυρίως από καταθέσεις όψεως και ταμιευτηρίου πολλών μικρών καταθετών, γεγονός που της προσδίδει ένα σημαντικό και σχετικά σπάνιο πλεονέκτημα στη σημερινή συγκυρία περιορισμένης ρευστότητας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αποτέλεσμα των ισχυρών οικονομικών μεγεθών της χώρας είναι και το γεγονός ότι η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου της Τράπεζας δεν εμφάνισε σημάδια επιδείνωσης. Συγκεκριμένα, δεν σημειώθηκε αύξηση στα υπόλοιπα Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων και οι πρώιμες καθυστερήσεις στις αποπληρωμές δανείων παρέμειναν περιορισμένες. Η πρωτοβουλία του τραπεζικού κλάδου να στηρίξει τους ευάλωτους δανειολήπτες εφαρμόζοντας ανώτατο όριο αύξησης επιτοκίων στα κυμαινόμενα στεγαστικά δάνεια, σε συνδυασμό με τις πολιτικές της Κυβέρνησης για την προστασία των εισοδημάτων των νοικοκυριών έναντι της αύξησης των τιμών της ενέργειας, αναμένεται να συμβάλουν στη θωράκιση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου στο μέλλον.
Η ταχεία ανάκαμψη των επιδόσεων της οικονομίας θέτει ισχυρές βάσεις για την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα. Η μείωση των τιμών ενέργειας και λοιπών πρώτων υλών οδηγεί σε ταχύτερη από το αναμενόμενο αποκλιμάκωση του πληθωρισμού - υποχώρησε ήδη στο 4.5% - γεγονός που αναμένεται να ενισχύσει περαιτέρω την εμπιστοσύνη. Σε αυτό το ευνοϊκό περιβάλλον, η Εθνική Τράπεζα συνεχίζει να παρέχει ισχυρή στήριξη στην οικονομία - η καθαρή πιστωτική επέκταση προς επιχειρήσεις σημειώνει διψήφιο ποσοστό αύξησης σε ετήσια βάση – αλλά και να συμβάλλει στον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας με την εκτενή χρήση των ψηφιακών υπηρεσιών της. Αντίστοιχο ρόλο αναμένεται να διαδραματίσουμε και στο δρόμο προς την μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Οι πρωτοβουλίες αυτές που αναλαμβάνει η Εθνική Τράπεζα αντανακλούν τον ιστορικό χαρακτήρα της ως ηγέτιδας θετικών αλλαγών, και την καθιστούν Τράπεζα Πρώτης Επιλογής."