Σειρά παρατηρήσεων κατέθεσαν σε σχέση με τις αυξήσεις των τελών και χρεώσεων λειτουργίας των αγορών ηλεκτρισμού στο Χρηματιστήριο Ενέργειας οι μεγάλες εταιρείες του κλάδου στο πλαίσιο σχετικής διαβούλευσης που οργάνωσε η Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων Ενέργειας και Υδάτων επί της εισήγησης Χρηματιστηρίου Ενέργειας για την τροποποίηση της μεθοδολογίας υπολογισμού τελών και χρεώσεων λειτουργίας της Αγοράς Επόμενης Ημέρας και της Ενδοημερήσιας, καθώς και των τελών και χρεώσεων που καταβάλλουν οι συμμετέχοντες και τα εκκαθαριστικά μέλη τους,
Συγκεκριμένα, οι εταιρείες ΔΕΗ και η Μυτιληναίος συμμετέχοντας στη διαβούλευση που διενήργησε η ΡΑΑΕΥ επισημαίνουν ότι θα πρέπει να υπάρξει μια σχετική αναλογικότητα και ισορροπία αναγνωρίζοντας παράλληλα την ανάγκη να καλυφθούν τα κόστη του ΕΝΕΧ.
Όπως επισημαίνει η ΔΕΗ στην επιστολή της, λόγω της θέσης που κατέχει στην αγορά, οι αλλαγές στις χρεώσεις του Χρηματιστηρίου Ενέργειας την επιβαρύνουν περισσότερο από κάθε άλλο πάροχο. Υπενθυμίζει μάλιστα με έμφαση ότι η τελική απόφαση για την αναπροσαρμογή των χρεώσεων ανήκει στη ΡΑΑΕΥ, σημειώνοντας ότι το ΕΧΕ αποτελεί φυσικό μονοπώλιο και ως εκ τούτου «η αρμοδιότητα για τον ορισμό των κριτηρίων και τον έλεγχο τεκμηρίωσης των μεγεθών του (ενδεικτικά EBITDA, εκτιμώμενο κόστος, περιθώριο κέρδους), καθώς και την παροχή κινήτρων βελτιστοποίησης και την τελική έγκριση αυτών έχει η ρυθμιστική Αρχή».
Πάντως η ΔΕΗ θεωρεί ότι η τροποποίηση της μεθοδολογίας κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, καθώς λαμβάνει υπόψη τα έξοδα του Χρηματιστηρίου Ενέργειας και καταλήγει επισημαίνοντας ότι «ως ένας από τους μεγαλύτερους σε όγκο συναλλαγών συμμετέχοντες σε όλες τις αγορές θα επιβαρυνθεί σημαντικά από τη σχετική αύξηση των τελών, εφόσον αυτά εγκριθούν από την Αρχή».
Από την πλευρά της, η Μυτιληναίος αναγνωρίζει ως θετικό στοιχείο την εναρμόνιση των δυνατοτήτων λειτουργίας του ΕΧΕ με όσα ισχύουν στα υπόλοιπα χρηματιστήρια ενέργειας, τονίζοντας όμως ότι πρέπει «να διατηρηθεί η αναλογικότητα των επιπρόσθετων τελών και χρεώσεων βάσει των εγχώριων ενεργειακών αγορών, με γνώμονα την επίτευξη της ισορροπίας μεταξύ της αποδοτικής λειτουργίας των αγορών και της λελογισμένης αποτίμησης του κόστους συμμετοχής σε αυτές».