Σε περίοδο τεράστιων αναταραχών που θα αλλάξουν εκ βάθρων ολόκληρο τον κλάδο της ενέργειας διεθνώς έχει μπει πλέον για τα καλά η ανθρωπότητα. Ουσιαστικά ο κλάδος βρίσκεται σε διαδικασία… επανατοποθέτησης στην αγορά και μάλιστα αυτή η διαδικασία λαμβάνει χώρα υπό καθεστώς τεράστιας – πρωτοφανούς – πίεσης.
Στο ήδη διαταραγμένο περιβάλλον που είχε εκτοξεύσει τις τιμές σε πρωτοφανή επίπεδα όλους τους προηγούμενους μήνες, ήρθε να «κουμπώσει» ο πόλεμος, με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία να ολοκληρώσει ένα εφιαλτικό σενάριο τέτοιο που μάλλον δεν έχει ξανασυναντήσει η ανθρωπότητα.
Η πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 1970 έφερε τεράστιους κλυδωνισμούς και αναταράξεις στις τότε παγκόσμιες ισορροπίες και στο οικονομικό περιβάλλον, όμως η τωρινή συγκυρία δεν μοιάζει με καμιά άλλη, καθώς είναι απείρως πιο σύνθετη.
Η τωρινή κρίση έρχεται σε μια συγκυρία που η παγκόσμια κοινότητα βρίσκεται στη διαδικασία της μνημειώδους στροφής σε «καθαρές» μορφές ενέργειας, εξέλιξη κάθε άλλο παρά εύκολη.
Οι ισορροπίες ως προς αυτή τη διαδικασία ήδη ήταν διαταραγμένες πριν από την έναρξη του καταστροφικού πολέμου, ενώ τώρα αλλάζουν εκ νέου τα δεδομένα.
Τα ESG
Είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι οι δεσμεύσεις και οι στόχοι αειφορίας από πλευράς κρατών και επιχειρήσεων, θα επανεξεταστούν, υπό το πρίσμα των νέων δεδομένων που η συγκυρία φέρνει.
Το μέχρι πιο βαθμό θα αναθεωρηθούν οι στόχοι ESG (Environmental, Social, Governance - Περιβάλλον, Κοινωνία, Εταιρική Διακυβέρνηση) των κρατών και των επιχειρήσεων, μένει να το δούμε.
Το σίγουρο είναι ότι σε μια περίοδο που μένεται… φωτιά με ξέσπασμα πολέμου μέσα στην Ευρώπη – την ήπειρο με το μεγαλύτερο βιοτικό επίπεδο και τις μεγαλύτερες ενεργειακές ανάγκες – η επίτευξη δεικτών αειφορίας και ESG, θα περάσουν νομοτελειακά σε δεύτερη αν όχι ακόμη μικρότερη προτεραιότητα.
Με λίγα λόγια, ο τομέας του ESG, που τα τελευταία χρόνια ήταν το απόλυτο επενδυτικό… Ελντοράντο, συγκεντρώνοντας εκατοντάδες δισ. ευρώ ή δολάρια και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και στην Ασία, δέχεται πλήγμα. Όταν τίθενται ζητήματα βιωσιμότητας ολόκληρων οικονομιών και ολόκληρων επιχειρηματικών ομίλων, ασφαλώς η πιστή τήρηση των κριτηρίων ESG περνά σε δεύτερη μοίρα.
Το έως που θα φτάσει αυτή η μερική ή μεγάλη αλλαγή, μένει να φανεί στο εγγύς μέλλον. Άλλωστε, η τεράστια κρίση έχει επαναφέρει στο προσκήνιο το λιγνίτη, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό για την καθυστέρηση της μετάβασης στην «καθαρή» ενέργεια.
Η ενεργειακή μετάβαση
Ασφαλώς η μετάβαση στην καθαρή ενέργεια είναι μονόδρομος, όμως, με τις τιμές να «καλπάζουν» σε αστρονομικά επίπεδα απειλώντας να τινάξουν στον αέρα ολόκληρες οικονομίες, επιχειρήσεις, βιομηχανίες και νοικοκυριά, δεν παρέχεται ο… υγιής χρόνος και το σωστό timing για τη μετάβαση, ενώ εύλογα γίνονται δεύτερες σκέψεις, τη στιγμή που μπαίνουν ζητήματα βιωσιμότητας.
Μέσα σ’ αυτό το εξαιρετικά πολύπλοκο περιβάλλον, εύλογα τα ζητήματα αναφορικά με την ταχύτητα της πράσινης μετάβασης και της ελεγχόμενης και σωστής μείωσης του «παλιού» ενεργειακού μείγματος, μπαίνουν σε μια νέα διάσταση.
Σε όλα αυτά, έρχονται να «κουμπώσουν» και τα ζητήματα ενεργειακής αυτονομίας και μάλιστα σε ιδιαίτερα πιεστικούς χρόνους, καθιστώντας απαραίτητα τα ορυκτά ενεργειακά αποθέματα.
Η αναγκαστική επιστροφή του λιγνίτη
Εντός αυτών των συνθηκών η επιλογή κρατών αλλά και μεγάλων επιχειρήσεων είναι η στροφή στις… σίγουρες μορφές ενέργειας. Στο πλαίσιο αυτό, η ΔΕΗ έχει πραγματοποιήσει αναγκαστική στροφή προς τη χρήση του λιγνίτη για την παραγωγή ρεύματος.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας, στο μίγμα παραγωγής ρεύματος η λιγνιτική παραγωγή έχει αυξηθεί στο 19,83%, από 7% κατά μέσο όρο τον προηγούμενο μήνα, το φυσικό αέριο έχει περιοριστεί στο 47%, από 55% κατά μέσο όρο, ενώ οι ανανεώσιμες πηγές συμβάλλουν στο 21% του παραγόμενου ρεύματος και τα υδροηλεκτρικά στο 3%.
Θυμίζουμε πως ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν Φρανς Τίμερμανς, επίτροπος για την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, πρόσφατα άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθεί ευρύτατα ο λιγνίτης από τις χώρες της Ε.Ε. ως εναλλακτική στο ρωσικό αέριο, τονίζοντας μάλιστα πως «δεν υπάρχει κανένα ταμπού σ’ αυτή την έκτακτη κατάσταση».
Ήδη, αρκετές χώρες της Ευρώπης εξετάζουν τη μικρότερη ή μεγαλύτερη (προσωρινή) επάνοδο στο λιγνίτη, για την αντιμετώπιση των έκτακτων δραματικών δεδομένων.
Πρόσφατα ο πρωθυπουργός της Ιταλίας Μάριο Ντράγκι δήλωσε στους νομοθέτες της χώρας ότι «οι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής με καύση λιγνίτη μπορεί να χρειαστεί να ανοίξουν ξανά για να καλύψουν τυχόν ελλείψεις βραχυπρόθεσμα» ως συνέπεια της ρωσικής επιθετικότητας στην Ουκρανία. Παρόμοια διαδρομή εξετάζουν και άλλες χώρες.