Μενού Ροή
Γιατί η Ελλάδα δεν ακολουθεί τη Γερμανία και «ψηφίζει» ΑΠΕ αντί λιγνίτη - Επενδυτικό κρεσέντο εντός του 2022 με νέα έργα ΑΠΕ ισχύος 2.500 MH

Τη στιγμή που πολλές ευρωπαϊκές χώρες κάνουν βήματα προς τα πίσω, επιστρέφοντας, έστω προσωρινά, στον «βρώμικο» άνθρακα για να καλύψουν τις ενεργειακές τους ανάγκες, η Ελλάδα επιλέγει να επιταχύνει την πορεία της προς την «πράσινη» ενέργεια, αυξάνοντας τη συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα της χώρας.

Σύμφωνα με τον σχεδιασμό της κυβέρνησης, τον οποίο παρουσίασε προ λίγων ημερών ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κώστας Σκρέκας στην εκτελεστική αντιπρόεδρο της Κομισιόν Μαργκρέτε Βεστάγκερ,  ο ρυθμός σύνδεσης νέων έργων θα επιτρέψει στην Ελλάδα να καλύπτει τουλάχιστον το 70% της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ το 2026, αντί του 2030, σε πλήρη ευθυγράμμιση με τους πιο φιλόδοξους ευρωπαϊκούς στόχους.

Ακολουθώντας τον δρόμο που άνοιξε η Γερμανία, Αυστρία και Ολλανδία- και λίαν συντόμως η Ιταλία- αποφάσισαν την επαναλειτουργία των μονάδων άνθρακα για την παραγωγή ενέργειας, προκειμένου να αντιμετωπίσουν αφενός τις ελλείψεις που προκαλεί ο περιορισμός των ρωσικών προμηθειών φυσικού αερίου και αφετέρου το ραγδαία αυξανόμενο ενεργειακό κόστος. Δημιουργείται ο εύλογος κίνδυνος να υιοθετήσουν και άλλες χώρες την ίδια πρακτική και μάλιστα χώρες που ήταν εξ αρχής απρόθυμες να μεταβούν άμεσα σε λιγότερο ρυπογόνες ενεργειακές λύσεις, με δεδομένο, δε, ότι γίνονται συμβιβασμοί και υποχωρήσεις λόγω έκτακτων συνθηκών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το γεγονός ότι ο στόχος του 2030 για μείωση της κατανάλωσης πρωτογενούς ενέργειας έγινε εθελοντικός και όχι νομικά δεσμευτικός, κατόπιν αιτήματος της Ισπανίας.

Ο πλανήτης παίζει… καθυστερήσεις στην ενεργειακή μετάβαση

Η τάση αυτή παρατηρείται παγκοσμίως και μάλιστα με αρκετές χώρες να επανεκκινούν τις επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων. Σύμφωνα με την έκθεση Renewables 2022 Global Status Report, σημειώνεται σημαντική καθυστέρηση στην ανάπτυξη των ΑΠΕ γενικότερα την τελευταία δεκαετία, φαινόμενο που εντάθηκε ιδιαίτερα εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία.  Μέσα σε μια δεκαετία το μερίδιο των ΑΠΕ έχει αυξηθεί από το 10,6%  μόλις στο 11,7% παγκοσμίως, ενώ κάθε λεπτό, δαπανώνται 11 εκατ. δολάρια για την επιχορήγηση των ορυκτών καυσίμων. Με την αύξηση των ενεργειακών αναγκών μετά την πανδημία, αυτό σημαίνει ότι πλέον χρησιμοποιούμε περισσότερα ορυκτά καύσιμα από ποτέ, και με μικρότερες από τις αναμενόμενες επενδύσεις σε ΑΠΕ. Το διεθνές ράλι των τιμών στην ενέργεια, έχει αναγκάσει πολλές κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο να λάβουν κάθε μέτρο που θεωρούν πρόσφορο, ώστε να ανακουφίσουν τους πολίτες τους και να διασφαλίσουν την κάλυψη των ενεργειακών τους αναγκών.

Οικονομικότερη επιλογή οι ΑΠΕ

Η στροφή, ωστόσο, στον λιγνίτη δεν αποτελεί την οικονομικότερη επιλογή, όπως αναδεικνύεται από μια σειρά μελετών και εκθέσεων, που προκρίνουν τις ΑΠΕ ως οικονομικότερες, περιβαλλοντικά φιλικές πηγές ενέργειας, που μπορούν να διασφαλίσουν την ενεργειακή αυτάρκεια μιας χώρας. Επιπλέον, όπως προκύπτει και από έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, (ΙΕΑ), που υπολογίζει τις επενδύσεις στην ενέργεια για το τρέχον έτος στα 2,3 τρις δολάρια, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο δεν μπορούν να καλύψουν τη ζήτηση, οπότε είναι απαραίτητη η σημαντική επένδυση ΑΠΕ. Το ΔΝΤ, σε πρόσφατη μελέτη του, διαπίστωσε ότι μέχρι το τέλος του αιώνα, ο πλανήτης θα έχει οικονομικό όφελος 78 τρις. δολάρια, εάν ολοκληρώσει εγκαίρως την ενεργειακή μετάβαση.

Σε ό,τι αφορά ειδικά την Ελλάδα, η επιτάχυνση των επενδύσεων σε ΑΠΕ φαίνεται να αποτελεί μονόδρομο για τη μείωση του κόστους, αλλά και την απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο. Αντιθέτως, η επιστροφή στον λιγνίτη δεν κρίνεται οικονομικά συμφέρουσα, ενώ δεν διευκολύνει επαρκώς την απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο.

Μελέτη

Αυτό, τουλάχιστον, προκύπτει από μελέτη του Green Tank με τίτλο «Ηλεκτροπαραγωγή και απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο στην Ελλάδα» η οποία εξετάζει δύο διαφορετικές πολιτικές επιλογές: την παράτασης ζωής των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων και της λειτουργίας τους στα μέγιστα, νομικά επιτρεπτά επίπεδα και την εμπροσθοβαρή ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Σύμφωνα με τη μελέτη, ακόμα και αν το 2022 αυξηθεί η καύση λιγνίτη στο μέγιστο νομικά επιτρεπτό επίπεδο προσφέροντας παραπάνω από 10 TWh στο σύστημα (σχεδόν διπλάσια ποσότητα από τη λιγνιτική ηλεκτροπαραγωγή το 2020 και το 2021), η μείωση χρήσης ρωσικού αερίου που θα επιτευχθεί σε σχέση με τα επίπεδα του 2021 είναι μικρότερη από αυτή που θα προκύψει από την εγκατάσταση 1 GW νέας αιολικής και 1 GW νέας φωτοβολταϊκής ισχύος.

Οι εκπομπές CO2 θα εκτοξευτούν στο επίπεδο των 149 εκατ. τόνων την περίοδο 2022-2030, εκτροχιάζοντας  τον προϋπολογισμό άνθρακα της χώρας για τον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής. Με διατήρηση των σημερινών επιπέδων τιμών CO2 στο χρηματιστήριο ρύπων ως το 2030, το κόστος λειτουργίας του συστήματος ηλεκτροπαραγωγής της χώρας θα επιβαρυνθεί με περίπου 5,4 δισ. ευρώ και 5,8 δισ. ευρώ. Σημειώνουμε εδώ ότι οι τελευταίες κυβερνητικές εκτιμήσεις, ανεβάζουν την ισχύ των νέων έργων ΑΠΕ σε 2.500 MW, ξεπερνώντας τις προηγούμενες προβλέψεις.

Επιπλέον στη χώρα μας υπάρχει πολύ σημαντική στήριξη από πλευράς πολιτών. Σύμφωνα με έρευνα του Υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, 7 στους 10 Έλληνες πολίτες στηρίζουν τις επενδύσεις στην πράσινη ενέργεια.

Ο κρίσιμος ρόλος της αποθήκευσης ενέργειας

Τα πρώτα δείγματα που έχουμε στη χώρα μας είναι πολύ ενθαρρυντικά. Κατά το διήμερο 1ης και 2ας Απριλίου του 2022 οι πράσινες τεχνολογίες κάλυψαν το 67% και 68% αντίστοιχα των ενεργειακών αναγκών της χώρας, ενώ  επίσης για πρώτη φορά έγινε και απόρριψη ισχύος 500 μεγαβάτ από ανανεώσιμες πηγές, για λόγους ευστάθειας του δικτύου.

Αυτό σημαίνει ότι αν υπήρχε η δυνατότητα απορρόφησης αυτών των μεγεθών, η διείσδυση των ΑΠΕ θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη, γεγονός που αναδεικνύει τη σημασία της αποθήκευσης ενέργειας. Αυτό το ζήτημα, μεταξύ άλλων, ρυθμίζεται στο νέο ενεργειακό νομοσχέδιο του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, το οποίο επιδιώκει μια συνολική αναμόρφωση του πλαισίου αδειοδότησης των έργων ΑΠΕ, της παραγωγής και αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και την ανάπτυξη πιλοτικών θαλάσσιων πλωτών φωτοβολταϊκών σταθμών.

 Οι ευρωπαϊκές κινήσεις

Από ευρωπαϊκής πλευράς, καταβάλλονται φιλότιμες προσπάθειες ώστε η στροφή στον άνθρακα να αποτελέσει μια σύντομη παρένθεση στη διαδικασία της ενεργειακής μετάβασης και δίνονται κίνητρα για εντατικοποίηση των επενδύσεων στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Σε μια κίνηση καθησυχασμού των χωρών που πλήττονται βαριά από την απόφαση της Ρωσίας να περιορίσει τις προμήθειες φυσικού αερίου, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, προτίθεται να δώσει επείγοντα χαρακτήρα στη διαφοροποίηση των προμηθειών της Ευρώπης σε φυσικό αέριο και πρωτίστως σε υγροποιημένη μορφή (LNG) από ΗΠΑ, Νορβηγία, Αζερμπαϊτζάν κλπ. Ταυτόχρονα, στο πλαίσιο της επιτάχυνσης της διαδικασίας απεξάρτησης της Ευρώπης από το ρωσικό αέριο, η Ε.Ε. δίνει νέα ώθηση στο σχέδιο REPowerEU, που αυξάνει τις επενδύσεις σε ΑΠΕ, και εξορθολογίζει τους κανονισμούς που διέπουν τον σχεδιασμό των έργων ΑΠΕ, επιτρέποντας την ταχύτερη κατασκευή τους. Έπεται και συνέχεια, ώστε, όπως είπε η πρόεδρος της Κομισιόν, «να κάνουμε τις σωστές επιλογές».

Google News ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS

Διαβάστε ακόμη

Άρθρα κατηγορίας