Του κ Ματθαίου Κωνσταντινίδη Γενικού Γραμματέα του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων
Διαβάζοντας την έρευνα της PwC που δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο του Οικονομικού Ταχυδρόμου παρατήρησα ότι την εξορυκτική δραστηριότητα (Ορυχεία-Λατομεία) την κατατάσσει στους κλάδους με <<περιορισμένη συνεισφορά στην οικονομία και με αδύναμες επιδόσεις όσον αφορά τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά>>, παρ’ όλο που ο κλάδος όπως αναφέρει απασχολεί δέκα χιλιάδες εργαζομένους δηλαδή το 2,7% της συνολικής απασχόλησης του βιομηχανικού τομέα, όπως αναφέρει στην αναλυτική παρουσίαση του κλάδου μας.
Ο μη γνωρίζων και μη υποψιασμένος αναγνώστης θα αναρωτηθεί γιατί κατατάσσεται μια δραστηριότητα στη θέση αυτή, ενώ γενικά ακούει πόσο σημαντικό για την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι να αυτονομηθεί και να εξορύσσει τις αναγκαίες πρώτες ύλες από τα εδάφη της, μάλιστα κάποιες πρώτες ύλες τις έχει χαρακτηρίσει και ως κρίσιμες και καίγεται να τις εξορύσσει από τα εδάφη της ώστε να απεξαρτηθεί από τις εισαγωγές για τις οποίες πολλές φορές δέχεται και εκβιασμούς.
Πως πρέπει λοιπόν να δράσουμε ώστε η εξόρυξη πρώτων υλών να διευκολυνθεί και να βελτιώσει την θέση της στην κατάταξη ώστε να μην θεωρείται περιορισμένης συνεισφοράς στην οικονομία. Δυστυχώς η κοινωνία ενώ αχαλίνωτα καταναλώνει τα αγαθά που η εξόρυξη της προσφέρει, δεν θέλει να ακούει ούτε καν να γίνεται συζήτηση για αυτήν. Δεν μπορεί να κάνει χωρίς κινητό τηλέφωνο και ηλεκτρονικό υπολογιστή αλλά δεν θέλει να ξέρει για τα μέταλλα και τα ορυκτά που απαιτούνται για την κατασκευή τους και φυσικά δεν θέλει καθόλου να εξορύσσονται στον περίγυρο της, nimby όπως χαρακτηριστικά ονομάζουν το φαινόμενο αυτό οι Αγγλοσάξονες. Για να εξαλειφθεί το φαινόμενο αυτό θα πρέπει η κοινωνία να ενημερωθεί σωστά και εμπεριστατωμένα από ανθρώπους που ασκούν επιρροή όπως ακαδημαϊκούς, καθηγητές, πολιτικά πρόσωπα, για την αναγκαιότητα εξόρυξης των πρώτων υλών αυτών από το υπέδαφος της πατρίδας μας ώστε να κατανοήσει τα οφέλη που θα προκύψουν και με αυτόν τον τρόπο να μειώσει την αντίδραση που εκδηλώνει σήμερα. Βεβαίως και οι εξορυκτικές επιχειρήσεις θα πρέπει να εφαρμόζουν τις βέλτιστες πρακτικές που υπάρχουν και να μειώνουν κάθε όχληση που κατά την δραστηριότητα τους μπορούν να προκαλέσουν.
Με την εξασφάλιση της κοινωνικής συναίνεσης δεν σημαίνει ότι η εξορυκτική δραστηριότητα έλυσε τα προβλήματα της, για αυτά φροντίζει η πολιτεία μας, οι νόμοι μας και η νοοτροπία μας. Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα της εξορυκτικής δραστηριότητας είναι το αδειοδοτικό, η χρονική διάρκεια για την έγκριση μια δραστηριότητας που ο Νόμος ορίζει δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα, στην ουσία ο νόμος δεν εφαρμόζεται και δυστυχώς οι μόνοι ανησυχούντες είναι οι αιτούντες την αδειοδότηση. Υπάρχουν Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων που έχουν υποβληθεί από τα μέλη του Συνδέσμου μας πριν από τρία η τέσσερα χρόνια και ακόμα δεν έχουν εγκριθεί. Πιστεύει κανείς ότι με τέτοια καθυστέρηση στις εγκρίσεις μπορεί ο κλάδος μας να βελτιώσει την θέση του στην έρευνα της PwC.
Το τελευταίο διάστημα το Υπουργείο Υποδομών συνέχεια δημοπρατεί Δημόσια έργα τα οποία για να υλοποιηθούν απαιτούν εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό όπως χειριστές μηχανημάτων έργων, γομωτές εκρηκτικών, τεχνίτες μηχανημάτων έργου, επιβλέποντες εργοδηγούς και επιστάτες κτλ και εμείς που δραστηριοποιούμαστε στην εξόρυξη απορούμε που θα βρεθούν τα πρόσθετα άτομα αυτά όταν την περίοδο αυτή δεν καλύπτουμε τις δικές μας ανάγκες. Το θέμα αυτό είναι από τα σοβαρότερα που αντιμετωπίζουν τα μέλη μας και η αιτία είναι ότι, από την μία πλευρά πολλοί νέοι δεν δείχνουν προθυμία για εργασία στην εξόρυξη και από την άλλη οι απαιτήσεις της νομοθεσίας ώστε κάποιος να ονομαστεί χειριστής είναι υπερβολικές. Θα πρέπει κάποιες τροποποιήσεις να γίνουν σύντομα στην νομοθεσία ώστε μία θεωρητική εκπαίδευση σε κάποιο ΙΕΚ και μια λογική προϋπηρεσία να είναι αρκετή ώστε ο εργαζόμενος να αποκτά την άδεια του χειριστή, του τεχνίτη η του επιβλέποντος και ταυτόχρονα να βελτιώνει την οικονομική του κατάσταση.
Κλείνοντας να ευχηθούμε να γίνουν κάποια από τα πάρα πάνω για να δούμε να ξεκινούν και τα έργα που δημοπρατούνται, στην αντίθετη περίπτωση έργα θα ακούμε αλλά έργα δεν θα βλέπουμε.