Σε σημαντικές εξοικονομήσεις στο μέτωπο του ενεργειακού κόστους μπορεί να οδηγήσει η αξιοποίηση και στην Ελλάδα μικρών πυρηνικών αντιδραστήρων (SMR), με βάση όσα καταγράφει σχετική μελέτη κ του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης που παρουσιάστηκε χθες σε συνέδριο του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης από τον καθ. Παντελή Μπίσκα, που τόνισε ότι οι SMR υπολογίζεται ότι έχουν ένα μεταβλητό κόστος λειτουργίας της τάξης του 15 με 30 ευρώ την μεγαβατώρα.
Να σημειωθεί ότι η μελέτη κόστους οφέλους που παρουσιάστηκε κάνει μια προσομοίωση για 20 χρόνια από το 2032 έως και το 2051, προκειμένου να εξεταστούν οι επιπτώσεις από την χρήση αντίστοιχων μονάδων στην ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Η μελέτη έλαβε υπόψη τις προβλέψεις του ΕΣΕΚ ως προς την λειτουργία των ΑΠΕ, την αποθήκευση και τα φορτία αλλά και το δεκαετές πρόγραμμα ανάπτυξης του ΑΔΜΗΕ για τις διασυνδέσεις.
Αναπόφευκτα, λοιπόν, με δεδομένη την άνοδο των τιμών ενέργειας αλλά και το κόστος της πράσινης μετάβασης, η νέα αυτή τεχνολογία, που κερδίζει οπαδούς, έχει “μπολιάσει” το σχετικό διάλογο εσχάτως. “Πατάει”, δε, ως προς τα πλεονεκτήματά της, σε τρεις άξονες ως προς την εξοικονόμηση.
Το πρώτο αφορά τη μείωση δαπανών για αγορές φυσικού αερίου, που εκτιμάται ότι θα επιφέρουν όφελος, από 222 εκατομμύρια ευρώ ετησίως στο σενάριο χαμηλής διείσδυσης της τεχνολογίας έως και 657 εκατ. ευρώ στο σενάριο υψηλής διείσδυσης της τεχνολογίας. Να σημειωθεί ότι η μελέτη λαμβάνει υπόψη την δυναμικότητα των λοιπών μονάδων που προβλέπει το ΕΣΕΚ, μεταξύ των οποίων είναι η μονάδα φυσικού αερίου της Metlen στην Βοιωτία, οι άλλες δύο στην Κομοτηνή και στην Αλεξανδρούπολη, οι καινούριοι υδροηλεκτρικοί σταθμοί της ΔΕΗ συνολικής ισχύος 270 MW μέχρι το 2028, αλλά και σε σχέση με την αποθήκευση τη μονάδα αντλησιοταμίευσης στην Αμφιλοχία της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ κ.α.
Επίσης οι SMRs προσφέρουν εξοικονόμηση εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, που κυμαίνεται από 356 εκατ. ευρώ έως 1 δις ευρώ σε ετήσια βάση.
Επιπλέον, οι συγκεκριμένοι αντιδραστήρες, όπως αναφέρθηκε, μπορεί να συμπιέσουν, λόγω του κόστους παραγωγής τους, τις τιμές στην προημερήσια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και άρα να επιφέρουν μειώσεις στην λιανική ρεύματος.
Μια πρώτη εκτίμηση, συνεπώς, δίνει ποσοστό εξοικονόμησης σε σχέση με τα ισχύοντα, που ξεκινά από το 3,3% και φτάνει το 25% ανάλογα με τα σενάρια προσομείωσης, δηλαδή, σε απόλυτους αριθμούς θα μπορούσε να οδηγήσει σε κούρεμα τιμών, από 3 ευρώ έως 25 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
Η χρήση, όμως, μικρών πυρηνικών αντιδραστήρων (SMR), όπως ανέφερε, ο καθηγητής του ΑΠΘ φέρνει οφέλη μόνο αν περιοριστεί η χώρα στην εγκατάσταση 600 έως 700 MW και όχι αν υπάρχει μια μεγάλη κλίμακα επενδύσεων μια και μετά τα έργα δεν θα είναι βιώσιμα.
Μειονεκτήματα
Παράλληλα ο κ. Μπίσκας παρουσίασε χθες και τα μειονεκτήματά τους,. Όπως ανέφερε χθες ο κ. Μπίσκας, οι μικροί πυρηνικοί αντιδραστήρες έχουν εκτός από μικρό μεταβλητό κόστος λειτουργίας και μικρές απαιτήσεις προσθήκης καυσίμου καθώς αυτό μπαίνει στους SMR και έχει διάρκεια εφτά ετών εν αντιθέσει με τους μεγάλους πυρηνικούς σταθμούς που η ανανέωση καυσίμου γίνεται από ένα έως δύο χρόνια. Επίσης έχουν μεγαλύτερα συστατικά ασφαλείας και χρειάζονται μικρότερη ανθρώπινη παρέμβαση καθώς υπάρχει μεγάλος βαθμός αυτοματοποίησης. Αυτό όπως είπε δημιουργεί και μικρότερο ρίσκο για να μην συμβεί κάτι στραβό σε επίπεδο ασφάλειας. Επιπλέον έχουν μικρότερο μέγεθος καθώς πρόκειται για προκατασκευασμένες μονάδες, οι οποίες χτίζονται εκεί που είναι ο χώρος κατασκευής τους και εγκαθίσταται στο συγκεκριμένο χώρο του σταθμού. Σύμφωνα με τον κ. Μπίσκα στα μειονεκτήματά τους είναι το μεγάλο κόστος κεφαλαίου, τα ρίσκα της πυρηνικής ενέργειας και το μεγάλο πρόβλημα της διαχείρισης των αποβλήτων ενώ υπάρχουν και κάποιες ρυθμιστικές προκλήσεις.
Με βάση την μελέτη πολύ μεγάλο είναι και το capex το οποίο υπολογίζεται να διαμορφωθεί μεταξύ 1,9 και 3,9 δις που αντιστοιχεί σε 5,5 έως 11,5 ευρώ ανά κιλοβάτ. Επιπλέον, εκτιμάται ότι μια τέτοια μονάδα θα έχει σε ετήσια βάση και 126.000 ευρώ ανά μεγαβάτ κόστος λειτουργίας και συντήρησης. Η επένδυση εφόσον γίνει λελογισμένα και δεν υπάρξει μεγάλος ανταγωνισμός τότε το IRR μπορεί να διαμορφωθεί στο 12,7% και να υποχωρήσει στο 5% όσο μεγαλώνει η ισχύ.
Είναι ιδανική επιλογή;
Στο μεταξύ με βάση όσα ανέφερε, σε ημερίδα της νεοφυούς εταιρείας Athlos Energy, που οργανώθηκε στο τέλος Οκτωβρίου, ο κ. Μάνουελ Παντελιάς Γκάρσες, με σημαντικότατη εμπειρία τόσο στην πυρηνική βιομηχανία όσο και σε επενδυτικά επιχειρηματικά κεφάλαια, μίλησε για τη στροφή του επιχειρηματικού κόσμου και των διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στη στήριξη νέων τεχνολογιών σχετικών με τους μικρούς αρθρωτούς αντιδραστήρες (Small Modular Reactors - SMR) και τις πυρηνικές μπαταρίες (micro-reactors). Οι τεχνολογίες αυτές αναμένεται να έχουν σημαντικά μικρότερο κόστος, αλλά και χρόνο κατασκευής και να αποτελέσουν την ιδανική επιλογή κρατών, αλλά και εταιρειών (όπως οι Microsoft, Google και Amazon, μεταξύ άλλων) για ένα πλήθος εφαρμογών, όπως η υποστήριξη data centers, η αφαλάτωση, η θέρμανση δικτύου, η παραγωγή υδρογόνου κτλ. Ο κ. Γιώργος Λάσκαρης πρόεδρος του μη κερδοσκοπικού οργανισμού Deon Policy Institute με έδρα την Βοστώνη των ΗΠΑ μίλησε με εμφατικό τρόπο για τη σημασία έναρξής ενός πυρηνικού προγράμματος στην Ελλάδα, κάτι που χαρακτήρισε μονόδρομο ώστε η χώρα μας να πετύχει τους ενεργειακούς και κλιματικούς της στόχους. Σε αυτό το πλαίσιο, το Deon Policy Insitute προετοιμάζει πρόταση προς το ελληνικό κράτος σχετικά με την αναθεώρηση του Ενεργειακού Σχεδιασμού για την Ενέργεια και το Κλίμα, προτάσσοντας επιτακτικά την συμπερίληψη της πυρηνικής ενέργειας στο μελλοντικό ενεργειακό μείγμα της χώρας.
Πάντως, στην ίδια ημερίδα, ο κ. Νίκος Τσάφος, ειδικός σύμβουλος σε θέματα ενέργειας του Πρωθυπουργού, ανέφερε η πυρηνική ενέργεια δεν αποτελεί άμεση προτεραιότητα για την Ελληνική Κυβέρνηση. Ζητήματα σχετικά με το κόστος αλλά και τον χρόνο διάρκειας κατασκευής των πρόσφατων πυρηνικών προγραμμάτων στο δυτικό κόσμο χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής για την απόφαση μίας νέας χώρας να ενταχθεί σε πυρηνικό πρόγραμμα. Εντούτοις, η Ελληνική Κυβέρνηση παρακολουθεί την αναγέννηση της πυρηνικής τεχνολογίας σε διεθνές επίπεδο και είναι ανοιχτή στην συζήτηση περί των εφαρμογών της συμπληρωματικά με τις ΑΠΕ.