Οδεύοντας προς την ορκωμοσία του εκλεγμένου προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ στις 20 Ιανουαρίου 2025, οι αγορές ενέργειας έχουν αρχίσει να προσαρμόζονται στις οικονομικές πολιτικές της νέας κυβέρνησης.
Το επόμενο κυβερνητικό επιτελείο θα παρέχει στήριξη στις βιομηχανίες πετρελαίου, φυσικού αερίου και πυρηνικής ενέργειας, επανεκτιμώντας την πολιτική του για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας κυρίως λόγω της στροφής -παγκοσμίως- προς την ενεργειακή ασφάλεια και αξιοπιστία ως αντιστάθμισμα στις επιπτώσεις ενός εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Και αυτό σε μια εποχή που τόσο οι εταιρείες όσο και τα κράτη επιδιώκουν να εξασφαλίσουν περισσότερη και φθηνότερη ενέργεια από ποτέ, εν αναμονή της σημαντικής αύξησης της κατανάλωσης για project Τεχνητής Νοημοσύνης και άλλες οικονομικές δραστηριότητες.
Το ποσοστό των ΑΠΕ στο παγκόσμιο ενεργειακό μείγμα προβλεπόταν να ενισχυθεί στο 50% έως το 2030. Ωστόσο, οι πολιτικές που θα ακολουθήσει η κυβέρνηση Τραμπ στον κλάδο της ενέργειας ίσως αλλάξουν τον στόχο αυτό. Οι προεκλογικές δηλώσεις του Τραμπ έχουν ήδη επηρεάσει τις ΗΠΑ. Ο διορισμός του Κρις Ράιτ ως υπουργού Ενέργειας δείχνει ξεκάθαρα την πρόθεση της νέας κυβέρνησης να μεγιστοποιήσει την παραγωγή της πετρελαϊκής βιομηχανίας. Το επιτελείο του Τραμπ έχει εξαγγείλει πως θα άρει το “μπλόκο” Μπάιντεν στις άδειες εξαγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου και πως θα επιταχύνει τη διαδικασία αδειοδότησης για γεωτρήσεις σε ομοσπονδιακές εκτάσεις.
Οι κινήσεις αυτές φαίνεται ότι θα επιβαρύνουν σοβαρά τη βιομηχανία ηλιακής ενέργειας. Ο τομέας όχι μόνο δεν θα απολαμβάνει την υποστήριξη που του παρείχε η απερχόμενη κυβέρνηση Μπάιντεν, αλλά θα εξαρτάται και από τις εισαγωγές από ασιατικά κράτη, τα οποία βρίσκονται στο στόχαστρο (δασμοί) του Τραμπ – και κυρίως η Κίνα. Οι δασμοί του Τραμπ αναμένεται να πλήξουν τις επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν ηλιακή και αιολική ενέργεια, ενώ θα αφήσουν άφθονο χώρο για την ανάπτυξη της βιομηχανίας πυρηνικής ενέργειας.
Η παγκόσμια πυρηνική αναγέννηση
Τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν πληγεί από τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν στο φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο και επανεξετάζουν ως λύση την πυρηνική ενέργεια. Η Ουγγαρία, κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προσθέτει δύο πυρηνικούς αντιδραστήρες VVER -ρωσικής κατασκευής- στην παραγωγή ενέργειας. Η Ρουμανία, η Σλοβακία, η Πολωνία, η Φινλανδία και άλλες χώρες επίσης στρέφουν το ενδιαφέρον τους στην πυρηνική ενέργεια. Εκτός Ευρώπης, η Ινδονησία βρίσκεται σε διαβουλεύσεις και με τη Ρωσία και με τις Ηνωμένες Πολιτείες για μια συμφωνία απόκτησης πυρηνικής τεχνολογίας προκειμένου να αφήσει πίσω της τον άνθρακα.
Μικρότερα κράτη ενδιαφέρονται πλέον για τους Μικρούς Αρθρωτούς Αντιδραστήρες (SMRs). Συνθήκη που ανοίγει μια νέα οδό για την οικονομική διπλωματία και την ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των αναδυόμενων χωρών και των κρατών με πιο προηγμένη πυρηνική τεχνογνωσία.
Η Ινδία, μία από τις χώρες με τον μεγαλύτερο πληθυσμό στον κόσμο, ανακοίνωσε πως σκοπεύει να τριπλασιάσει τη δική της παραγωγή πυρηνικής ενέργειας μέχρι το 2030. Οι ΗΠΑ μπορεί να αρπάξουν την ευκαιρία και να αποκτήσουν μερίδιο στην ινδική αγορά ενέργειας επενδύοντας και υποστηρίζοντας τις πυρηνικές υποδομές. Στην Ινδία, ο νόμος περί ατομικής ενέργειας του 1962 απαγορεύει τη λειτουργία πυρηνικών σταθμών παραγωγής ενέργειας που δεν ανήκουν στην κυβέρνηση. Ωστόσο, η πίεση για αύξηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ανάγκασε την ινδική κυβέρνηση -νωρίτερα εντός του 2024- να θέσει στο τραπέζι το ενδεχόμενο συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Επιπλέον η Κίνα βλέπει την πυρηνική ενέργεια ως μια ώθηση προς τα εμπρός μετά τα απογοητευτικά κέρδη από την αγορά των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, που ήρθαν να προστεθούν στη μείωση των εξαγωγών ηλιακών πάνελ και ηλεκτρικών οχημάτων. Μέχρι το 2030, η Κίνα πρόκειται να παράγει περισσότερη πυρηνική ενέργεια από ό,τι οι δύο σημερινές ηγέτιδες δυνάμεις -Γαλλία και ΗΠΑ- μαζί. Αυτό θα το πετύχει αμφισβητώντας την κυριαρχία της Ρωσίας στις αλυσίδες εφοδιασμού μη στρατιωτικών πυρηνικών προϊόντων και ενισχύοντας τους πολιτικούς της δεσμούς με κράτη που παράγουν ουράνιο, όπως το Καζακστάν, η Ναμίμπια και η Αυστραλία. Έως τον Απρίλιο του 2024, 23 πυρηνικοί σταθμοί ήταν υπό κατασκευή στην Κίνα. Στον αντίποδα, οι ΗΠΑ έχουν κατασκευάσει μόλις ένα νέο πυρηνικό εργοστάσιο εδώ και 30 χρόνια.
Οι τάσεις αυτές ακολουθούν μια γενική πτώση της “πίστης” στη βιομηχανία ηλιακής ενέργειας, η οποία ως επί το πλείστον οφείλεται στις κρίσεις ενεργειακού εφοδιασμού που προκάλεσαν η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και ο “εμπορικός πόλεμος” ΗΠΑ-Κίνας. Πριν τις οικονομικές κυρώσεις που σχετίζονται με τον πόλεμο και την “απεξάρτηση” κρατών από τη ρωσική ενέργεια, πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία, εξαρτιόνταν από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες και θεωρούσαν το εμπόριο με τη Μόσχα ως μέσο ενσωμάτωσης της Ρωσίας στην ευρωπαϊκή κοινότητα – μια διεύρυνση της “Ostpolitik” από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Παρά την αδυναμία της ηλιακής και της αιολικής ενέργειας να αντισταθμίσουν, η Γερμανία επιδίωξε την Energiewende, τη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ενέτεινε την προσπάθειά της να “απενεργοποιήσει” τους πυρηνικούς της αντιδραστήρες, για να καταλήξει να καίει άνθρακα (με υψηλές εκπομπές ρύπων) ως βασική πηγή ενέργειας μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Η εξέλιξη αυτή μπορεί να μην προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στο εσωτερικό της Γερμανίας, άλλα κράτη όμως την είδαν με μεγάλη ανησυχία.
Η συνεχιζόμενη εξάρτηση της Γερμανίας από την αιολική ενέργεια σε αντίθεση με το φυσικό αέριο και την πυρηνική ενέργεια ώθησε πρόσφατα και άλλες ευρωπαϊκές αγορές σε ένα ανοδικό σπιράλ τιμών, προκαλώντας αιτήματα να διαχωριστούν οι γερμανικές αγορές σε ζώνες τιμών και να συνεχιστούν οι επενδύσεις της ΕΕ στην πυρηνική ενέργεια. Η Νορβηγία επιχειρεί πλέον να διακόψει την ενεργειακή της σύνδεση με την ηπειρωτική Ευρώπη. Το κοινοβούλιο της Τσεχίας προχωρά πλέον στην περικοπή σημαντικών κονδυλίων που διοχετεύονται προς την ηλιακή βιομηχανία υπέρ πιο αξιόπιστων και αποδοτικών εναλλακτικών λύσεων.
Το μέλλον: Προτεραιότητα στο φυσικό αέριο και την πυρηνική ενέργεια για λόγους ενεργειακής ασφάλειας
Η γενική τάση για το 2025 είναι ότι πολλά κράτη παρατηρούν την επίμονη αναποτελεσματικότητα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και την αδυναμία τους να ανταποκριθούν στις ταχέως αυξανόμενες ανάγκες για περισσότερη ηλεκτρική ενέργεια. Σε παγκόσμιο επίπεδο οι υψηλές τιμές ενέργειας και η αποσύνδεση από τις ρωσικές προμήθειες επιδεινώνει τα προβλήματα αυτά.
Μέχρις ότου η τεχνολογία αποθήκευσης μπαταριών γίνει αρκετά φθηνή και μπορεί να αναπτυχθεί παράλληλα με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η ηλιακή και η αιολική ενέργεια δεν θα μπορούν να καλύψουν την υψηλή ζήτηση ενέργειας όταν ο ήλιος δεν λάμπει και ο άνεμος δεν φυσά, εκτός ίσως από συγκεκριμένες τοποθεσίες όπου οι καιρικές συνθήκες είναι σχεδόν σταθερές. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η κυβέρνηση Τραμπ προσπαθεί να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα με μια μαζική αύξηση της παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου, ενώ σε όλο τον κόσμο τα κράτη ψάχνουν τρόπους να καλύψουν τις ενεργειακές τους ανάγκες με πυρηνικούς αντιδραστήρες.
Καθώς η ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια αυξάνεται σε όλους τους τομείς και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αδυνατούν να παρέχουν το βασικό φορτίο, η στροφή προς την ενεργειακή ασφάλεια είναι η λογική απάντηση, καθώς όλο και περισσότερη ηλεκτρική ενέργεια απαιτείται για τη διατήρηση της εθνικής ασφάλειας, της έρευνας αιχμής και της οικονομικής ανάπτυξης.
Πηγή: Forbes - Φιλελεύθερος