Η ελληνική κυβέρνηση εργάζεται πάνω σε όλα τα σενάρια για τη σοβούσα κρίση στην Ουκρανία διαβεβαίωσε ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, μιλώντας στο 1ο Πρόγραμμα της ΕΡΑ. Και για το ενεργειακό ζήτημα ειδικότερα, υπογράμμισε τις κυβερνητικές ενέργειες «να υπάρχει ενεργειακή κάλυψη, να μην υπάρξει έλλειμμα τις επόμενες ημέρες, εβδομάδες ή τους επόμενους μήνες». Στο μέτωπο της οικονομίας αφενός δεσμεύτηκε ότι η κυβέρνηση θα είναι δίπλα στους ευάλωτους για όσο διαρκεί η κρίση, αφετέρου όμως «δεν πρέπει και δεν μπορούμε να διακινδυνεύσουμε τη δημοσιονομική σταθερότητα της χώρας».
Στα αιτήματα που διατύπωσε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία, τον κατηγόρησε πως «είτε αρνείται την πραγματικότητα είτε δεν γνωρίζει την πραγματικότητα». Όμως, πρόσθεσε, «η άρνηση της πραγματικότητας είναι μεγάλος κίνδυνος, η άγνοια της πραγματικότητας είναι απλή ανικανότητα». Στην πρόταση δε, του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης για τηλεμαχία, ο υπουργός Επικρατείας έδειξε τη Βουλή ως χώρο πολιτικής αντιπαράθεσης.
Αναλυτικά και ξεκινώντας από το ουκρανικό, ο υπουργός Επικρατείας δήλωσε εν πρώτοις ότι «πρέπει να εργαζόμαστε πάνω σε όλα τα σενάρια, η κατάσταση είναι εξαιρετικά ρευστή. Υπάρχει μια μεγάλη κινητικότητα σε ό,τι αφορά το διπλωματικό πεδίο από πολλές πλευρές. Είναι πάρα πολύ κρίσιμο να έχουμε μια δευτερογενή θέση για ό,τι προκύψει, είτε πρόκειται για μια συνέχιση της κατάστασης αυτής είτε για μια επέμβαση μεγάλης έκτασης ή μια σημειακή επέμβαση εκ μέρους της Ρωσίας. Η απειλή πολέμου σε ό,τι αφορά τις συνέπειες για τρίτα κράτη είναι ήδη πολύ σημαντική και αναδεικνύει την αξία της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρώπης γενικά». Με δυο λόγια, εξέφρασε μεν την ελπίδα του να αποδώσει η διπλωματία αλλά, από την άλλη, «είμαστε υποχρεωμένοι να εργαζόμαστε πάνω σε όλα τα σενάρια».
Για την περίπτωση της πιθανής περαιτέρω ενεργειακής κρίσης εξήγησε ότι υπάρχουν δύο επίπεδα αντίδρασης: «Στο ευρωπαϊκό επίπεδο όλοι είμαστε συντεταγμένοι πίσω από την ευρωπαϊκή πολιτική και την πολιτική των συμμάχων μας» είπε και αναφέρθηκε στην τηλεδιάσκεψη που πραγματοποιήθηκε την Δευτέρα, υπό την προεδρία του Σαρλ Μισέλ με τη συμμετοχή του Έλληνα πρωθυπουργού και άλλων ευρωπαίων ηγετών. Υπάρχει ένα σχέδιο, εξήγησε, το οποίο «αυτή τη στιγμή καταρτίζεται στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το ζήτημα της ενεργειακής ενίσχυσης της Ευρώπης». Στο εθνικό επίπεδο, με όλους τους συναρμόδιους φορείς, το Υπουργείο, τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, ΔΕΗ, ΔΕΠΑ, «φροντίζουμε έτσι ώστε πρώτον, να υπάρχει ενεργειακή κάλυψη, να μην υπάρξει έλλειμμα τις επόμενες ημέρες, εβδομάδες ή τους επόμενους μήνες και δεύτερον, να έχουμε μια ανεκτή τιμή στα αποθέματά μας. Η Ελλάδα θα δεχθεί τις συνέπειες μιας κλιμάκωσης της κατάστασης», ανέφερε, και παρότι δεν είμαστε άμεσα εμπλεκόμενοι με τους αγωγούς που διέρχονται μέσα από την Ουκρανία, «είναι βέβαιο ότι θα υπάρξει μια αντανακλαστική συνέπεια. Φροντίζουμε να έχουμε ένα δευτερογενές πλάνο ακόμη και με διμερείς συμφωνίες με τρίτα κράτη ώστε να μην υπάρξει απομείωση των ενεργειακών μας αποθεμάτων».
Διευρύνοντας το θέμα της ακρίβειας, «βρισκόμαστε σε ένα παγκόσμιο οικονομικό φαινόμενο που τα τελευταία 40 χρόνια δεν το έχουμε συναντήσει. Ο πληθωρισμός στις Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκεται στο 7,5%, ένας τεράστιος πληθωρισμός, και σε εμάς υπάρχει δυστυχώς πολύ υψηλός πληθωρισμός, αυτή τη στιγμή περίπου στο 5,5%». Τούτων δοθέντων, επιχειρηματολόγησε, είναι «ένα παγκόσμιο φαινόμενο το οποίο θα πρέπει όλοι να διαχειριστούμε συντονισμένα αλλά δεν εξαρτάται μόνο από την εθνική πολιτική. Στο πεδίο της ενέργειας καταλαβαίνω τους Έλληνες πολίτες οι οποίοι αυτή τη στιγμή βρίσκονται μπροστά σε μια πολύ μεγάλη αύξηση του κόστους ενέργειας», επεσήμανε ο Γ. Γεραπετρίτης και πρόσθεσε: «Είναι τρομακτικό το πόσο αυξάνεται το κόστος ενέργειας, το βασικό κόστος στο φυσικό αέριο έχει πενταπλασιασθεί το τελευταίο διάστημα. Έχει καταβληθεί προσπάθεια να καλυφθεί μέρος της αύξησης με τις ενισχύσεις από την ελληνική Πολιτεία, περίπου 2 δισ. έχουν δοθεί μέχρι και τον Φεβρουάριο».
Ξεκαθάρισε εξάλλου ότι «δεν υπάρχει δυνατότητα να καλυφθεί όλη η αύξηση και δεν υπάρχει καμία χώρα στον κόσμο που να έχει καλυφθεί όλη η αύξηση», ωστόσο «η ενίσχυση στους ευάλωτους συμπολίτες μας θα συνεχισθεί για όσο χρόνο υπάρξει η κρίση», υπογραμμίζοντας συγχρόνως την αύξηση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών: «σύμφωνα με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είχαμε μια ετήσια αύξηση κοντά στο 5%, πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, κυρίως λόγω της μείωσης των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών».
Αξιολογώντας παράλληλα ως πιο σημαντικό μέτρο την αύξηση του κατώτατου μισθού απάντησε και στο αίτημα της αντιπολίτευσης να έλθει πιο νωρίς η αύξηση αυτή: «υπάρχει μια διαδικασία που προβλέπεται από το νόμο με τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων, άρα δεν μπορεί να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη».
Ερωτηθείς για τις αγροτικές κινητοποιήσεις, αφού θύμισε ότι ενισχύθηκαν οι αγρότες μέσω της κάλυψης της ρήτρας αναπροσαρμογής, της μείωσης των τιμών σε ζωοτροφές και λιπάσματα μέσω της μείωσης του ΦΠΑ, δήλωσε ότι «δεν υπάρχει η δημοσιονομική δυνατότητα». Δηλαδή, συνέχισε, «δεν πρέπει και δεν μπορούμε να διακινδυνεύσουμε τη δημοσιονομική σταθερότητα της χώρας. Αυτό που με πάρα πολύ μεγάλο κόπο έχει κατακτηθεί, το να μπορούμε να στεκόμαστε στα πόδια μας, να μπορούμε να έχουμε την αξιοπιστία την περίοδο της κρίσης να μπορούμε να δανειζόμαστε με ιστορικά χαμηλά επιτόκια, δεν μπορούμε να το διακινδυνεύσουμε», τόνισε και συμπλήρωσε: