Η ανάγκη για έγκριση μηχανισμού στρατηγικής εφεδρείας για τις λιγνιτικές μονάδες είναι στην πρώτη γραμμή των προτεραιοτήτων της κυβέρνησης. Το όλο θέμα είναι σε διαδικασία στην Κομισιόν ωστόσο συνδέεται και με την επικαιροποίηση από τη ΡΑΕ της μελέτης επάρκειας. Μάλιστα η ΔΕΗ έχει θέσει το θέμα στη ΡΑΕ στο πλαίσιο της διαβούλευσης για το δεκαετές πρόγραμμα ανάπτυξης του δικτύου μεταφοράς την περίοδο 2022-2031.
Την ίδια ώρα μιλώντας χθες στην ΕΡΤ και στο Πρώτο πρόγραμμα της ΕΡΤ, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας σημείωσε ότι «Η ΔΕΗ χρησιμοποιεί τις λιγνιτικές μονάδες της όταν κρίνει ότι την συμφέρει». Ουσιαστικά “φωτογράφισε” και τον παράγοντα κέρδους, πέρα από αυτόν της ενεργειακής ασφάλειας, για την ενεργοποίηση των λιγνιτικών μονάδων που παρά τα προβλήματα που έχουν, (πεπαλαιωμένες, με λιγνίτη χαμηλού θερμοδυναμικού φορτίου κτλ) στη δεδομένη συγκυρία τιμών ευνοούν τη ΔΕΗ στη μάχη για διασφάλιση κερδοφορίας. Να σημειωθεί ότι με βάση το ΥΠΕΝ τα τρία από τα έξι λιγνιτικά εργοστάσια της ΔΕΗ έχουν μεταβλητό κόστος από 193 έως 215 €/MWh.
Ήδη, δε, σε σχέση με το τι ίσχυε πριν μήνες η συμμετοχή στο μίγμα των λιγνιτών είναι υπερτριπλάσια, από ποσοστά κάτω από 5-6% έχουν φτάσει ακόμη και στο 22%. Σήμερα στο ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας η τιμή είναι στα 298,71 €/MWh, μειωμένη κατά 6,44% σε σχέση με χθες, η συμμετοχή του λιγνίτη είναι στο 16,54% μειωμένη βέβαια σε σχέση με άλλες μέρες καθώς μάλιστα και οι τιμές δικαιωμάτων CO2 έχουν ανεβεί τελευταία και πάλι. Από τα 96,93 €/τόνο στις 8 Φεβρουαρίου έφτασαν ένα μήνα μετά στα επίπεδα των 58,3 €/τόνο για να πάρουν μετά τις 10/3 και πάλι την ανιούσα και να καταγράφουν τιμές 76,76 €/τόνο.
Η Αντιπολίτευση
Μιλώντας, πάντως, τις προηγούμενες μέρες ο τομεάρχης Περιβάλλοντος και Ενέργειας και βουλευτής Β’ Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για την κύρωση διεθνών συμφωνιών στον τομέα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στην Ολομέλεια της Βουλής Σωκράτης Φάμελλος σημείωσε ότι “η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει επιτρέψει τη λειτουργία καρτέλ με συμμετοχή της ΔΕΗ που χειραγωγεί τις τιμές και αισχροκερδεί. Σε αυτό κάνει πλάτη η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ενώ επίσης όλες οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν προθεσμιακή αγορά και διμερή συμβόλαια, στην Ελλάδα αυτό δεν ισχύει αλλά οι εξωφρενικές τιμές χονδρικής μετακυλίονται πλήρως στους καταναλωτές."
Σχετικά με το λιγνίτη ανέφερε “ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν είναι οπαδός του λιγνίτη. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εκπόνησε για πρώτη φορά Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα που προέβλεπε την ομαλή μετάβαση στην απανθρακοποίηση, την απεξάρτηση από όλα τα ορυκτά καύσιμα και το φυσικό αέριο και το λιγνίτη. Όμως εσείς δεν μπορείτε να λέτε ψέματα και να κρύβετε τις επιλογές σας που αδειάζουν τις τσέπες των πολιτών. Καταθέτω λοιπόν δελτίο Τύπου του κ. Σκρέκα που αναφέρει πως το κόστος ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο, τον περασμένο Σεπτέμβριο πριν από το ράλι τιμών, ήταν στα 150 ευρώ ανά μεγαβατώρα ενώ το κόστος ηλεκτροπαραγωγής από λιγνίτη στα 110 με 115 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Καταθέτω ακόμη άρθρο Διευθυντή της ΔΕΗ, κ. Σταματάκη, που αναφέρεται σε στοιχεία για τον Ιανουάριο όπου, το κόστος ηλεκτροπαραγωγής από λιγνίτη ήταν στα 145 ευρώ ανά μεγαβατώρα και το κόστος ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο 170 έως 300 ευρώ ανά μεγαβατώρα ανάλογα με τη διακύμανση των τιμών του φυσικού αερίου. Καταθέτω τέλος στοιχεία από τον καθηγητή ΕΜΠ κ. Κάπρο που αναφέρει κόστος 134 ευρώ ανά μεγαβατώρα για το φυσικό αέριο και 115 ανά μεγαβατώρα για το λιγνίτη.
Υπήρχε λοιπόν η δυνατότητα για να εξυπηρετηθεί η ελληνική παραγωγή και οικονομία και φυσικά οι πολίτες, χωρίς να αποκλίνουμε από το στόχο της απολιγνιτοποίησης, όπως λέει και ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν κος Τίμερμανς, να χρησιμοποιούμε εγχώρια καύσιμα λαμβάνοντας πάντα υπόψη το κόστος παραγωγής και να μεταβούμε στις ΑΠΕ χωρίς όμως την «αεριοποίηση» της ηλεκτροπαραγωγής που έχει επιλέξει η κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Αυτή όμως είναι μία επιλογή χρεωκοπίας για την Ελλάδα. Εμείς ζητάμε την άμεση λήψη μέτρων για την στήριξη της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, έλεγχο στα κέρδη των ενεργειακών εταιρειών και παραγωγών ενέργειας, ρύθμιση της αγοράς και συμμετοχή του εγχώριου καυσίμου στην ηλεκτροπαραγωγή και ταυτόχρονα δημόσιο έλεγχο στις ενεργειακές εταιρείες και στα Δίκτυα, όπως και αξιοποίηση του κοινωνικού και αναπτυξιακού διαχρονικού ρόλου της ΔΕΗ. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη επέλεξε όμως να παραδώσει όλα αυτά τα εργαλεία άσκησης πολιτικής σε ιδιώτες, άλλη μία επιλογή που μάς οδηγεί σε αδιέξοδα και χρεωκοπία.”