Μεγάλη ημέρα για τον κλάδο ενέργειας αλλά και τη βιομηχανία της ΕΕ είναι η σημερινή, καθώς σήμερα το μεσημέρι στο Στρασβούργο θα γίνουν τα «αποκαλυπτήρια» τριών σημαντικών νομοθετικών πρωτοβουλιών της Κομισιόν.
Η πρώτη -και πιο πολυσυζητημένη- αφορά στην πρόταση για τη μεταρρύθμιση των χονδρεμπορικών αγορών ηλεκτρισμού, που έρχεται ως απάντηση με την εκτόξευση των τιμών ενέργειας σε δυσθεώρητα επίπεδα. Η δεύτερη είναι η λεγόμενη «Net Zero Industry Act» για την διευκόλυνση της πράσινης μετάβασης της ευρωπαϊκής βιομηχανίας ώστε να μηδενίσει το ανθρακικό της αποτύπωμα -που παρουσιάζεται ως η απάντηση των Βρυξελλών στο Inflation Reduction Act της κυβέρνησης Μπάιντεν, αν και οι βιομηχανίες κάνουν λόγο για ανεπαρκή απάντηση. Και η τρίτη είναι η Critical Raw Materials Act που έχει ως στόχο να μειώσει την εξάρτηση της ΕΕ από τρίτες χώρες (βλέπε Κίνα) για σπάνιες πρώτες ύλες όπως το κοβάλτιο, το λίθιο κ.α που είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη των τεχνολογιών που θα διασφαλίσουν την επίτευξη του στόχου της κλιματικής ουδετερότητας το 2050.
Από το ευρύ αυτό «πακέτο», το μεγαλύτερο ενδιαφέρον προσελκύει η πρώτη πρόταση, αν και από τα κείμενα που διέρρευσαν τις προηγούμενες ημέρες είναι σαφές ότι η αποκλιμάκωση των τιμών ρεύματος και φυσικού αερίου….μείωσε δραστικά την διάθεση των κυβερνήσεων της ΕΕ αλλά και των Βρυξελλών να προχωρήσουν ρε ριζικές μεταρρυθμίσεις (ορισμένες χώρες άλλωστε δεν είχαν καμία διάθεση εξαρχής να «πειράξουν» το Target Model). Έτσι, το οριακό μοντέλο τιμολόγησης (και κατ’ επέκταση της σύνδεσης των χονδρεμπορικών τιμών με τις τιμές των ακριβότερων μονάδων που είναι συνήθως αυτές του φυσικού αερίου) δεν αλλάζει και οι εκκλήσεις χωρών όπως η Γαλλία (με υψηλή συμμετοχή των πυρηνικών μονάδων στην ηλεκτροπαραγωγή) και η Ισπανία (με την υψηλή παραγωγή ΑΠΕ) να κοπεί ο «γόρδιος δεσμός» που συνδέει τις τιμές ρεύματος με τις τιμές του φυσικού αερίου φαίνεται να πέφτουν στο κενό.
Έτσι, αντί για τη ριζική μεταρρύθμιση που ζητούσαν Γαλλία και Ισπανία (με την Ελλάδα να συμπαρατάσσεται μαζί τους), η πρόταση που θα παρουσιάσει η Επίτροπος Ενέργειας Κάντρι Σίμσον φαίνεται να είναι πολύ πιο κοντά σε αυτό που ζητούσαν οι εταιρείες ηλεκτροπαραγωγής (και οι χώρες του Βορρά), δηλαδή στοχευμένες αλλαγές με έμφαση στα μακροπρόθεσμα συμβόλαια, όπως τα αμφίδρομα συμβόλαια επί της διαφοράς (two-way Contracts for Difference, CfDs) και τα γνωστά μας PPA (Power-Purchase Agreements). “H Kομισιόν φαίνεται να άκουσε τις συστάσεις της βιομηχανίας για τα μακροπρόθεσμα μηνύματα- τόσο για τους επενδυτές όσο και τους καταναλωτές- ώστε να μπορούν να ελέγχουν την έκθεσή τους στις ακραίες μεταβολές των τιμών¨, σχολίασε ο Κρίστιαν Ρούμπι, γενικός γραμματέας της Eurelectric, του «λόμπι» των ηλεκτροπαραγωγών.
Κεντρικό σημείο της πρότασης της Κομισιόν είναι «σχήματα άμεσης στήριξης» για τα CfDs που αφορούν σε νέες μονάδες που χρησιμοποιούν τεχνολογίες ηλεκτροπαραγωγής χαμηλού ανθρακικού αποτυπώματος (ΑΠΕ, πυρηνικά, υδροηλεκτρικά, μονάδες γεωθερμίας). Οι νέες επενδύσεις δηλαδή για τις εν λόγω μονάδες που υλοποιούνται με αυτό το μοντέλο θα έχουν σταθερή τιμή αποζημίωσης για την παραγωγή τους, εγγυημένη από τα κράτη-μέλη. Αυτό σημαίνει πως θα αντισταθμίζεται η διαφορά όταν η τιμή αποζημίωσης είναι μικρότερη από τις χονδρεμπορικές τιμές. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν η «ταρίφα» είναι μεγαλύτερη από τις χονδρεμπορικές τιμές, η διαφορά θα παρακρατείται και θα διανέμεται στους καταναλωτές (νοικοκυριά, ΜμΕ, βιομηχανίες) ανάλογα με το μερίδιό τους στην τελική κατανάλωση ενέργειας. Πρόκειται για μια φόρμουλα που προσιδιάζει πολύ με τον ελληνικό μηχανισμό των πλαφόν ανά τεχνολογία.
Μαζί με τα CfDs, η Κομισιόν επιδιώκει την διείσδυση και άλλου είδους μακροπρόθεσμων συμβάσεων όπως τα PPA που συνάπτονται μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών ρεύματος. Σύμφωνα με την πρόταση, οι χώρες καλούνται να θεσπίσουν εργαλεία που θα μειώνουν τον χρηματοοικονομικό κίνδυνο των PPA.
Σε κάθε περίπτωση, σημεία τριβής αναμένεται να αποτελέσουν το κατά πόσο τα CfDs θα επεκταθούν σε υφιστάμενες μονάδες ή θα αφορούν μόνο νέες επενδύσεις και το αν θα υπάρχουν στοιχεία υποχρεωτικότητας για CfDs και PPAs ή η χρήση τους θα τεθεί σε καθαρά εθελοντική βάση.
«Εγείρεται και το ερώτημα για το πόσο δημοσιονομικό χώρο έχουν οι χώρες για να παρέχουν επαρκείς πόρους για τα PPA και τα CdDs”, σχολίασε ο αναλυτής του ινστιτούτου Bruegel Γκέοργκ Ζάχμαν. Πολλώ δε μάλλον όταν στην περίπτωση των CfDs, όταν οι χονδρεμπορικές τιμές είναι χαμηλότερες από τις «ταρίφες» η διαφορά θα πρέπει να καλυφθεί από τους δημόσιους κορβανάδες.