του Αλέξανδρου Μπαρότσι
Η Ελλάδα ήταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια μια μικρή κουκίδα στον ενεργειακό χάρτη της Ευρώπης. Μια περιφερειακή αγορά, χωρίς καμία αλληλεπίδραση στην ευρύτερη γειτονιά, πόσο μάλλον πανευρωπαϊκά. Ο πόλεμος στην Ουκρανία συνέβαλε ώστε να αρχίσει σταδιακά να αλλάζει αυτή η εικόνα του «φτωχού συγγενή». Η διακοπή της ροής του ρωσικού αερίου στις γειτονικές χώρες και η ανάγκη τους να τροφοδοτηθούν με LNG, σε συνδυασμό με την κούρσα της Ευρώπης για τη πράσινη μετάβαση, αναβάθμισε το 2022 τον ρόλο μας. Σταδιακά το κάποτε ασήμαντο ελληνικό ενεργειακό οικοσύστημα, άρχισε να αποκτά όγκο.
Κινήσεις όπως του ομίλου Κοπελούζου στο θέμα των διασυνδέσεων και δη αυτό μεταξύ Ελλάδας - Αιγύπτου, της ΔΕΗ με την εξαγορά της Enel στην Ρουμανία και εσχάτως η είσοδος της Mytilineos στην αγορά του Καναδά με την εξαγορά φωτοβολταϊκών, έφεραν την Ελλάδα στο διεθνές προσκήνιο. «Κούμπωσαν» με όλα αυτά, μια σειρά νέα έργα, όπως τα LNG terminals και οι αγωγοί φυσικού αερίου ικανοί να χρησιμοποιούν κι άλλα καύσιμα, όπως το υδρογόνο, αθροίζοντας επενδύσεις πολλών δισεκατομμυρίων και συνδέοντας την Ελλάδα με τον έξω κόσμο.
Και τότε άρχισαν να έρχονται και οι διακρίσεις για τους Έλληνες μάνατζερ με την ανάληψη κορυφαίων θέσεων στον ευρωπαϊκό ενεργειακό γαλαξία. Επικεφαλής της Eurometaux, δηλαδή ενός συνδέσμου με μέλη 200 επιχειρήσεις που εκπροσωπούν όλη την ευρωπαϊκή βιομηχανία μετάλλου και απασχολούν 500.000 εργαζόμενους, είναι εδώ και μερικούς μήνες ο Ευάγγελος Μυτιληναίος. Στο σκέλος των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας βρίσκουμε τον Αριστοτέλη Χαντάβα, επικεφαλής της Ευρώπης της Enel Green Power, που για δεύτερη θητεία ανέλαβε πρόεδρος στο τιμόνι του Ευρωπαϊκού Συνδέσμου Φωτοβολταϊκών (Solar Power Europe). Και από προχθές στην καρδιά της ευρωπαϊκής βιομηχανίας των εταιρειών ηλεκτροπαραγωγής, την Eurelectric, με μέλη περισσότερες από 3.500 εταιρείες, έχουμε στην θέση του αντιπροέδρου τον Γιώργο Στάσση της ΔΕΗ.
Οι θέσεις δεν είναι διακοσμητικές. Οι θητείες και των τριών μάνατζερ θα είναι γεμάτες προκλήσεις. Η ενεργειακή κρίση και ο πόλεμος στην Ουκρανία θα ήταν από μόνα τους αρκετές, ωστόσο σε αυτές προστίθενται και τα δύσκολα στοιχήματα για την πράσινη μετάβαση με αποτέλεσμα η Ευρώπη να κινδυνεύει να μείνει ουραγός στην κούρσα, πίσω από την Β. Αμερική. Επί της ουσίας, οι Έλληνες μάνατζερ αναλαμβάνουν ίσως στην πιο δύσκολη στιγμή για τον ενεργειακό χώρο εδώ και πολλές δεκαετίες.
Στην περίπτωση του Ευ. Μυτιληναίου, το βασικό στοίχημα λέγεται ενεργειακό κόστος, γεγονός που σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες οδηγεί πολλές βιομηχανίες να επιλέγουν για επενδύσεις τον Καναδά ή τις ΗΠΑ αναζητώντας καλύτερες συνθήκες παραγωγής. Η βασική προτεραιότητα της προεδρίας του στην Eurometaux είναι η αναστροφή της τάσης μείωσης των εξαγωγών του κλάδου.
Στην περίπτωση του κ. Χαντάβα και ειδικά του Γ. Στάσση η πρόκληση λέγεται πράσινος μετασχηματισμός και αλλαγή του μοντέλου, βάσει του οποίου λειτουργεί εδώ και περισσότερα από τριάντα χρόνια η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Ενίσχυση των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας, ασφαλής εφοδιασμός της Ευρώπης και εξασφάλιση των κατάλληλων επενδυτικών συνθηκών είναι οι βασικές προτεραιότητες για να κερδηθεί το μεγάλο στοίχημα. Δηλαδή, η σύνδεση επιπλέον 650 GW έως το 2030 στην Ευρώπη που παραμένει μια αδιανόητη πρόκληση χωρίς εκσυγχρονισμένα και ανθεκτικά δίκτυα, όπως και η ίδια η Eurelectric, υποδηλώνοντας και τις μάχες που πρόκειται να δοθούν στους διαδρόμους των Βρυξελλών. Ειδικά σε μια συγκυρία όπου η ΔΕΗ μπαίνει σε μια νέα ώριμη αγορά, όπως η ρουμανική και αποκτά πρόσβαση σε ένα στρατηγικό ενεργειακό διάδρομο, η απευθείας πρόσβαση στο ευρωπαϊκό κέντρο αποφάσεων παίζει ακόμη μεγαλύτερο ρόλο.
Τρεις Έλληνες μάνατζερ οι οποίοι με τις τοποθετήσεις τους σε κομβικές θέσεις αφενός αναβαθμίζουν τον ρόλο της Ελλάδας διεθνώς, αφετέρου έρχονται αντιμέτωποι με τεράστιες προκλήσεις. Όντας στα κέντρα των ευρωπαϊκών αποφάσεων, καθώς και οι τρεις είναι πλέον συνομιλητές και συνδιαμορφωτές των ευρωπαϊκών πολιτικών, καλούνται να φέρουν συγκεκριμένες προτάσεις στο τραπέζι, οι οποίες θα επιταχύνουν την ενεργειακή μετάβαση και θα βοηθήσουν στην αναζωογόνηση της βιομηχανίας, διασφαλίζοντας την διεθνή της ανταγωνιστικότητα, αλλά και ταυτόχρονα να βελτιώσουν το όνομα της Ελλάδας στο διεθνές στερέωμα.