Την ευκαιρία να γίνει η Ελλάδα ένας επενδυτικός προορισμός και τη σημασία της πράσινης μετάβασης για την δημιουργία αξίας, νέων θέσεων εργασίας και πλούτου αναδεικνύει το νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, καθώς μέχρι το 2030 οι κλιματικοί στόχοι απαιτούν ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις κοντά στα 200 δισ. ευρώ.
Η ευκαιρία που καλούμαστε να εκμεταλλευτούμε είναι τεράστια, όπως αναδεικνύει το κείμενο, το οποίο απαριθμεί τους πέντε βασικούς τομείς, με πρωταγωνιστές τον νέο πράσινο οικιακό εξοπλισμό, τις οικοδομικές εργασίες αναβάθμισης των κατοικιών, τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, τα δίκτυα και φυσικά το ηλεκτρικό αυτοκίνητο. Η ηλεκτροκίνηση αναμένεται να αποσπάσει τη μερίδα του λέοντος, με τον εξαιρετικά φιλόδοξο στόχο ως το 2030 να κυκλοφορούν στους ελληνικούς δρόμους 460.000 ηλεκτρικά και υβριδικά αυτοκίνητα, τα οποία μαζί με την ανάπτυξη δικτύου φόρτισης εκτιμάται ότι θα κινητοποιήσουν δαπάνες 100 δισ.
Στην δεύτερη θέση βρίσκεται η απόκτηση νέου οικιακού εξοπλισμού και νέων λιγότερο ενεργοβόρων συσκευών (60 δισ.), μια τάση διεθνώς αυξανόμενη που αφορά την ανανέωση της οικοσκευής των νοικοκυριών, τόσο λόγω των επιδοτήσεων, όσο και στο πλαίσιο της ενεργειακής εξοικονόμησης και μείωσης του περιβαλλοντικού αποτυπώματος. Ακολουθούν οι μονάδες ΑΠΕ (12 δισ.), η ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών (6 δισ.), τα δίκτυα διανομής και μεταφοράς (6- 7 δισ.), ενώ το κάδρο συμπληρώνουν η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης στη βιομηχανία (1- 2 δισ.), τα εναλλακτικά καύσιμα, καθώς και άλλοι τομείς, συνιστώντας όλοι μαζί μια μοναδική ευκαιρία για την οικονομία.
Οι κλιματικοί και ενεργειακοί στόχοι του 2030 εκτιμάται, σύμφωνα με το κείμενο, ότι θα κινητοποιούν από του χρόνου και μετά κεφάλαια 25- 27 δισ. ευρώ το χρόνο ή το 12% - 13% του ΑΕΠ. Αν συνδυαστούν με τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, οι οποίοι χρηματοδοτούν σε μεγάλο βαθμό δράσεις ενεργειακής αναβάθμισης και πράσινες επενδύσεις, τα κεφάλαια ξεπερνούν κατά πολύ τα 200 δισ. ευρώ, δημιουργώντας μέσα στην δεκαετία ένα επενδυτικό τσουνάμι, το οποίο δεν πρόκειται να παρουσιαστεί ξανά.
Τεράστιο στοίχημα
Το στοίχημα είναι τεράστιο, τόσο γιατί πρέπει να έχουμε σχέδιο και στρατηγικές για να γίνουν οι επενδύσεις με εθνική και τοπική αξία, όσο και γιατί πρέπει να στηριχτούν τα νοικοκυριά τα οποία αναπόφευκτα θα επωμισθούν σημαντικό μέρος του κόστους. Και για αυτό ακριβώς το λόγο πρέπει να σχεδιαστούν από την κυβέρνηση τα κατάλληλα προγράμματα επιδοτήσεων και ενισχύσεων, ακόμη πιο αναβαθμισμένα «Εξοικονομώ», «Φωτοβολταικά στις Στέγες» και «Κινούμαι Ηλεκτρικά», αλλά και να εξηγηθούν τα οφέλη της πράσινης μετάβασης στην κοινή γνώμη, προκειμένου να μην υπάρχει περιθώριο παραπλάνησης από λαϊκιστές, συνωμοσιολόγους και διάφορα άλλα lobby συμφερόντων.
Το ΕΣΕΚ αναδεικνύει την ευκαιρία, αλλά και τη μεγάλη πρόκληση για κάθε χώρα από τη πράσινη μετάβαση. Ναι μεν, όσο θα προχωράει ο ενεργειακός μετασχηματισμός της Ελλάδας, τόσο θα μειώνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ και η δαπάνη για αγορά ενεργειακών προϊόντων και υπηρεσιών (ηλεκτρισμός, καύσιμα, αγορά συσκευών και οχημάτων), ωστόσο αυτό προϋποθέτει να δοθεί στα νοικοκυριά στήριξη για την πραγματοποίηση των σχετικών επενδύσεων και αγορών των νέων πράσινων αγαθών.
Ο κώδωνας του κινδύνου αφορά καταρχήν την αύξηση της ενεργειακής φτώχειας και άρα την ανάγκη να στηριχθούν περαιτέρω οι ευάλωτοι, για να μην μείνουν εντελώς έξω από το παιχνίδι της ενεργειακής αναβάθμισης των κατοικιών και της οικοσκευής τους. Τα νοικοκυριά αυτά πρέπει να έχουν κατά προτεραιότητα πρόσβαση σε χρηματοδότηση και επιδοτήσεις, προκειμένου να συμμετάσχουν στο βαθμό που είναι εφικτό στο πράσινο ενεργειακό γίγνεσθαι. Διαφορετικά, αν υστερήσουν ως προς τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό, θα βρεθούν αντιμέτωπα στο μέλλον με ένα δυσθεώρατο ενεργειακά κόστος και η ενεργειακή φτώχεια θα αυξηθεί.
Στόχος οι ΑΠΕ να καλύπτουν το 80% της ηλεκτροπαραγωγής ως το 2030
Στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η χώρα θα πρέπει το 2030 να έχει 9,5 GW από αιολικά, (εκ των οποίων 1,9 GW υπεράκτια), 13,4 GW φωτοβολταικά και 0,6 GW άλλες πράσινες τεχνολογίες. Ειδικά στα χερσαία αιολικά και φωτοβολταικά, η εγκατεστημένη ισχύς προβλέπεται να αυξηθεί κατά 12 GW ως το 2030 (από 11,5 GW στα τέλη του 2023 σε 23,5 GW το 2030). Τα υδροηλεκτρικά θα πρέπει να είναι 3,8 GW, η αποθήκευση 5,3 GW, (εκ των οποίων 3,1 GW μπαταρίες και 2,2 GW η αντλησιοταμίευση), ενώ το μείγμα συμπληρώνουν 7,7 GW μονάδων φυσικού αερίου, 0,7 GW μονάδων με υγρό καύσιμο και καθόλου λιγνίτης.
Το σύνολο της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας εκτιμάται ότι θα φτάσει τις 64,6 ΤWh στο τέλος της δεκαετίας, ενώ μειώνεται κατακόρυφα η εξάρτηση της χώρας από εισαγωγές, καθώς η συμμετοχή τους δεν θα ξεπερνά το 3%.
Στα υπόλοιπα μεγέθη, η συμμετοχή των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας θα είναι 44%, έναντι 35% στο προηγούμενο ΕΣΕΚ. Ενώ, στόχος είναι οι ΑΠΕ να καλύπτουν το 80% της ηλεκτροπαραγωγής ως το 2030 (σημαντικά υψηλότερος από το 61% που είχε τεθεί στο υφιστάμενο ΕΣΕΚ) και να πλησιάσουν το 95% από το 2035 και μετά. Οσο για την ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στις 52,7 TWh το 2030 (81,6% του συνόλου). Στόχος είναι οι εκπομπές CO2 από την παραγωγή ενέργειας να έχουν μηδενιστεί από το 2035 και μετά, με έμφαση στον εξηλεκτρισμό των τομέων μεταφορές και κτίρια. Επισημαίνεται ότι μεγάλη μείωση των εκπομπών ήδη από το 2023 προέρχεται από την απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων.