Το αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) το οποίο απεστάλη την περασμένη Παρασκευή προς έγκριση στην Κομισιόν, περιλαμβάνει τους νέους στόχους για το 2030 οι οποίοι αφορούν σε ταχύτερη απολιγνιτοποίηση του ενεργειακού μείγματος της χώρας πριν το 2028, εκτίμηση για 460.000 ηλεκτρικά οχήματα, 23,5 GW ΑΠΕ, 5,3 GW για αποθήκευση καθώς και 7,7 GW μονάδων φυσικού αερίου.
Το κείμενο που αφορά την περίοδο 2021- 2050, επίσης περιλαμβάνει αυξημένες επενδυτικές δαπάνες, της τάξης του 1% - 2% του ΑΕΠ, με την επισήμανση ότι στις μεταφορές, και την αναβάθμιση των κατοικιών, τα νοικοκυριά θα επωμισθούν αναπόφευκτα μια σημαντική αύξηση του κόστους, επομένως είναι απαραίτητη η χρηματοδοτική τους διευκόλυνση.
ΑΠΕ
Στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η χώρα θα πρέπει το 2030 να έχει 9,5 GW από αιολικά, (εκ των οποίων 1,9 GW υπεράκτια), 13,4 GW φωτοβολταικά και 0,6 GW άλλες πράσινες τεχνολογίες.
Ειδικά στα χερσαία αιολικά και φωτοβολταικά, η εγκατεστημένη ισχύς προβλέπεται να αυξηθεί κατά 12 GW ως το 2030 (από 11,5 GW στα τέλη του 2023 σε 23,5 GW το 2030). Τα υδροηλεκτρικά θα πρέπει να είναι 3,8 GW, η αποθήκευση 5,3 GW, (εκ των οποίων 3,1 GW μπαταρίες και 2,2 GW η αντλησιοταμίευση), ενώ το μείγμα συμπληρώνουν 7,7 GW μονάδων φυσικού αερίου, 0,7 GW μονάδων με υγρό καύσιμο και καθόλου λιγνίτης.
Το σύνολο της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας εκτιμάται ότι θα φτάσει τις 64,6 ΤWh στο τέλος της δεκαετίας, ενώ μειώνεται κατακόρυφα η εξάρτηση της χώρας από εισαγωγές, καθώς η συμμετοχή τους δεν θα ξεπερνά το 3%.
Στα υπόλοιπα μεγέθη, η συμμετοχή των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας θα είναι 44%, έναντι 35% στο προηγούμενο ΕΣΕΚ. Ενώ, στόχος είναι οι ΑΠΕ να καλύπτουν το 80% της ηλεκτροπαραγωγής ως το 2030 (σημαντικά υψηλότερος από το 61% που είχε τεθεί στο υφιστάμενο ΕΣΕΚ) και να πλησιάσουν το 95% από το 2035 και μετά. Όσο για την ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στις 52,7 TWh το 2030 (81,6% του συνόλου). Στόχος είναι οι εκπομπές CO2 από την παραγωγή ενέργειας να έχουν μηδενιστεί από το 2035 και μετά, με έμφαση στον εξηλεκτρισμό των τομέων μεταφορές και κτίρια. Επισημαίνεται ότι μεγάλη μείωση των εκπομπών ήδη από το 2023 προέρχεται από την απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων.
Σχετικά με την ηλεκτροπαραγωγή με ντίζελ στα νησιά, προτείνεται να παραμείνουν μονάδες ισχύος 0,7 GW έως το 2030, ενώ τα υδροηλεκτρικά έργα (ΥΗΕ) να αυξηθούν από 3,1 GW που είναι εγκατεστημένα σήμερα στα 3,8 GW το 2030. Για την επίτευξη του στόχου υπολογίζεται η λειτουργία του ΥΗΕ Μεσοχώρας, εγκατεστημένης ισχύος 160 MW και του ΥΗΕ Μετσοβίτικου εγκατεστημένης ισχύος 29 MW, αλλά και άλλων μεγάλων ΥΗΕ, που είτε ωριμάζουν αδειοδοτικά, όπως του ΥΗΕ Αυλακίου στον ποταμό Αχελώο (εγκατεστημένης ισχύος 83,6 – 100 MW), είτε έχουν καθυστερήσει λόγω ανάγκης ανασχεδιασμού, όπως του ΥΗΕ Αγίου Νικολάου στον ππταμό Άραχθο εγκατεστημένης ισχύος περίπου 140 MW καθώς και άλλων υδροηλεκτρικών σταθμών μικρότερης ισχύος.
Ειδικότερα, στο αναθεωρημένο ΕΣΕΚ προβλέπεται έως το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας διείσδυση ΑΠΕ κατά:
- Μείωση κατά 54% των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2030 (χωρίς τα όσα αφορά ο κανονισμός για τη χρήση γης και τη δασοπονία, LULUCF)
- 79% η συμμετοχή των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή ως ποσοστό επί της ακαθάριστης κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας το 2030 και περίπου 95 % από το 2035 και μετά.
- 46% το μερίδιο των ΑΠΕ για θέρμανση - ψύξη (από 43% σήμερα).
- 15,4 εκατ. τόνοι ισοδύναμου πετρελαίου, η τελική κατανάλωση ενέργειας το 2030
- 29% ο στόχος για το μερίδιο των ΑΠΕ στον κλάδο των μεταφορών έναντι 19% που ήταν το 2019
Λιγνίτης
Το νέο ΕΣΕΚ προβλέπει πρόωρο “λουκέτο” στις τέσσερις λιγνιτικές μονάδες του Αγίου Δημητρίου (Ι, ΙΙ, ΙΙΙ και IV) στο τέλος του 2023 ενώ με προηγούμενες υπουργικές αποφάσεις του 2021 και του 2022 είχε δοθεί και στις τέσσερις μονάδες κατ΄ εξαίρεση παράταση των ωρών λειτουργίας τους έως το τέλος του 2025. Συγκεκριμένα οι δύο μονάδες ΙΙΙ και IV του Αγίου Δημητρίου τροφοδοτούν και την τηλεθέρμανση της Κοζάνης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το νέο ΕΣΕΚ προβλέπει ότι μετά την 31η Δεκεμβρίου 2028 θα σταματήσει η ηλεκτροπαραγωγή με λιγνίτη και της νέας μονάδας της ΔΕΗ “Πτολεμαΐδα V”. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι «το χρονοδιάγραμμα αυτό δεν είναι οριστικό και με βάση τα σχόλια των φορέων αξιολογείται η επιτάχυνση της πλήρους απολιγνιτοποίησης του ενεργειακού συστήματος αρκετά προ του 2028».
Μείωση στην κατανάλωση αερίου
Παράλληλα, προβλέπεται σημαντική αύξηση της ισχύος των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με αέριο καύσιμο στα 7,7 GW (γιγαβάτ) το 2030, συγκριτικά με τα 6,9 GW που προέβλεπε το προηγούμενο ΕΣΕΚ του 2019. Ωστόσο, είναι ενδιαφέρον ότι, παρότι στο αναθεωρημένο ΕΣΕΚ η ισχύς των μονάδων είναι μεγαλύτερη (ώστε να χωρέσει και η τρίτη μονάδα φυσικού αερίου που κατασκευάζεται), περιορίζεται η ηλεκτροπαραγωγή από αέριο στις 11,7 TWh (τεραβατώρες), από 19 TWh που προβλεπόταν το 2019 με την ισχύ των μονάδων στα 6,9 GW.
Έτσι, δεν είναι τυχαία η αναφορά των μελετητών ότι «ενδέχεται να τεθεί σε κίνδυνο η οικονομική βιωσιμότητα των μονάδων φυσικού αερίου, ιδίως των παλαιότερων», γεγονός που το αποδίδουν και στη ραγδαία διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), αλλά και άλλων τεχνολογιών (συστήματα αποθήκευσης και απόκριση ζήτησης). Γι΄ αυτό όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά «για τη διασφάλιση της λειτουργίας των απαραίτητων παραγωγικών πόρων που εξασφαλίζουν την επάρκεια ισχύος του συστήματος, μπορεί να απαιτηθεί η υιοθέτηση κατάλληλων μηχανισμών ενίσχυσης».
Ηλεκτροκίνηση
Φιλόδοξοι στόχοι παρατίθενται για την ηλεκτροκίνηση όπου εξετάζονται δυο σενάρια:
Το σενάριο βάσης όπου συνεχίζονται τα σημερινά μέτρα στήριξης και ένα δεύτερο πιο αισιόδοξο με πιο ενισχυμένα προγράμματα για ταχύτερη διείσδυση.
Στο σενάριο βάσης, για να επιτευχθούν οι στόχοι πρέπει να συνεχιστούν τα γνωστά μέτρα πολιτικής (π.χ., τα προγράμματα επιδότησης «Κινούμαι Ηλεκτρικά», «Φορτίζω Παντού»), χωρίς ανάγκη λήψης νέων. Στο σενάριο αυτό, προβλέπεται ότι το 2030 το ποσοστό διείσδυσης των ηλεκτρικών οχημάτων θα φτάνει το 30% και την χρονιά εκείνη θα ταξινομηθούν 55.000.
Στο δεύτερο αισιόδοξο σενάριο , από περίπου 30.600 ηλεκτρικά επιβατικά και ελαφριά φορτηγά, ο αριθμός τους πρόκειται να ανέλθει σε περίπου 85.000 το 2025 και σε πάνω από 460.000 οχήματα το 2030 (περιλαμβάνονται τα BEV – αμιγώς ηλεκτρικά και τα PHEV – plug-in υβριδικά). Εδώ απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη των στόχων είναι η εφαρμογή αυξημένων μέτρων πολιτικής. Σε αυτό, η διείσδυση των ηλεκτρικών θα έχει φτάσει το 2030 στο 50% του συνολικού στόλου των οχημάτων, και τη χρονιά εκείνη θα ταξινομηθούν πάνω από 108.000.
Στα ελαφρά φορτηγά, η διείσδυση προβλέπεται στο 25% με 3.658 ταξινομήσεις το 2030 (σενάριο βάσης) και στο 40% με 6.931 ταξινομήσεις (σενάριο Β).
Εκτενής αναφορά γίνεται επίσης στην ανάγκη για ισόρροπη ανάπτυξη ενός επαρκούς δικτύου δημοσίως προσβάσιμων σημείων φόρτισης στην Ελλάδα, ικανοποιώντας γεωγραφικά και πληθυσμιακά κριτήρια, με έμφαση σε αστικές περιοχές όπου δεν υπάρχει πρόσβαση σε ιδιωτικές θέσεις στάθμευσης.
Οι παραδοχές
Το κείμενο περιγράφει τις παραδοχές βάσει των οποίων συντάχθηκε. Η πρώτη αφορά το γεγονός ότι οι ανυπολόγιστες καταστροφές που υπέστη η Ελλάδα το καλοκαίρι με τις πυρκαγιές και τον Σεπτέμβριο με τις πλημμύρες επιτάσσουν μια ταχεία μετάβαση. Το σενάριο μιας αργής μετάβασης – με περισσότερο φυσικό αέριο και περισσότερους ρύπους – θα είχε ψηλότερο κόστος σήμερα, σε σχέση με το κόστος που είχε όταν σχεδιάστηκε το ΕΣΕΚ του 2019.
Το 2022, η χώρα μας ξόδεψε πάνω από 7 δισ. ευρώ για εισαγωγές φυσικού αερίου – σε σχέση με το 1 δισ. ευρώ που ξόδευε κατά μέσο όρο τα χρόνια πριν την κρίση. Το κράτος διοχέτευσε σχεδόν 10 δισ. ευρώ για να προστατεύσει νοικοκυριά και επιχειρήσεις από τις επιπτώσεις της ακρίβειας, ποσό που ισούται με 4,8% του ΑΕΠ.
Η ενεργειακή κρίση επέφερε μια σημαντική πτώση στη ζήτηση του φυσικού αερίου το 2022 (19%) και της ηλεκτρικής ενέργειας (6,7%) για το σύνολο της επικράτειας. Εξελίξεις που δημιουργούν ένα νέο σημείο εκκίνησης για το ΕΣΕΚ.
Άλλη παραδοχή αφορά το γεγονός ότι οι ενεργειακές ροές στην Νοτιοανατολική Ευρώπη έχουν αλλάξει. Η χώρα μας εισήγαγε πέρυσι πολύ περισσότερο υγροποιημένο φυσικό αέριο και αύξησε τις εξαγωγές αερίου προς Βουλγαρία και άλλες χώρες. Τέλος, είναι και το γεγονός ότι η ενεργειακή κρίση έχει αλλάξει την στρατηγική της Ευρώπης, με κύριους στόχους την απεξάρτηση από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα και την επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης.