της Μαρίας Αδαμίδου
Η επιστήμη είναι απολύτως ξεκάθαρη: για να αποφευχθούν τα χειρότερα, οι εκπομπές ρύπων πρέπει να μειωθούν τουλάχιστον κατά το ήμισυ μέχρι το 2030 και ο πλανήτης να φτάσει το net-zero, δηλαδή τις μηδενικές εκπομπές μέχρι το 2050.
Η πολιτική, τουλάχιστον στην Ευρώπη και τον Δυτικό Κόσμο, ακολουθεί τις επιταγές της επιστήμης και νομοθετεί προς αυτή την κατεύθυνση.
Η ενεργειακή μετάβαση εκτιμάται ότι θα δημιουργήσει 14 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας παγκοσμίως μέσα στην επόμενη επταετία, που, με καθαρά αριθμητικούς όρους, λειτουργεί ως σοβαρό αντιστάθμισμα στα 2,7 εκατομμύρια θέσεις που θα χαθούν στον τομέα των ορυκτών καυσίμων. Αναμένεται, ακόμη, να χρειαστούν 16 εκατομμύρια εργάτες για την κατασκευή ηλεκτρικών οχημάτων, αποδοτικών συσκευών και καινοτόμων τεχνολογιών όπως το υδρογόνο.
Όλα αυτά ακούγονται πολύ ελπιδοφόρα. Ωστόσο, όπως αποτυπώνεται σε αρκετές μελέτες που δημοσιοποιούνται τους τελευταίους μήνες, ανακύπτουν ορισμένα προβλήματα: από το απολύτως προφανές ζήτημα της αποτελεσματικής μετεκπαίδευσης των εργαζόμενων στον συμβατικό ενεργειακό τομέα και της στήριξης των περιοχών που θα βιώσουν τις συνέπειες της απανθρακοποίησης του ενεργειακού μίγματος, μέχρι τη στελέχωση των νέων θέσεων εργασίας με ικανό και υψηλά καταρτισμένο προσωπικό.
Για τα δύο πρώτα ανακοινώνονται αρκετές πρωτοβουλίες, τόσο παγκοσμίως όσο και στη χώρα μας. Μόλις προ ολίγων ημερών ο Καναδάς ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα-μαμούθ για τα επόμενα χρόνια, που θα κατευθύνει τη χώρα στη δημιουργία νέων, βιώσιμων θέσεων εργασίας και στην επανα-κατάρτιση των εργαζόμενων στον πετρελαϊκό τομέα. Και στην Ελλάδα υπάρχει πρόγραμμα για την ομαλή απολιγνιτοποίηση της δυτικής Μακεδονίας, και την προστασία των τοπικών κοινωνιών από τις συνέπειές της.
Το μεγαλύτερο, ίσως, ζήτημα, είναι οι «πράσινες» θέσεις εργασίες που απαιτούν εξειδικευμένες σπουδές και γνώσεις. Γιατί, η ενεργειακή μετάβαση χρειάζεται στελέχωση, και ήδη αρκετοί ειδικοί προειδοποιούν ότι τα επόμενα χρόνια όλος ο πλανήτης θα αντιμετωπίσει σημαντικό έλλειμμα σε καταρτισμένο προσωπικό.
Η χώρα μας έχει όλες τις προϋποθέσεις για να γίνει ένα ενεργειακό hub «πράσινης» ενέργειας. Έχει, όμως, το προσωπικό για να το υλοποιήσει;
Παρότι η ενεργειακή μετάβαση είναι μονόδρομος και όλοι γνωρίζουν τον χρονικό ορίζοντα για την ολοκλήρωσή της, η εκπαίδευση προσαρμόζεται με αργούς ρυθμούς στα νέα δεδομένα. Σαφέστατα υπάρχουν πανεπιστημιακές σχολές με αυτό το αντικείμενο, ωστόσο εξακολουθούν να είναι ολιγάριθμες, ενώ η προσαρμογή των προγραμμάτων σπουδών γίνεται πολύ σταδιακά.
Το κυριότερο, όμως, είναι ότι η σημερινή γενιά, τα παιδιά που είτε σπουδάζουν αυτή τη στιγμή, είτε ετοιμάζονται να διαβούν το κατώφλι της ανώτατης εκπαίδευσης, δεν στρέφονται στα επαγγέλματα του μέλλοντος, αυτά που θα χτίσουν και θα συντηρήσουν την ενεργειακή μετάβαση. Αν ρίξει κανείς μια ματιά στις πρώτες προτιμήσεις των υποψηφίων στις πανελλαδικές εξετάσεις των τελευταίων χρόνων, αυτές αφορούν τα σώματα ασφαλείας, την ιατρική και τις παιδαγωγικές σχολές. Επαγγέλματα, δηλαδή, που έχουν σήμερα άμεση επαγγελματική αποκατάσταση. Στο μέλλον όμως;
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν η Ευρώπη βρισκόταν σε φάση ανοικοδόμησης, οι πολυτεχνικές σχολές είχαν τη μεγαλύτερη ζήτηση. Στις αρχές της νέας χιλιετίας, η τάση αυτή μεταφέρθηκε στην πληροφορική. Σήμερα λείπει αυτή η μαζική στροφή στα επαγγέλματα του μέλλοντος, το οποίο είναι πλέον πολύ κοντά.
Το φαινόμενο αυτό δεν αφορά φυσικά μόνο τη χώρα μας. Η προσαρμογή, άλλωστε, της εκπαίδευσης γίνεται αργά και ακολουθεί τις απαιτήσεις της αγοράς. Αυτή τη φορά, όμως, υπάρχει ένας σαφής χρονικός ορίζοντας και η αγορά έχει ήδη «μιλήσει». Η εκπαίδευση οφείλει να επιταχύνει το βήμα για να συμβαδίσει.