Την ανάγκη ενίσχυσης του ανταγωνισμού στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας επισημαίνει μελέτη που δημοσιεύει το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ) σε συνεργασία με το δίκτυο δεξαμενών σκέψης EPICENTER. Τη μελέτη συνέγραψαν ο ερευνητής του ΚΕΦΙΜ Ίωνας Βαλλιάνος και ο Γενικός Διευθυντής του ΚΕΦΙΜ Νίκος Ρώμπαπας.Παράλληλα εστιάζει στην πορεία του εξηλεκτρισμού της οικονομίας, κρούοντας “κώδωνα” κινδύνου αλλά και προτείνοντας μέτρα.
Όπως σημειώνει η μελέτη, για τα νοικοκυριά οι αυξήσεις των τιμών έδειξαν ότι η απελευθέρωση δεν απέφερε άμεσα οφέλη στους καταναλωτές. Μάλιστα τονίζεται ότι επιτυχία της απελευθέρωσης εξαρτάται από το επίπεδο του ανταγωνισμού και την ποιότητα των ρυθμιστικών πολιτικών, σε συνδυασμό με τις απαραίτητες πολιτικές στήριξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για μια πιο πράσινη και αποδοτική αγορά.
“Όπως διαπιστώνουν οι Μπέντσος & Παπαχαραλάμπους σε σχετική ανάλυση τους το 2024, η αγορά ενέργειας στην Ελλάδα παρουσιάζει έντονη συγκέντρωση” αναφέρει η μελέτη του Κέντυους που προσθέτει: “Στη λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, ένας συμμετέχων κατέχει το 55,6% της αγοράς, ενώ μόνο πέντε εταιρείες ελέγχουν άνω του 5%.
Στην αγορά του φυσικού αερίου, δύο μεγάλες εταιρείες κατέχουν το 64,8% της αγοράς, ενώ οι υπόλοιποι συμμετέχοντες έχουν πολύ μικρότερα μερίδια. Αυτή η συγκέντρωση περιορίζει τον ανταγωνισμό και επηρεάζει την ευχέρεια των καταναλωτών να επωφεληθούν από μειώσεις τιμών.”
Δομή της αγοράς
Σύμφωνα με όσα σημειώνει η μελέτη, “οι αγορές ηλεκτρικής ενέργειας στην χονδρική έχουν σχεδιαστεί για να εξασφαλίζουν την παραγωγή της απαιτούμενης ενέργειας στο χαμηλότερο δυνατό κόστος. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω ανταγωνιστικών μηχανισμών υποβολής προσφορών, όπου οι παραγωγοί καταθέτουν συνδυασμούς ποσοτήτων και τιμών. Οι προσφορές κατατάσσονται βάσει του οριακού κόστους και επιλέγονται οι φθηνότερες.
Στις αγορές επόμενης μέρας, οι τιμές καθορίζονται από την οριακή τιμή του συστήματος, η οποία πληρώνεται σε όλους τους παραγωγούς που επιλέχθηκαν. Αυτός ο μηχανισμός έχει αποδειχθεί αποτελεσματικός, αλλά πρόσφατα τέθηκε υπό εξέταση στην ΕΕ λόγω δύο παραγόντων: αφενός, η αυξημένη διείσδυση των ΑΠΕ με μηδενικό οριακό κόστος έχει μεταβάλει τη δυναμική της αγοράς, και αφετέρου, η αυξημένη μεταβλητότητα των τιμών έχει προκαλέσει ανησυχίες για την ασφάλεια του εφοδιασμού.
Η διατήρηση του ανταγωνισμού στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας είναι κρίσιμη για τη βελτίωση της αποδοτικότητας, την ενθάρρυνση της καινοτομίας και την υποστήριξη της ενεργειακής μετάβασης. Ωστόσο, απαιτούνται βελτιώσεις στον σχεδιασμό της αγοράς, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι μηχανισμοί αυτοί θα λειτουργούν αποτελεσματικά υπό τις νέες αυτές συνθήκες.”
Το φυσικό αέριο
Παράλληλα η μελέτη εστιάζει στο φυσικό αέριο. Όπως αναφέρει, “οι αγορές φυσικού αερίου απελευθερώθηκαν με επιτυχία τη δεκαετία του 2000, με ορισμένες εξαιρέσεις στον τομέα της λιανικής. Ενώ αρχικά υπήρχε η ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι η ζήτηση φυσικού αερίου θα συνέχιζε να αυξάνεται στο άμεσο μέλλον, πλέον είναι σαφές ότι η ζήτηση στην ΕΕ μειώνεται, με το 2023 να καταγράφει πτώση της τάξεως του 7,4%.
Η πτώση αυτή οφείλεται στην αυξανόμενη ενεργειακή απόδοση, την ηλεκτροκίνηση, την ενίσχυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και τη μείωση της ενεργοβόρας βιομηχανίας στην Ευρώπη.
Παρ’ όλα αυτά, το φυσικό αέριο εξακολουθεί να διαδραματίζει, και για ένα διάστημα θα συνεχίσει να διαδραματίζει, κεντρικό ρόλο στο ενεργειακό μείγμα της ΕΕ.”
Μεταρρυθμίσεις
Στο πλαίσιο αυτό η μελέτη εστιάζει σε “μεταρρυθμίσεις που μπορούν να επηρεάσουν τη λειτουργία των αγορών φυσικού αερίου και εντάσσονται σε δύο βασικούς τύπους παρέμβασης:
1.Ρύθμιση εμπορικών κόμβων: Το φυσικό αέριο εισάγεται μέσω αγωγών και πλοίων και αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε διάφορους εμπορικούς κόμβους στην Ευρώπη. Το 2022 έγινε έντονη συζήτηση για το κατά πόσο οι κόμβοι αυτοί, όπως ο TTF, τιμολογούν σωστά το φυσικό αέριο. Η έκθεση Ντράγκι, για παράδειγμα, υιοθέτησε τη θέση ότι υπάρχουν προβλήματα τιμολόγησης. Ωστόσο, ανεξάρτητες αναλύσεις, τόσο πριν16 όσο και μετά την κρίση του 202217, επιβεβαιώνουν ότι ο TTF και άλλοι κόμβοι αντικατοπτρίζουν τις πραγματικές συνθήκες ζήτησης και προσφοράς, καθοδηγώντας τους φορείς της αγοράς. Οι προτάσεις για πρόσθετη ρύθμιση των κόμβων αυτών θα πρέπει να αποφεύγονται, καθώς ακόμη και οι έκτακτες ρυθμίσεις του 2022 πιθανότατα επέφεραν πρόσθετο κόστος αντί να διορθώσουν την υποτιθέμενη δυσλειτουργία. Παρομοίως, μεταβατικά μέτρα, όπως η υποχρέωση πλήρωσης των αποθηκών κατά 90% έως τον Νοέμβριο,19 και η κοινή προμήθεια φυσικού αερίου, θα πρέπει να καταργηθούν σταδιακά. Τα μέτρα αυτά είτε δεν απέδωσαν κατά την περίοδο που κρίθηκαν αναγκαία, είτε δεν είναι πλέον απαραίτητα.
2. Άρση περιορισμών στην εξόρυξη φυσικού αερίου: Η βελτίωση της λειτουργίας των αγορών φυσικού αερίου μπορεί να επιτευχθεί με την άρση περιττών περιορισμών στην εξόρυξη φυσικού αερίου, ώστε να αυξηθεί η διαθέσιμη προσφορά και να μειωθεί η εξάρτηση από εισαγωγές. Η σταδιακή κατάργηση της ρύθμισης των τιμών στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου αποτελεί την πιο σημαντική μεταρρύθμιση που απαιτείται για την ενίσχυση του ανταγωνισμού και της αποδοτικότητας στις ευρωπαϊκές αγορές ενέργειας. Σύμφωνα με τους κανονισμούς της ΕΕ, από το 2007 όλοι οι καταναλωτές έχουν δικαίωμα επιλογής προμηθευτή, ενώ η ρύθμιση των τιμών επιτρέπεται μόνο σε ειδικές περιστάσεις, όπως για την προστασία ευάλωτων πελατών ή σε περιόδους κρίσης (π.χ. ενεργειακή κρίση 2022). Παρόλα αυτά, πολλά κράτη μέλη εξακολουθούν να εφαρμόζουν ρυθμίσεις τιμών για συγκεκριμένες ομάδες ή για όλους τους μικρούς πελάτες τους, ακόμη και όταν υπάρχουν διαθέσιμες μη ρυθμιζόμενες προσφορές. Η αυθαίρετη ερμηνεία της έννοιας του «ευάλωτου πελάτη» έχει οδηγήσει σε αδικαιολόγητη ρύθμιση, η οποία υπονομεύει τον ανταγωνισμό. Σύμφωνα με την έκθεση του ACER (2023),20 χώρες όπως η Βουλγαρία, η Γαλλία, η Ισπανία, η Ελλάδα και η Ιταλία, μεταξύ άλλων, διατηρούν ρυθμίσεις τιμών, ενώ δεν έχουν προχωρήσει σε σαφή σχέδια κατάργησής τους. Παράλληλα, προσωρινά μέτρα προστασίας που εισήχθησαν κατά την ενεργειακή κρίση παραμένουν σε ισχύ, αν και προορίζονταν για έκτακτες συνθήκες. Η ρύθμιση των τιμών προκαλεί πολλαπλές απρόθετες συνέπειες: περιορίζει την ευελιξία των καταναλωτών προς ελκυστικότερες προσφορές, ευνοεί τη σύμπραξη μεταξύ παρόχων μέσω τιμών-στόχων και περιορίζει την καινοτομία” σημειώνει η μελέτη.
Η σημασία των διασυνοριακών υποδομών στην ενεργειακή μετάβαση και αποδοτικότητα
Παράλληλα εστιάζει στα ζητήματα διασυνοριακών υποδομών που επηρεάζουν την εικόνα των αγορών.
Όπως αναφέρει: “Ο εξηλεκτρισμός της βιομηχανικής παραγωγής και της οικιακής κατανάλωσης αποτελεί βασική προϋπόθεση για την απαλλαγή από τον άνθρακα και τη μείωση των εκπομπών CO2 . Ωστόσο, η μαζική αποκέντρωση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, σε συνδυασμό με την αναμενόμενη αύξηση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, απαιτεί την έντονη ανάπτυξη των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας.
Στην περίπτωση της Ευρώπης, αυτό θα σημάνει σημαντικά υψηλότερες επενδύσεις, καθώς τόσο τα δίκτυα μεταφοράς όσο και τα δίκτυα διανομής κατασκευάστηκαν στο δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα και απαιτούν μαζική ανανέωση. Η καθυστέρηση του εξηλεκτρισμού της τελικής κατανάλωσης ενέργειας οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην έλλειψη ετοιμότητας της υποδομής του δικτύου.
Στάσιμος ο εξηλεκτρισμός
Το ποσοστό ηλεκτροδότησης της οικονομίας παραμένει στάσιμο στο 23% στην ΕΕ,21 ενώ αντίστοιχα η Κίνα έχει αυξήσει το ποσοστό της κατά 7% από το 2015 στο 27%.22 Η επίτευξη των στόχων της ΕΕ για τις εκπομπές απαιτεί ποσοστό εξηλεκτρισμού 31-35% το 2030. Η Eurelectric εκτιμά ότι η απαιτούμενη ανάπτυξη και ανανέωση του δικτύου στην ΕΕ και τη Νορβηγία θα απαιτήσει επενδύσεις ύψους 67 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως.
Παρόλο που η χωρητικότητα του δικτύου μεταφοράς στην Ευρώπη αυξήθηκε κατά 12% τη δεκαετία 2011-2021, η ανάπτυξη αυτή υστερεί σε σχέση με τα αναπτυξιακά σχέδια. Σύμφωνα με την ανάλυση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, οι επενδύσεις μόνο στα δίκτυα μεταφοράς αναμένεται να φθάσουν τα 29 δισ. ευρώ ετησίως, αλλά το 2022, για παράδειγμα, έφθασαν μόνο τα 17 δισ. ευρώ, δηλαδή το 60% των εκτιμώμενων αναγκών.
Το βασικό ερώτημα είναι τι εμποδίζει τις επενδύσεις στον τομέα αυτό. Ένας σημαντικός παράγοντας είναι η φθίνουσα τάση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, που έχει μειωθεί κατά 7,5% την περίοδο 2021-2023. Παρά το αυξανόμενο μερίδιο των ηλεκτρικών οχημάτων και τις επενδύσεις σε αντλίες θερμότητας, η ευρωπαϊκή κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας είναι σήμερα χαμηλότερη από ό,τι το 2019.
Αυτό οφείλεται κυρίως στην απότομη μείωση της βιομηχανικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας. Μόνο ο εξηλεκτρισμός βασικών τομέων, όπως η παραγωγή χάλυβα, θα αυξήσει την πραγματική κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς η σημερινή μείωση της παραγωγής οφείλεται στις υψηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες δεν προβλέπεται να μειωθούν στο ορατό μέλλον.
Αντίθετα, η αύξηση της ενεργειακής ανεξαρτησίας των νοικοκυριών (φωτοβολταϊκά πάνελ και μπαταρίες), τα συστήματα εκτός δικτύου φωτοβολταϊκών νησίδων εταιρικών πελατών και η αποδοτικότητα της χρήσης θα μειώσουν τη ζήτηση για μεταφερόμενη ηλεκτρική ενέργεια. Συνεπώς, ο σχεδιασμός ενός δικτύου μεταφοράς με επαρκή ικανότητα καθίσταται πιο σύνθετος.
Πιο σημαντική από τον όγκο της ηλεκτρικής ενέργειας που θα μεταδοθεί θα είναι η δομή και η ευελιξία του δικτύου, που θα επιτρέπει όχι μόνο τη σύνδεση εκατομμυρίων μικρών πηγών αλλά και τη βραχυπρόθεσμη μεταφορά μεγάλων ποσοτήτων ηλεκτρικής ενέργειας σε μεγάλες αποστάσεις.
Η ρυθμιστική πολιτική έχει πολύ σημαντικό αντίκτυπο στις μελλοντικές επενδύσεις σε δίκτυα μεταφοράς. Η κατασκευή νέων δικτύων είναι χρονοβόρα και δαπανηρή λόγω των διαδικασιών αδειοδότησης. Επομένως, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η έκθεση Ντράγκι περιλαμβάνει προτάσεις για προσωρινές και τοπικές εξαιρέσεις στην περιβαλλοντική νομοθεσία προκειμένου να επιταχυνθούν οι διαδικασίες αδειοδότησης.
Δίκτυα μεταφοράς
Παράλληλα, οι εθνικές πολιτικές ενεργειακής ασφάλειας εμποδίζουν την αποτελεσματική ανάπτυξη των δικτύων μεταφοράς. Παρά τις προσπάθειες σχεδιασμού της ανάπτυξης του βασικού δικτύου μεταφοράς σε πανευρωπαϊκή βάση, τα δίκτυα κατασκευάζονται κυρίως με βάση την απαίτηση ενεργειακής αυτάρκειας των κρατών μελών. Η κατασκευή διασυνδέσεων μεταξύ χωρών παρεμποδίζεται από επιμέρους εθνικά συμφέροντα και διαφορές στην οργάνωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (βλέπε για παράδειγμα την άρνηση κατασκευής νέας διασύνδεσης μεταξύ Σουηδίας και Γερμανίας). Η ανάπτυξη των δικτύων μεταφοράς δεν είναι συνεπώς βέλτιστη και οδηγεί σε υψηλότερες τιμές για τη χρήση τους.
Τέλος, η ανανέωση και η ανάπτυξη των δικτύων μεταφοράς λαμβάνει χώρα όχι μόνο στην ΕΕ, αλλά και στην Ασία και την Αφρική. Η υψηλή παγκόσμια ζήτηση οδηγεί σε ελλείψεις ή υψηλές τιμές των απαραίτητων εξαρτημάτων, είτε πρόκειται για βασικά μέταλλα (χαλκός, αλουμίνιο) είτε για μετασχηματιστές.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες επηρεάζουν το κόστος επένδυσης και συνεπώς αυξάνουν το κόστος μεταφοράς και διανομής. Σήμερα, οι επενδύσεις στην επισκευή, λειτουργία και τις νέες υποδομές χρηματοδοτούνται κυρίως με τη μορφή τελών που περιλαμβάνονται στις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας. Ωστόσο, οι υψηλές τιμές μειώνουν σημαντικά την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαίων παραγωγών.
Ταυτόχρονα, οδηγούν σε έλλειψη πόρων, καθώς οι πολιτικοί φοβούνται την αντίδραση των νοικοκυριών στην αύξηση των τιμών της ενέργειας. To μέτρο που φαίνεται να είναι περισσότερο κατάλληλο για τη χρηματοδότηση της επενδυτικής μετάβασης που περιγράφηκε νωρίτερα, είναι τα έσοδα από την πώληση αδειών διοξειδίου του άνθρακα (CO2 ).
Πόροι από το CO2
Στο μεταξύ, με βάση τη μελέτη, “τόσο η Ελλάδα (από το 2008 ραγδαία) όσο και η ΕΕ κινούνται σε μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα ανά κάτοικο, πλησιάζοντας τον χαμηλότερο από αυτές παγκόσμιο μέσο όρο. Η Ελλάδα από το 2014 κινείται σταθερά σε χαμηλότερες εκπομπές από τον μέσο όρο των κρατών της ΕΕ.
Η αξιοποίηση των εσόδων από την πώληση αδειών διοξειδίου του άνθρακα (CO2 ) μπορεί να αποτελέσει βασικό εργαλείο για τη χρηματοδότηση της επενδυτικής μετάβασης προς μία πιο βιώσιμη οικονομία. Τα έσοδα από τις άδειες μπορούν να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και να εξασφαλίσουν τη μείωση των εκπομπών με δίκαιο και αποτελεσματικό τρόπο. Τα έσοδα μπορούν να κατευθυνθούν στην ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όπως ηλιακά και αιολικά πάρκα, καθώς και σε έργα ενεργειακής αποδοτικότητας, όπως η αναβάθμιση κτηρίων και η ανάπτυξη έξυπνων δικτύων.
Επιπλέον, η υποστήριξη της βιομηχανίας στην υιοθέτηση καθαρών τεχνολογιών και η στοχευμένη ενίσχυση της μετάβασης για τους εργαζόμενους που επηρεάζονται από αυτές τις αλλαγές μπορούν να επιτύχουν ταυτόχρονα τόσο οικονομικούς όσο και περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς στόχους. Η ανάπτυξη των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας δεν πρέπει να θεωρείται μόνο ως αναπόφευκτο κόστος, αλλά και ως ευκαιρία. Η ψηφιοποίηση του δικτύου δεν θα επιτρέψει μόνο την αποτελεσματικότερη διαχείρισή του, αλλά και νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του ασφαλίστρου κινδύνου των επενδύσεων. Για να συμβεί αυτό, τα κράτη πρέπει να απομακρυνθούν από τις υφιστάμενες ρυθμίσεις τιμών και ταυτόχρνα ιδιωτικοποιήσουν τα δίκτυα διανομής.
Το κόστος
Σε σχέση με την οικονομική επιβάρυνση των νοικοκυριών, στην Ελλάδα με βάση τη μελέτη, η τιμή, τόσο χωρίς φόρους και επιδοτήσεις, όσο και μετά φόρων και επιδοτήσεων, παραμένει σχετικά κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο για την περίοδο 2007 (Β’ εξάμηνο) έως 2024 (Α’ εξάμηνο). Εξαίρεση αποτελεί το 2022, όταν η μέση τιμή χωρίς φόρους και επιδοτήσεις εκτοξεύθηκε στα 0,55 ισοδύναμα ευρώ ανά κιλοβατώρα (kWh), αλλά η τιμή μετά φόρων διατηρήθηκε στα 0,29 ισοδύναμα ευρώ ανά κιλοβατώρα (kWh) μετά από επιδοτήσεις.
Το πρώτο εξάμηνο του 2024 η μέση τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPS), ήταν 0,24 ισοδύναμα ευρώ ανά κιλοβατώρα (kWh) πριν τους φόρους, η 17η χαμηλότερη ανάμεσα σε 29 Ευρωπαϊκές χώρες. Μετά τους φόρους διαμορφώθηκε σε 0,29 ισοδύναμα ευρώ ανά κιλοβατώρα (kWh), παραμένοντας η 17η χαμηλότερη ανάμεσα σε 29 Ευρωπαϊκές χώρες. Η φορολογική επιβάρυνση ανήλθε σε 0,05 ευρώ ανά κιλοβατώρα (kWh), η 16η χαμηλότερη ανάμεσα σε 29 Ευρωπαϊκές χώρες.