Άμεσα μέτρα για την αντιμετώπιση του καυτού θέματος των ρευματοκλοπών ζητά ο Σύνδεσμος Ιδιωτικών Εταιρειών Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΣΠΕΝ) στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης που έχει ανοίξει η Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ) για την εισήγηση του ΔΕΔΔΗΕ επί της εισήγησης του ΔΕΔΔΗΕ για την αναθεώρηση του ρυθμιστικού πλαισίου των ρευματοκλοπών.
Πιο συγκεκριμένα με επιστολή του ο ΕΣΠΕΝ προς τη ΡΑΕΕΥ θέτει επί τάπητος “την άμεση ένταξη όλων των καταναλωτών σε καθεστώς μηνιαίας καταμέτρησης”. Όπως αναφέρει το καθεστώς αυτό “δύναται πράγματι, όπως αναφέρεται και στην εισήγηση του ΔΕΔΔΗΕ, να συμβάλει περαιτέρω στην αντιμετώπιση του φαινομένου των ρευματοκλοπών, εφόσον αυτή θα συνοδεύεται από την εντατικοποίηση των δράσεων αποτροπής του φαινομένου. Στην κατεύθυνση αυτή, κομβική σημασία θα έχει πρωτίστως η ολοκλήρωση του έργου της εγκατάστασης έξυπνων μετρητών για το σύνολο των καταναλωτών.”
Το κόστος
“Ενδεικτικό των συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί, ως προς την επισφάλεια και το κόστος που καλούνται να αναλάβουν οι προμηθευτές και οι καταναλωτές, μεταξύ άλλων και λόγω των ρευματοκλοπών, είναι το γεγονός ότι το επίπεδο της παραγόμενης ενέργειας το οποίο δεν δύναται να αντιστοιχηθεί από τον ΔΕΔΔΗΕ με τις καταμετρηθείσες ποσότητες, και το οποίο επιβαρύνει το κόστος προμήθειας, κατά το Α’ εξάμηνο του 2022 ανέρχεται σε ~18% για τη ΧΤ και ~7,5% για τη ΜΤ (ως ποσοστό της καταμετρηθείσας ενέργειας), επίπεδο που προφανώς είναι εξαιρετικά υψηλό σε σύγκριση με λοιπά Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης” αναφέρει ο ΕΣΠΕΝ.
Με αυτήν την εκτίμηση ο “πήχης” των απωλειών στη βάση της συνολικής “πίτας” αγοράς, ανεβαίνει, σε σχέση με προηγούμενα δεδομένα, κατά 200 εκατομμύρια ευρώ, ανεβάζοντας το συνολικό κόστος απώλειας ενέργειας σχεδόν στο 1 δισεκατομμύριο ευρώ. Από αυτό το ποσό, περισσότερο από το μισό προέρχεται από ρευματοκλοπές.
Τα μέτρα
Παράλληλα, δεδομένων των θεμελιωδών αρμοδιοτήτων του ΔΕΔΔΗΕ όσον αφορά την αντιμετώπιση του φαινομένου των ρευματοκλοπών, ο ΕΣΠΕΝ επισημαίνει ότι:
• Στις περιπτώσεις διαπιστωμένης ρευματοκλοπής, θεωρούμε ότι οι εκπρόσωποι φορτίου και κατ’ επέκταση οι καταναλωτές, δεν θα πρέπει να επιβαρύνονται κατά τις Οριστικές Εκκαθαρίσεις της Αγοράς Εξισορρόπησης -μέσω του Συντελεστή Κανονικοποίησης- με το επιπρόσθετο κόστος που αντιστοιχεί στη διαπιστωμένη ενέργεια των ρευματοκλοπών, καθότι αυτό προκαλεί με δομικό τρόπο, αναίτια πρόσθετη επισφάλεια η οποία λειτουργεί επιβαρυντικά για το κόστος προμήθειας και τη διαμόρφωση των τιμολογίων. Επί του παρόντος, το κόστος των διαπιστωμένων ρευματοκλοπών ανακτάται εις διπλούν, τόσο κατά τις Οριστικές Εκκαθαρίσεις, οπότε και καταβάλλεται από τους προμηθευτές και κατ’ επέκταση από τους καταναλωτές, όσο και κατά την προβλεπόμενη διαδικασία που εφαρμόζεται από τον ΔΕΔΔΗΕ, για την είσπραξη του σχετικού τιμήματος -λόγω διαπιστωμένης ρευματοκλοπής- απευθείας από τους υπόχρεους καταναλωτές. Σύμφωνα με τις διατάξεις του αρ. 95, παρ. 17 του Κώδικα Διαχείρισης Δικτύου, τα ποσά που συγκεντρώνει ο Διαχειριστής από την καταβολή οφειλών λόγω διαπιστωμένων ρευματοκλοπών, πιστώνονται στο «Αποθετικό Ρευματοκλοπών» και δύνανται να αντισταθμίσουν την οικονομική ζημία που υφίστανται οι καταναλωτές λόγω των ρευματοκλοπών, μέσω της πίστωσης λογαριασμών όπως ο λογαριασμός που τηρεί ο Διαχειριστής του Δικτύου για το κόστος χρήσης του Δικτύου.
Ωστόσο, θεωρούμε ότι θα ήταν σαφώς αποτελεσματικότερο και προς όφελος των τελικών καταναλωτών, η ενέργεια που αντιστοιχεί σε διαπιστωμένες ρευματοκλοπές, κατά την Οριστική Εκκαθάριση, να αφαιρείται απευθείας από τη συνολική ενέργεια που καταλογίζεται -μέσω του Συντελεστή Κανονικοποίησης- στους Εκπροσώπους Φορτίου και η οποία εν τέλει επιβαρύνει το σύνολο των καταναλωτών.
Συγκεκριμένα, προτείνουμε στον αριθμητή του κλάσματος της παρ. 1 του αρ. 26 του Εγχειριδίου Εκπροσώπησης Μετρητών και Περιοδικής Εκκαθάρισης, να εισαχθεί με αρνητικό πρόσημο η διαπιστωμένη ενέργεια ρευματοκλοπών για κάθε περίοδο κατανομής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αποφεύγεται τόσο η εις διπλούν ανάκτηση του κόστους των ρευματοκλοπών, όσο και η μετακύλιση της σχετικής επισφάλειας στους προμηθευτές και κατ’ επέκταση τους καταναλωτές κατά την Οριστική Εκκαθάριση, που επί του παρόντος προκαλούν με δομικό τρόπο, αυξητικές πιέσεις ως προς τη διαμόρφωση των τιμολογίων προμήθειας.
Σημειώνεται ότι επί του θέματος της διαπιστωμένης ενέργειας ρευματοκλοπών, στο σκεπτικό της Απόφασης ΡΑΕ 1443/2020, αναφέρεται ότι πρόθεση της Αρχής αποτελεί η «προώθηση των αναγκαίων ρυθμίσεων, ώστε το συνολικό κόστος των απωλειών δικτύου να ενσωματώνεται στις ρυθμιζόμενες χρεώσεις από το 2025». Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνουμε και πάλι ότι, κατ’ εφαρμογή των συγκεκριμένων προβλέψεων του αρ. 23 της Απόφασης ΡΑΕ 1431/2020 με στόχο την παροχή ισχυρού κινήτρου προς τον ΔΕΔΔΗΕ, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των απωλειών του Δικτύου από τη 2η Ρυθμιστική Περίοδο Διανομής (2025-2028) και εντεύθεν, στη μεθοδολογία υπολογισμού του Επιτρεπόμενου και Απαιτούμενου Εσόδου του ΔΕΔΔΗΕ της Απόφασης ΡΑΑΕΥ E-158/2024, θα έπρεπε να είχαν συμπεριληφθεί «δαπάνες που αντιστοιχούν στο εύλογο κόστος του Διαχειριστή Δικτύου για την εξασφάλιση των αναγκαίων ποσοτήτων ενέργειας προς αντιστάθμιση των συνολικών απωλειών ενέργειας στο Δίκτυο Διανομής». Όπως αναδεικνύεται σε μελέτη του ACER1 , η Ελλάδα ήταν -ήδη από το 2021- και παραμένει σήμερα μία εκ των ελαχίστων Κρατών-Μελών της Ε.Ε. όπου το κόστος των απωλειών του δικτύου δεν ανακτάται μέσω του Επιτρεπόμενου Εσόδου του Διαχειριστή αλλά μετακυλίεται στο κόστος προμήθειας, με προφανή συνέπεια την έλλειψη επαρκούς κινήτρου του Διαχειριστή για τον περιορισμό των απωλειών.
• Πέραν των ανωτέρω, θεωρούμε απαραίτητο να τεθεί εκ μέρους του Διαχειριστή, σαφές χρονοδιάγραμμα ενεργειών για την εκπόνηση και την υλοποίηση σχεδίου ανάσχεσης του αυξανόμενου επιπέδου των απωλειών και σταδιακής απομείωσης τους, στα πρότυπα αντίστοιχων προγραμμάτων που καταρτίζονται από Διαχειριστές δικτύων διανομής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη, θέτοντας συγκεκριμένους και χρονικά προσδιορισμένους στόχους που συνδέονται με τις επενδύσεις που περιλαμβάνονται στο Σχέδιο Ανάπτυξης του Δικτύου.2,3
• Τέλος, προκειμένου να βελτιωθεί η διαδικασία εντοπισμού των ρευματοκλοπών από τον Διαχειριστή, προτείνεται στο πλαίσιο στοχευμένων ελέγχων για ρευματοκλοπή όπως αναφέρονται στην περίπτωση δ της παρ. 1 του αρ. 4, να προστεθεί και η διαδικασία παρακολούθησης και ελέγχου απενεργοποιημένων παροχών.