Την τρίτη υψηλότερη χονδρεμπορική τιμή ρεύματος στην ΕΕ είχε η Ελλάδα κατά το β’ τρίμηνο του 2022, σύμφωνα με την τριμηνιαία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η μέση τιμή για την περίοδο Μαρτίου- Ιουνίου διαμορφώθηκε στο Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας στα 237 ευρώ/MWh, πίσω μόνο από την Ιταλία και τη Μάλτα, με ετήσια αύξηση 238%. Η μέση χονδρεμπορική τιμή ρεύματος στην ΕΕ (European Power Benchmark) διαμορφώθηκε στα 191 ευρώ/MWh, με ετήσια αύξηση 181% σε σχέση με την περίοδο Μαρτίου-Ιουνίου 2021.
Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, η Ελλάδα κινήθηκε «κόντρα στο ρεύμα» της ΕΕ, όπου κατεγράφη μεγάλη αύξηση της ηλεκτροπαραγωγής από ορυκτά καύσιμα (άνθρακας, λιγνίτης) . Όπως αναφέρεται στην έκθεση της Κομισιόν, στην Ελλάδα η λιγνιτική παραγωγή μειώθηκε κατά 16% σε ετήσια βάση, εξαιτίας της μειωμένης διαθεσιμότητας των λιγνιτικών μονάδων, της αύξησης της παραγωγής των ντιζελομονάδων αλλά και την αυξημένη παραγωγή των ΑΠΕ που συνδυάστηκε με μικρή μείωση της ζήτησης για ηλεκτρισμό.
Στις υψηλότερες θέσεις της ευρωπαϊκής κατάταξης βρίσκεται η Ελλάδα αναφορικά και με την αύξηση των λιανικών τιμών ρεύματος την ίδια περίοδο, καθώς παίρνει «αργυρό μετάλλιο» καταγράφοντας ετήσια αύξηση 81%, τη δεύτερη μεγαλύτερη μετά την Εσθονία (+135%) και ακολουθούμενη από την Ιταλία. Η πραγματική επιβάρυνση των καταναλωτών βέβαια ήταν πολύ μικρότερη εξαιτίας της επιδότησης των λογαριασμών ρεύματος από την κυβέρνηση.
Σλοβενία, Λουξεμβούργο και Φινλανδία εμφανίζοανται να έχουν τις πιο ανταγωνιστικές τιμές ρεύματος για μεσαίους βιομηχανικούς καταναλωτές στην ΕΕ, με 97 και 100 ευρώ/MWh αντίστοιχα. Στον αντίποδα βρίσκεται η Ελλάδα με την υψηλότερη -προ επιδοτήσεων- τιμή (345 ευρώ/MWh), η Ιταλία (291 ευρώ/MWh) και η Κύπρος (249 ευρώ/MWh). Η μέση τιμή ρεύματος για τους βιομηχανικούς καταναλωτές κατά την εξεταζόμενη περίοδο αυξήθηκε κατά 32%, με την Ελλάδα να παρουσιάζει σχεδόν εξαπλάσια αύξηση (194%), ακολουθούμενη από την Εσθονία (156%) και τη Δανία (101%).
Το μερίδιο των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή αυξήθηκε στο 43% σε όλη την ΕΕ, ξεπερνώντας αυτό των ορυκτών καυσίμων (36%). Η ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ αυξήθηκε κατά 5 Τεραβατώρες. με κινητήρια δύναμη την αύξηση της παραγωγής των φωτοβολταϊκών πάρκων (+24%), των χερσαίων αιολικών (+10%) και των υπεράκτιων (+11%). Την ίδια στιγμή, η μείωση της παραγωγής από τις πυρηνικές μονάδες και τους υδροηλεκτρικούς σταθμούς οδήγησε σε αύξηση κατά 6% της ηλεκτροπαραγωγής από ορυκτά καύσιμα σε ετήσια βάση, παρά τις υψηλές τιμές άνθρακα και φυσικού αερίου.
Αγορές φυσικού αερίου
Την ίδια στιγμή, η αντίστοιχη τριμηνιαία έκθεση της Κομισιόν για το φυσικό αέριο καταγράφει μείωση της κατανάλωσης του καυσίμου κατά 16% στην Ελλάδα σε ετήσια βάση για την περίοδο Μαρτίου-Ιουνίου 2022, στο φόντο της αύξησης των τιμών. Πρωταθλήτριες στη μείωση της κατανάλωσης αναδείχθηκαν Φινλανδία (-55%), Σλοβακία (-45%) και Λετονία (-33%).
Οι εισαγωγές φυσικού αερίου αγωγών από τη Ρωσία υποχώρησαν κατά 45% κατά το β’ τρίμηνο του έτους, ενώ οι εισαγωγές φορτίων LNG αυξήθηκαν κατά 49% την ίδια περίοδο, με κυριαρχικό τον ρόλο των ΗΠΑ με μερίδιο 45% στις εισαγωγές LNG (39 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα, έναντι 21 bcm που είχε εισάγει η ΕΕ όλο το 2021). Οι ΗΠΑ κάλυψαν το 84% των εισαγωγών LNG της Κροατίας, το 81% της Λιθουανίας και το 77% της Ελλάδας, σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία της Κομισιόν.
Aξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στη δεύτερη θέση των εισαγωγέων LNG στην ΕΕ βρίσκεται η Ρωσία, με μερίδιο 18% και αύξηση των εισαγωγών LNG κατά 28% σε ετήσια βάση. Οι συνολικές εισαγωγές ρωσικού αερίου (αγωγών και LNG) πάντως μειώθηκαν κατά 39 bcm σε ετήσια βάση.
Σημειώνεται τέλος ότι παρά τη μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου σε ολόκληρη την ΕΕ κατά 16% (μέσος όρος), ο λογαριασμός των εισαγωγών εκτινάχθηκε στα 75 δις. ευρώ το β’ τρίμηνο του έτους από 20 δις. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2021 (ετήσια αύξηση 282%) εξαιτίας του ράλι των τιμών, που οδήγησαν-όπως υπογραμμίζεται- σε «καταστροφή της ζήτησης» στις ενεργοβόρες βιομηχανίες. Οι τιμές φυσικού αερίου για τα νοικοκυριά υπερδιπλασιάστηκαν, με εκτιμώμενη αύξηση 110% τον Αύγουστο σε ετήσια βάση, ενώ ακόμα μεγαλύτερη (126%) ήταν η αύξηση για τους βιομηχανικούς καταναλωτές, θέτοντας τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες σε δυσμενή θέση έναντι των ανταγωνιστών τους εκτός ΕΕ.