Το πράσινο τιμολόγιο, ο νέος τρόπος να συγκρίνουν εύκολα και άμεσα από την 1η Ιανουαρίου οι καταναλωτές ποιος πάροχος είναι πραγματικά φθηνός και όχι απλώς ποιος φαίνεται «φθηνός», ίσως αποτελέσει την αρχή του τέλους για τις ισορροπίες στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, έτσι όπως την ξέραμε μέχρι σήμερα.
Τα τιμολόγια - «κράχτες», οι πρακτικές τον πρώτο μήνα ένα προϊόν να είναι φθηνό και τους επόμενους μήνες να ακριβαίνει, πλέον, σε ένα καθεστώς απόλυτης διαφάνειας, όπου οι τιμές θα αποτυπώνονται με σαφήνεια, αμεσότητα και κυρίως πριν την έναρξη του μήνα τιμολόγησης, δύσκολα μπορούν να μακροημερεύσουν.
Το πράσινο τιμολόγιο φέρνει αναπόφευκτα το τέλος των δήθεν «φθηνών» προμηθευτών, τους αναγκάζει να γίνουν ακριβότεροι, άρα να χάσουν τμήμα από το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που είχαν έναντι της ΔΕΗ. Κατ’ επέκταση, επειδή το συγκεκριμένο προϊόν θα διαρκέσει για τουλάχιστον ένα χρόνο στην αγορά, διάστημα αρκετά μεγάλο για εξελίξεις, δημιουργεί και τις συνθήκες για μια ταχύτερη ωρίμανση του κλάδου, όπου θα επιβιώσουν μόνο οι πραγματικά ισχυροί.
Αν και πολύ πρόωρο για να το πει κανείς, το νέο καθεστώς θα μπορούσε να βάλει τις προϋποθέσεις για ένα γύρο συγχωνεύσεων και εξαγορών, μια μεγαλύτερη συγκέντρωση σε ένα χώρο, όπου όχι τυχαία, δραστηριοποιούνται μόνο εγχώριοι παίκτες και κανείς ξένος, κι αυτό όχι μόνο επειδή η ΔΕΗ δυναμώνει χρόνο με το χρόνο όλο και περισσότερο.
Τα στοιχεία για το πράσινο τιμολόγιο που ανακοίνωσαν το βράδυ της Παρασκευής οι προμηθευτές δείχνουν ότι αρκετοί επιμένουν στη τακτική μάρκετινγκ της προ επιδοτήσεων εποχής, με χαμηλές «βασικές χρεώσεις». Αλλά μια χαμηλή βασική χρέωση, η 1η από τις παραμέτρους υπολογισμού της τιμής στο νέο πράσινο τιμολόγιο, δεν λέει παρά τη μισή αλήθεια. Δεν αρκεί για να διαπιστώσει ο καταναλωτής αν ένας προμηθευτής είναι φθηνός ή όχι, δίχως τον συνυπολογισμό των άλλων παραμέτρων, δηλαδή τη χρέωση του περίφημου «μηχανισμού διακύμανσης».
Τι είναι ο μηχανισμός αυτός; Μια παράμετρος της φόρμουλας του πράσινου τιμολόγιου, με «άνω και κάτω όριο» βάσει των οποίων μετακυλίεται στον τελικό λογαριασμό, ένα μέρος της μέσης χονδρεμπορικής τιμής των προηγούμενων μηνών.
Το «άνω όριο» - ένας από τους τέσσερις συντελεστές του μηχανισμού διακύμανσης - είναι το κατώφλι πάνω από το οποίο αυτός ενεργοποιείται. Όσο πιο χαμηλά ορίζεται το «άνω όριο», τόσο μεγαλύτερο είναι και το τμήμα της χονδρεμπορικής τιμής του προηγούμενου μήνα που περνά στο τιμολόγιο του επόμενου.
Εάν για παράδειγμα, μια εταιρεία ορίσει το «άνω όριο» στα 90 ευρώ και η μέση Τιμή Εκκαθάρισης (ΤΕΑ) του Δεκεμβρίου κλείσει στα 110 ευρώ ανά μεγαβατώρα, σημαίνει ότι θα μετακυλήσει στον πελάτη της τον Ιανουάριο μόνο 20 ευρώ, τα οποία και θα προστεθούν στη βασική χρέωση προμήθειας που ανακοίνωσε, αφαιρουμένης της όποιας έκπτωσης. Εάν όμως προσδιορίσει το «άνω όριο» στα 70 ευρώ, τότε η επιβάρυνση για τον ίδιο καταναλωτή θα είναι 40 ευρώ.
Τι έδειξαν οι πρώτες αναλύσεις των στοιχείων που ανακοίνωσαν τη Παρασκευή οι πάροχοι; Κάνοντας κάποιες υποθέσεις εργασίας, σχετικά με το που θα βρεθεί η ΤΕΑ του Δεκεμβρίου, προκύπτει ότι η ΔΕΗ είναι ο φθηνότερος. Στο σενάριο που η μέση τιμή ηλεκτρικής ενέργειας στο Χρηματιστήριο διαμορφωθεί, για παράδειγμα, στα 118 ευρώ η μεγαβατώρα, προκύπτει ότι η ΔΕΗ θα έχει τη χαμηλότερη τιμή στην αγορά, δηλαδή 15,5 σεντς η κιλοβατώρα, με τους υπόλοιπους να είναι ακριβότεροι μέχρι και τεσσεράμισι λεπτά, φτάνοντας και τα 20 σεντς. Κι όμως η βασική τιμή ημέρας που έχει ανακοινώσει η επιχείρηση είναι συγκριτικά από τις υψηλές, κινείται στα 16 σεντς η κιλοβατώρα, για να πέσει μετά από έκπτωση 20% στα 12,8 σεντς.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσαν οι εταιρείες τη Παρασκευή, υπάρχουν αρκετές με χαμηλότερη βασική τιμή ημέρας από τη ΔΕΗ, οι οποίες όμως καλύπτουν και με το παραπάνω τη διαφορά, βάζοντας χαμηλά την περιοχή πάνω από την οποία ενεργοποιούν τον μηχανισμό διακύμανσης στο πράσινο τιμολόγιο.
Τόσα χρόνια κάποιες από τις εταιρείες αυτές επιδοτούσαν τα φθηνά τιμολόγια των πρώτων μηνών με τα χρήματα που έπαιρναν από τους πελάτες τους μελλοντικά. Κάποιος που αγόραζε ένα προϊόν τον Απρίλιο, συνειδητοποιούσε ότι έχει ακριβύνει πχ τον Ιούνιο. Εκείνος που έμπαινε στο προϊόν τον Ιούνιο, το συνειδητοποιούσε τον Σεπτέμβριο, κ.ό.κ.
Τώρα, με την ανακοίνωση κάθε 1η του μήνα μιας τιμής στο πλαίσιο του πράσινου τιμολόγιου, όλοι αυτοί οι πελάτες μπαίνουν στην ίδια κατηγορία. Αυτό σημαίνει ότι όσοι πάροχοι ακολουθούσαν την παραπάνω πρακτική με προιόντα «κράχτες», πλέον δεν έχουν τρόπο να ακριβύνουν τις χρεώσεις τους επόμενους μήνες για να επιδοτήσουν τα φθηνά τιμολόγια που είχαν ανακοινώσει όταν λάνσαραν τα εν λόγω προγράμματα.
Αν αυξήσουν ξαφνικά την τιμή τους, τότε καταστράφηκαν. Αυτό θα φανεί την 1η του μήνα όταν ο καταναλωτής θα μπορεί εύκολα και απλά να συγκρίνει τις χρεώσεις που δίνει ο κάθε προμηθευτής. Κάπως έτσι, πολλοί από τους άλλοτε φθηνούς παρόχους αναγκάζονται πλέον να βγουν ακριβοί, με ότι μπορεί αυτό να συνεπάγεται για τις εξελίξεις το 2024, το οποίο αναμένεται μια αρκετά ενδιαφέρουσα χρονιά για τη λιανική του ρεύματος.