Τα θαλάσσια αιολικά πάρκα αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα στοιχήματα για αυτή τη κυβέρνηση, όπως και για τη χώρα, όχι μόνο στην ενέργεια, αλλά συνολικά στην οικονομία.
Τόσο για την ανάπτυξη μιας βιομηχανίας made in Greece, ικανής να παράξει ακόμη και το 60% των εκτιμώμενων επενδύσεων 30-40 δισ. ευρώ σε βάθος δεκαετιών, όσο και για την μετατροπή μας σε εξαγωγικό hub, καθώς στόχος είναι μεγάλο μέρος της παραγόμενης ενέργειας να εξάγεται.
Και είναι λογικό τέτοια μεγέθη να δημιουργούν το έδαφος για πολύ μεγάλα τοπικά ανταποδοτικά οφέλη. Η κυβέρνηση το έχει κατανοήσει και ακριβώς για να καταστήσει όσο πιο ελκυστικές γίνεται τις επενδύσεις στα offshore στις τοπικές κοινωνίες που θα τα φιλοξενήσουν, εξετάζει να δημιουργήσει ένα νέο πλαίσιο ανταποδοτικών ωφελειών.
«Θα υπάρξει ένα νέο πλαίσιο ανταποδοτικών ωφελειών, που θα καθιστά ελκυστικά τα θαλάσσια πάρκα, τόσο από περιβαλλοντικής πλευράς, όσο και από πλευράς τιμών ηλεκτρικής ενέργειας», αποκάλυψε χθες μιλώντας στο OT Forum, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θοδωρής Σκυλακάκης.
Τα δεδομένα, το τάιμινγκ, οι οιωνοί, όλα, αυτή τη στιγμή είναι υπέρ μας και οι ευκαιρίες για την εγχώρια οικονομία, τεράστιες, με τον κ. Σκυλακάκη, να κάνει ειδική μνεία στις περιοχές που θα φιλοξενήσουν τα θαλάσσια πάρκα, φέροντας ως παράδειγμα το γεγονός ότι η συντήρηση τους, θα γίνεται από εργαζόμενους των τοπικών κοινωνιών.
«Τα παιδιά από τις περιοχές αυτές θα έχουν τεράστιες ευκαιρίες απασχόλησης. Αν πούμε καλά αυτή την φορά την ιστορία των offshore στην κοινωνία, όχι όπως κάναμε κάποτε με τα χερσαία πάρκα, θα έχουμε την δυνατότητα να κάνουμε κάτι που θα αλλάξει την εικόνα της ελληνικής οικονομίας για τα πολλά επόμενα χρόνια», συμπλήρωσε ο υπουργός που έχει συνηδειτοποιήσει το μέγεθος της ευκαιρίας.
Το ίδιο και τα ναυπηγεία όπως της Ελευσίνας, οι βιομηχανίες ηλεκτρικών καλωδίων και οι μεταλλουργίες, όπως η Σωληνουργεία Κορίνθου και η Hellenic Cables της Cenergy Holdings, αλλά και μικρότερες, όπως η Λυκομήτρος στο Βόλο που παράγει και εξάγει ήδη στη Γαλλία τμήματα πλωτήρων για θαλάσσιες ανεμογεννήτριες.
Την ίδια ευκαιρία βλέπουν τα λιμάνια που διαθέτουν χώρους εναπόθεσης και συναρμολόγησης, όπως η Cosco στον ΟΛΠ, η Ελευσίνα και η Καβάλα, ναυτιλιακές, όπως η Diana Shipping Inc. συμφερόντων Σεμίραμις Παληού με πλοία παροχής υπηρεσιών υπεράκτιας αιολικής ενέργειας και ρυμουλκά, και φυσικά η βιομηχανία logistics.
Τι βλέπουν όλοι οι παραπάνω, όπως και οι ξένοι ενεργειακοί κολοσσοί από την Σκανδιναβία, την Ισπανία, το Βέλγιο, την Ιταλία και αλλού, που κοιτάζουν πολύ προσεκτικά την Ελλάδα ;
Το Αιγαίο, που μαζί με τον Κόλπο του Λέοντα στη Μασσαλία, έχει το καλύτερο αιολικό δυναμικό, σε ολόκληρη την Μεσόγειο. Με ένα capacity factor πάνω από το 50%, ικανό να παράγει ανελλιπώς ενέργεια για πάνω από 4.000 ώρες το χρόνο, δύο ή και περισσότερες φορές απ’ ότι ένα φωτοβολταϊκό.
Και γι’ αυτό και η κυβέρνηση αναγνωρίζει την ανάγκη να ανεβάσει άμεσα «στροφές» στα θαλάσσια αιολικά, για να μη χαθεί το θετικό μομέντουμ από τις μέχρι τώρα εξαγγελίες, καθώς το εγχείρημα είναι εξαιρετικά σύνθετο, ο στόχος για 1,9 GW σε έξι περιοχές ως το 2030 λίαν πιεστικός και ο διεθνής ανταγωνισμός για το ποια χώρα θα προσελκύσει το επενδυτικό ενδιαφέρον ολοένα και σκληρότερος.
Το μήνυμα είχε σταλεί πρόσφατα από την υφυπουργό Αλεξάνδρα Σδούκου, λέγοντας ότι πρέπει να σηκώσουμε τα μανίκια, να βελτιώσουμε κατά πολύ τους χρόνους μας και «μέσα στο 2024, μια στρατιά ειδικών, τεχνοκρατών, εταιρειών να έχουν ολοκληρώσει από κοινού με την ΕΔΕΥΕΠ όλα τα μικρά και μεγάλα παραδοτέα».
Είναι αυτονόητο όλο αυτό; Καθόλου. Μιλάμε για ένα πολύ μεγάλο όγκο προκηρύξεων και αναθέσεων, από τις Στρατηγικές Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) για κάθε μια από τις έξι περιοχές έως τα Προεδρικά Διατάγματα για την οριοθέτηση τους
Ποιο θα ήταν το ιδανικό; Εντός του 2024 να προκηρυχθούν οι διαγωνισμοί ανάθεσης των ανεμολογικών ερευνών και βυθού, ώστε αρχές του 2025 ο ανάδοχος να ξεκινήσει τις μελέτες, προκειμένου να τις έχει παραδώσει μέσα στο 2026, γεγονός που ίσως μας επέτρεπε να προκηρύσσαμε εντός της συγκεκριμένης χρονιάς τους μεγάλους διαγωνισμούς παραχώρησης των πρώτων έξι περιοχών.
Τα πάρα πολύ σφιχτά αυτά χρονοδιαγράμματα και ο μεγάλος όγκος δουλειάς που καλούνται να φέρουν σε πέρας το υπουργείο και η ΕΔΕΥΕΠ (γι’ αυτό και πρόκειται να ενισχυθεί με προσωπικό), ενώ απομένουν επτά μόλις χρόνια μέχρι το 2030, δείχνουν το μέγεθος της πρόκλησης. Ειδικά για μια χώρα σαν την Ελλάδα, η οποία καλείται πλέον να αποδείξει προς το ακροατήριο των μεγάλων ξένων εταιρειών ότι όσα λέει τόσο καιρό, τα εννοεί.