Η χρονιά ξεκίνησε με καλούς οιωνούς για το ρεύμα, ωστόσο τα πάντα θα κριθούν από τις διαθέσεις του καιρού και την ζήτηση για φυσικό αέριο. Δύο εικοσιτετράωρα κακοκαιρίας στην Β. Ευρώπη, μετά από ένα παρατεταμένο ήπιο χειμώνα, ήταν αρκετά για να στείλουν το φυσικό αέριο στα 34 ευρώ.
Αλλάζει αυτό τις προβλέψεις των αναλυτών για πτωτικές τάσεις μέσα στο 2024; Όχι. Τα τμήματα ανάλυσης μεγάλων παρόχων της ελληνικής αγοράς προβλέπουν ότι μετά το χειμώνα, για όσο η ζήτηση στο φυσικό αέριο (33,7 ευρώ/ MWh, χθες) θα πέφτει κι εφόσον δεν συμβεί κάποια γεωπολιτική διαταραχή, είναι πιθανό να δούμε τιμές με το 2 μπροστά.
Δηλαδή φυσικό αέριο μεταξύ 20-29 ευρώ τη μεγαβατώρα, όπως προ τριετίας. Και τι θα σήμαινε αυτό για το ρεύμα; Τελικές τιμές ακόμη και στα 12- 13 σεντς, δηλαδή επιστροφή σε επίπεδα αρχών 2021, όταν η κιλοβατώρα έπαιζε κοντά στα 11 σεντς. Έχοντας περάσει μια πολύ δύσκολη διετία, το σενάριο μοιάζει πολύ καλό για να είναι αληθινό, ωστόσο οι ειδικοί δεν το αποκλείουν.
Γιατί συμφέρουν τα κίτρινα
Επομένως πως πρέπει να κινηθεί κανείς; Σίγουρα να μην βιαστεί να «κλειδωθεί» σε κάποιο από τα δελεαστικά - είναι αλήθεια - μπλε τιμολόγια που έριξαν στην αγορά οι πάροχοι για να οχυρώσουν το πελατολόγιό τους και να αποφύγουν τυχόν μαζικές μετακινήσεις. Και σε αυτή τη φάση, να επιλέξει ένα καλό κυμαινόμενο κίτρινο ή έστω πράσινο τιμολόγιο τουλάχιστον έως το Φεβρουάριο. Από εκεί και μετά, αναλόγως των εξελίξεων, κρίνει τι θα κάνει.
Γιατί όμως σε αυτή τη φάση συμφέρουν τα κίτρινα; Γιατί έχουν τη χαμηλότερη χρέωση από όλα. Και τα έξι τιμολόγια που έχουν μέχρι τώρα ανακοινώσει δύο πάροχοι (ΔΕΗ, Protergia), τους οποίους θα ακολουθήσουν κι άλλοι, είναι ευθέως ανταγωνιστικά των πράσινων. Κυμαίνονται μεταξύ 12,26 έως 17,1 σεντς. Όταν στα πράσινα, οι τιμές παίζουν μεταξύ 13,6 σεντς και 17,06 σεντς / KWh.
Και σε μια συγκυρία πτωτικών τιμών διεθνώς, όπως δείχνουν οι προβλέψεις των αναλυτών για το προσεχές διάστημα, τα κίτρινα συμφέρουν περισσότερο.
Γιατί όμως; Γιατί οι παράγοντες κινδύνου για ένα πάροχο είναι μικρότεροι απ’ ότι στα πράσινα, στα οποία η τιμή καθορίζεται με βάση τη διακύμανση της χονδρεμπορικής αγοράς των δύο προηγούμενων μηνών. Το έκανε έτσι ο υπ. Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θοδωρής Σκυλακάκης για να ξέρει ο καταναλωτής στην 1η κάθε μήνα τιμολόγησης το ακριβές ποσό που θα πληρώνει μέχρι το τέλος του μήνα.
Η λογική του ήταν να επιτρέψει στον καταναλωτή να νοιώσει μεγαλύτερη ασφάλεια στο νέο αυτό τοπίο, μετά το τέλος της εποχής των επιδοτήσεων. Το μειονέκτημα εδώ είναι ότι κατ’ αυτό τον τρόπο μεγαλώνει το ρίσκο της εταιρείας, η οποία όταν πρέπει να δώσει μια τιμή για όλο τον επόμενο μήνα, βασισμένη στο μέσο όρο της χονδρεμπορικής τιμής των δύο προηγούμενων μηνών, είναι σαν να κινείται στα τυφλά.
Στην διάρκεια του μήνα τιμολόγησης, μπορεί να συμβούν κάθε είδους απότομες χρηματιστηριακές διακυμάνσεις, τις οποίες όμως η ίδια δεν θα μπορεί να μεταφέρει στον πελάτη της. Και γι αυτόν ακριβώς το λόγο, οι πάροχοι επιβάρυναν τις τιμές που έδωσαν στα πράσινα τιμολόγια με μεγαλύτερο κόστος αντιστάθμισης κινδύνου.
Αντίθετα, τα κίτρινα έχουν μικρότερο ρίσκο για τον πάροχο, καθώς αναπροσαρμόζονται με βάση τη χονδρεμπορική τιμή κάθε τρέχοντος μηνός, άρα ο καταναλωτής είναι εκτεθειμένος 100% στις χρηματιστηριακές διακυμάνσεις. Σε μια ανοδική φάση των τιμών διεθνώς, αυτό προφανώς δεν συμφέρει τον κάτοχο του κίτρινου, καθώς θα χρεωθεί αρκετά παραπάνω.
Τώρα όμως που η ενεργειακή αγορά έχει καθοδικές τάσεις στο φυσικό αέριο, τον βασικό παράγοντα καθορισμού των τιμών στην ηλεκτρική ενέργεια, ο κάτοχος του κίτρινου ωφελείται σε σχέση με εκείνον ενός πράσινου. Στην τρέχουσα χρονική περίοδο όπου η τιμή στο φυσικό αέριο, είναι πτωτική, το πράσινο αποδεικνύεται ακριβότερο. Και ο έχων πράσινο τιμολόγιο δεν θα καρπωθεί την όποια μείωση τιμής θα «βλέπει» στον λογαριασμό του ο πελάτης με κίτρινο.
Η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας δεν απαιτεί οικονομικές γνώσεις υψηλού επιπέδου, ωστόσο δεν είναι και απλή. Και είτε μας αρέσει, είτε όχι, τώρα που έφυγαν από τη μέση οι προστατευτικές κρατικές επιδοτήσεις, πρέπει να εκπαιδευτούμε. Το ευτύχημα για μας και για την κυβέρνηση είναι ότι το τέλος των επιδοτήσεων συνέπεσε με μια αποκλιμάκωση των διεθνών τιμών στο φυσικό αέριο και με ένα μάλλον ήπιο για την ώρα χειμώνα που συγκρατεί τη ζήτηση.
Η πραγματικότητα βέβαια είναι ότι η μετάβαση στην χωρίς επιδοτήσεις εποχή βρίσκει όλους τους καταναλωτές, ανεξαρτήτως επιλογής χρώματος τιμολόγιου, εντελώς εκτεθειμένους στις χρηματιστηριακές διακυμάνσεις. Τώρα είναι ήπιες και καθοδικές, ωστόσο τι θα συμβεί στο αρνητικό σενάριο; Εάν τα κρύα έρθουν τους επόμενους μήνες ή αν π.χ. υπάρξει μια γενίκευση ανάφλεξης στη Μ.Ανατολή;
Αν τα πράγματα δεν εξελιχθούν καλά, θα αρκεί ο ανταγωνισμός που πυροδότησε η σύγκριση μεταξύ των παρόχων για να συγκρατήσει τις τιμές; Προφανώς και όχι. Σε ένα τέτοιο σενάριο, όλοι οι προμηθευτές, όπως φυσικά και η ΔΕΗ, θα προσαρμοστούν αναγκαστικά προς τα πάνω.
Επομένως, όποιος πιστεύει στα χειρότερα, τότε για αυτόν, η μόνη σωστή επιλογή είναι να «κλειδωθεί» από τώρα σε ένα μπλε σταθερό τιμολόγιο για έξι ή δώδεκα μήνες, με τιμή όχι ιδιαίτερα μεγαλύτερη απ’ αυτές των κίτρινων και πράσινων. Μπροστά στον κίνδυνο να χάσουν πελάτες, οι εταιρείες έσπευσαν να βγάλουν στην αγορά σταθερά τιμολόγια σε εξαιρετικά ανταγωνιστικές τιμές μεταξύ 14,9 και 17,9 λεπτά η κιλοβατώρα. Αν τα πράγματα επιδεινωθούν, τέτοιες τιμές στα μπλε, ίσως να μην ξαναυπάρξουν.
Αλλά αυτή τη στιγμή δεν είμαστε εκεί. Το κυρίαρχο σενάριο είναι το θετικό, της περαιτέρω αποκλιμάκωσης των διεθνών τιμών στο φυσικό αέριο. Και αν είμαστε τυχεροί και επαληθευτούν οι εκτιμήσεις για φυσικό αέριο μεταξύ 20-29 ευρώ/ MWh, θα κάνουν την εμφάνισή τους πιο ανταγωνιστικά μπλε τιμολόγια, καθώς οι πάροχοι θα μπορούν να «χετζάρουν» μεγάλες ποσότητες ενέργειας για τους πελάτες τους με ακόμη μεγαλύτερη ευκολία από σήμερα. Και φυσικά τόσο τα κίτρινα όσο και τα πράσινα τιμολόγια σε μια τέτοια περίπτωση θα γίνουν ακόμη πιο ανταγωνιστικά.