της Μαρίας Αδαμίδου
Στο περιθώριο της ευρωπαϊκής προσπάθειας για την ενεργειακή απεξάρτηση από τη Ρωσία, εξελίσσεται ένας άλλος, παράλληλος αγώνας δρόμου, που αφορά τη μακροπρόθεσμη ενεργειακή επάρκεια της ΕΕ, τηρώντας τους στόχους κλιματικής ουδετερότητας μέχρι το 2050. Η Γηραιά Ήπειρος ποντάρει στις ΑΠΕ, και στο πράσινο υδρογόνο, υπολογίζοντας ότι μέχρι το 2030 θα χρειάζεται 20 εκατ. τόνους ετησίως, εκ των οποίων θα εισάγει περίπου το 50%. Η αγορά πράσινου υδρογόνου στον πλανήτη ανέρχεται αυτή τη στιγμή, σύμφωνα με εκτιμήσεις, στα 3,2 δισ. δολάρια, και αναμένεται να αυξάνεται κατά 40% ετησίως μέσα στα επόμενα 10 χρόνια, ενώ η Goldman Sachs εκτιμά πως μέχρι το 2050 θα είναι μια αγορά 10 τρισ. δολαρίων. Το πράσινο υδρογόνο, λοιπόν, εξελίσσεται σε νέο επενδυτικό «ελντοράντο», με τους παγκόσμιους ενεργειακούς κολοσσούς να στρέφονται στην παραγωγή του και διάφορα σημεία του πλανήτη να διεκδικούν ήδη στρατηγικό ρόλο στον υπό διαμόρφωση ενεργειακό χάρτη. Μέσα σε αυτό το τοπίο, η Ελλάδα, που ήδη προχωρά και σε έργα δικής της παραγωγής, έχει τη δυνατότητα να μετατραπεί σε πύλη πράσινης ενέργειας και πράσινου υδρογόνου, χάρη στη γεωγραφική της θέση, τις υποδομές που διαθέτει και κατασκευάζει, αλλά και τις διμερείς συμφωνίες και συνεργασίες που σφυρηλατεί.
Με δεδομένο ότι οι υποδομές φυσικού αερίου μπορούν να αξιοποιηθούν και για τη μεταφορά υδρογόνου, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι τα ενεργειακά projects που «τρέχουν» αυτή τη στιγμή στη χώρα μας, καθιστούν την Ελλάδα ιδανικό διαμετακομιστικό κόμβο για την Ευρώπη.
Εξάλλου, οι περιοχές που αναδύονται αυτή τη στιγμή ως δυνητικοί μεγάλοι παραγωγοί πράσινου υδρογόνου είναι η Μέση Ανατολή και η Αφρική-πρωτίστως η Αίγυπτος και η Ναμίμπια. Πρόκειται για χώρες στην ευρύτερη γειτονιά μας, και με τις οποίες έχουν γίνει ήδη σημαντικά βήματα ενεργειακής συνεργασίας. Οι χώρες στην περιοχή του Κόλπου, και συγκεκριμένα το Ομάν, το Κατάρ, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, προωθούν με μεγάλη ταχύτητα την παραγωγή μπλε και πράσινου υδρογόνου, όπως και των παραγώγων τους, γνωρίζοντας ότι η χρήση- αλλά και τα αποθέματα- ορυκτών καυσίμων, στα οποία στηρίζεται η οικονομική τους επιβίωση, έχει ημερομηνία λήξης. Οι χώρες αυτές δεν διαθέτουν ενιαία εκπροσώπηση, οπότε οι διμερείς σχέσεις ευνοούν την έγκαιρη ανάπτυξη συνεργασιών για την προμήθεια υδρογόνου, ενώ αρκετές ευρωπαϊκές εταιρείες συμμετέχουν ήδη στα υπό σχεδιασμό σχετικά έργα. Η Σαουδική Αραβία θα έχει ολοκληρώσει μέχρι το 2026 μια μονάδα πράσινου υδρογόνου με προϋπολογισμό 5 δισ. δολάρια, που θα παράγει 650 τόνους ημερησίως μέσω ηλιακής και αιολικής ενέργειας, ενώ τα ΗΑΕ έχουν θέσει ως στόχο να καλύπτουν το 25% της παγκόσμιας αγοράς υδρογόνου. Οι διμερείς σχέσεις με τις χώρες αυτές, λοιπόν, όπως έχει ήδη η Ελλάδα, θα παίξουν καθοριστικό ρόλο.
Η Αίγυπτος, επίσης, αναδεικνύεται σε πολύ ισχυρό «παίκτη» στην επερχόμενη εποχή του υδρογόνου. Μόλις τον περασμένο μήνα υπεγράφησαν 7 μνημόνια συνεργασίας για την υλοποίηση έργων υποδομής για την παραγωγή πράσινου υδρογόνου, και το Κάιρο θα επιδιώξει την ενεργοποίησή τους στη διάρκεια της COP 27 που θα διεξαχθεί τον Νοέμβριο στο Σαρμ Ελ Σεικ. Στην ίδια διάσκεψη, η ΕΕ σκοπεύει να «κλειδώσει» τη μελλοντική παραγωγή της Ναμίμπια, η οποία ήδη φαίνεται να έχει αρκετούς διεθνείς μνηστήρες.
Γιατί πράσινο υδρογόνο
Το πράσινο υδρογόνο παράγεται μέσω ηλιακής αιολικής ενέργειας, οπότε έχει ουδέτερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Έχει ακόμη τη δυνατότητα να καλύψει το σύνολο των ενεργειακών αναγκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, το σημαντικότερό του χαρακτηριστικό, είναι ότι μπορεί να αξιοποιηθεί για τη μαζική αποθήκευση και μεταφορά ενέργειας, δηλαδή να αποθηκευτεί με χαμηλό κόστος και για μεγάλες περιόδους. Η αξιοποίηση των ήδη υπαρχουσών υποδομών, εξάλλου, θα μειώσει πολύ σημαντικά το κόστος της ενεργειακής μετάβασης. Τέλος, η μείωση του κόστους παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ, η οποία εκτιμάται ότι το 2030 θα ανέρχεται στο 30% του σημερινού, θα συμβάλλει στην οικονομικότερη παραγωγή πράσινου υδρογόνου.