Ο έλεγχος ενεργειακών πόρων στο εξωτερικό ισοδυναμεί με γεωπολιτική ισχύ. Η βαλκανική αγορά προσφέρεται γι' αυτό, καθώς απέχει ακόμη πολύ από το να χαρακτηριστεί κορεσμένη.
Και μπορεί να ελέγχεται ως ένα βαθμό ακόμη από τοπικούς παίκτες, ωστόσο ξένοι όμιλοι κάνουν κινήσεις, «σκανάρουν» τις αγορές για ευκαιρίες, παίρνουν θέσεις, επιχειρούν να αλλάξουν το παιχνίδι. Το ίδιο κάνει και η ΔΕΗ. Είδε στη Ρουμάνια τη μεγάλη ευκαιρία, την εκμεταλλεύτηκε και εξαγόρασε την θυγατρική της Enel που αποεπένδυε, ενώ τώρα ετοιμάζεται να μπει στη Βουλγαρία με μια εξαγορά 1,1 GW σε φωτοβολταϊκά, ίσως και αιολικά.
Και ποια είναι η ευκαιρία για τη ΔΕΗ αλλά και το πλεονέκτημα έναντι άλλων ομίλων του εξωτερικού; Η γεωγραφική θέση της Ελλάδας, είναι η απάντηση. Βρίσκεται στην αρχή ενός ενεργειακού διαδρόμου, του βαλκανικού, όταν άλλοι ξένοι όμιλοι που επενδύουν στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, δεν έχουν το ίδιο ατού. Η ΔΕΗ «κάθεται» ακριβώς πάνω σε αυτή την ηλεκτρική λεωφόρο, που ξεκινάει από την Ελλάδα, διασχίζει τη Βουλγαρία και καταλήγει στη Ρουμανία.
Και ποιες είναι οι ευκαιρίες; Τις περιγράφει όσο καλύτερα μπορεί το επιχειρησιακό πλάνο της προσεχούς τριετίας που παρουσίασε χθες ο Γ. Στάσσης στο Λονδίνο σε ένα πολυπληθές ακροατήριο ξένων αναλυτών. Ενίσχυση των διασυνοριακών συναλλαγών ηλεκτρικής ενέργειας, με εισαγωγές και εξαγωγές, αναλόγως της πορείας των τιμών στα χρηματιστήρια, εύκολη πρόσβαση σε αγορές που πλέον επικοινωνούν μεταξύ τους, συνέργειες κάθε είδους, όπως μάνατζμεντ των έργων, οικονομίες κλίμακας σε συστήματα, άδειες, κ.ό.κ
Και με την παρουσία της σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές, η ΔΕΗ θα πετυχαίνει με το διευρυμένο και αλληλοσυμπληρούμενο χαρτοφυλάκιο ΑΠΕ φωτοβολταϊκών και αιολικών πάρκων, διασπορά του κινδύνου εκμεταλλευόμενη τις διαφορετικές μετεωρολογικές συνθήκες στην κάθε περιοχή. Όταν για παράδειγμα δεν έχει ηλιοφάνεια στην Ελλάδα, μπορεί να είναι καλύτερες οι καιρικές συνθήκες για τα φωτοβολταϊκά στην Ρουμάνια ή στη Βουλγαρία, επομένως αυξάνονται οι πιθανότητες για μια σταθερή συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα του ομίλου ΔΕΗ.
Οι συνέργειες είναι ο ένας λόγος που βλέπει η ΔΕΗ και σκανάρει επισταμένα την αγορά της Βουλγαρίας και όχι μόνο. Ο άλλος είναι ότι η γείτονα, όπως και άλλες χώρες, αυτές στα Δυτικά Βαλκάνια, ζουν τα τελευταία χρόνια την δική τους «πράσινη» επανάσταση, ωστόσο απέχουν πολύ ακόμη από το να θεωρηθούν κορεσμένες.
Τα τελευταία διαθέσιμα συγκεντρωτικά στοιχεία (2022) δείχνουν ότι στη Βουλγαρία, την πιο ανεπτυγμένη, πέραν της ρουμανικής αγοράς, η εγκατεστημένη ισχύ ΑΠΕ ήταν στα 5,2 GW, ίση με το 40% της ελληνικής που κινείται στα 12 GW. Στην Κροατία ήταν 3,6 GW. Στην Σερβία 3,1 GW και ακολουθούν η Αλβανία με 2,5 GW, η Βοσνία με 2,1 GW και στις τελευταίες θέσεις, το Μαυροβούνιο και η Βόρεια Μακεδονία με 0,8 GW έκαστη. Μακράν πρώτη φυσικά η Ρουμανία, που μοιάζει πολύ με την ελληνική και έχει εγκατεστημένη ισχύ πάνω από 11 GW.
Αθροίζοντας την εγκατεστημένη ισχύ και των οκτώ παραπάνω χωρών, μαζί με τη Ρουμάνια, η πράσινη αυτή αγορά δεν ξεπερνά τα 29,5 GW, εκ των οποίων 67% υδροηλεκτρικά, 18,8% αιολικά, μόλις 13,2% φωτοβολταϊκά, 1% βιοκαύσιμα και 0,03% γεωθερμία. Αρκεί μια σύγκριση με την Ελλάδα για να γίνει αντιληπτό που βρίσκονται οι γείτονες και ποιες οι προοπτικές τους.
Έχει επομένως ακόμη ευκαιρίες η περιοχή για τη ΔΕΗ που ψάχνει να εδραιωθεί περαιτέρω στην βαλκανική αγορά; Έχει και σημαντικές, είναι η απάντηση, ειδικά για έναν ελληνικό όμιλο και αρκεί να διαβάσει κανείς το επιχειρησιακό σχέδιο της επιχείρησης για την επόμενη τριετία στο σημείο που αναφέρεται στις προοπτικές των Βαλκανίων.
Καταρχήν, για τη Ρουμάνια η εκτίμηση της ΔΕΗ είναι ότι μέχρι το 2030 η ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια θα έχει αυξηθεί κατά 10%. Το μέγεθος του ηλεκτρικού συστήματος της χώρας, προφανώς λόγω επενδύσεων στα δίκτυα, εκτιμάται ότι θα έχει αυξηθεί κατά 48% και η εγκατεστημένη ισχύς των ΑΠΕ κατά 6,4 GW. Επομένως περιθώρια περαιτέρω διείσδυσης υπάρχουν.
Στη Βουλγαρία τώρα, όπως και στην υπόλοιπη περιοχή, η ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 8% ως το 2030. Συνολικά αναμένεται να προστεθούν 5,4 GW από ΑΠΕ, ενώ πρόκειται να κλείσουν πολλές ανθρακικές μονάδες, περιορίζοντας κατά 35% της εγκατεστημένη ισχύ από λιγνίτη. Αφενός δηλαδή θα αυξηθεί η ζήτηση για ενέργεια, αφετέρου θα κλείσουν λιγνιτικά εργοστάσια, επομένως η διαφορά θα πρέπει να καλυφθεί με ΑΠΕ, δεδομένης και της πολιτικής απόφασης της χώρας να στραφεί στην καθαρή ενέργεια.
Στη Βόρεια Μακεδονία, που είναι καθαρός εισαγωγέας ενέργειας, από το 2021 μέχρι σήμερα έχουν κατασκευαστεί ηλιακά πάρκα ισχύος 139 MW. Στόχος ήταν σύμφωνα με περυσινά δημοσιεύματα, να προστεθούν νέα έργα ηλιακής ενέργειας 300 MW μέχρι το τέλος του 2023. Τα δίκτυα όμως της χώρας δεν έχουν την υποδομή για να σηκώσουν τέτοιους όγκους, χρειάζονται σημαντικές επενδύσεις, δηλαδή έναν ισχυρό ξένο επενδυτή.
Εδώ και καιρό ο ΑΔΜΗΕ έχει εκδηλώσει το ενδιαφέρον του για εξαγορά του τοπικού Διαχειριστή MEPSO, είτε μέσω στρατηγικής συμφωνίας, είτε μέσω αύξησης μετοχικού κεφαλαίου, όπως έχει κάνει σαφές στις επαφές του με την κυβέρνηση του Ντίμιταρ Κοβατσέφσκι, την εκεί ρυθμιστική αρχή και τον ίδιο τον TSO, χωρίς να έχει υπάρξει πρόοδος. Τέτοια ζητήματα στρατηγικής σημασίας, για να προχωρήσουν ταχύτερα και οι συζητήσεις να επισφραγιστούν με μια συμφωνία απαιτείται η ενεργότερη κινητοποίηση σε υψηλό κυβερνητικό επίπεδο.
Σε αυτή τη φάση βρίσκονται τα Βαλκάνια, τα οποία κυριαρχούν στο νέο business plan του ομίλου ΔΕΗ για την περίοδο 2024-2026. Ευτυχώς, η διοίκηση, έχοντας μιαν εντελώς διαφορετική αντίληψη για το ρόλο της επιχείρησης απ' ότι πριν μερικά χρόνια, έχει μπει δυνατά στο παιχνίδι της περιοχής, διεθνοποιείται και συντονίζεται με τον σφυγμό των εξελίξεων. Δεν είναι μακριά η στιγμή που οι εξελίξεις στην περιοχή θα προσλάβουν τέτοια δυναμική, ώστε οι όποιες ευκαιρίες υπάρχουν ακόμη, θα αποτελούν παρελθόν.