Αβέβαιες είναι οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις από την εισαγωγή του του νέου συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών της ΕΕ (EU ETS2) με βάση τα όσα αναφέρει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας στην ετήσια έκθεσή του για την ελληνική οικονομία, καθώς είναι πιθανόν τα επόμενα χρόνια να επηρεαστούν ο πληθωρισμός και η ανάπτυξη,.
Όπως αναφέρεται, τα πράσινα εθνικά δημοσιονομικά μέτρα, που αφορούν κυρίως την τιμολόγηση του άνθρακα και τους ενεργειακούς φόρους, εκτιμάται ότι θα αυξήσουν τον πληθωρισμό κατά περίπου 0,2 της ποσοστιαίας μονάδας (ποσ. μον.) το 2025 και κατά 0,1 ποσ. μον. το 2026, ενώ το 2027 η επίπτωσή τους στον πληθωρισμό σχεδόν θα μηδενιστεί. Επίσης, τα μέτρα αυτά αναμένεται να μειώσουν το ρυθμό μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ κατά 0,05 ποσ. μον. το 2025 και κατά 0,1 ποσ. μον. τα έτη 2026-2027.
Πιο συγκεκριμένα, οι παραγωγοί σε προηγούμενα στάδια της αλυσίδας προσφοράς θα καλούνται να πληρώσουν για τις εκπομπές που προέρχονται από τα προϊόντα τους και πιθανόν να μετακυλήσουν το κόστος αυτό στους καταναλωτές.
Ενεργειακή φτώχεια
Όπως αναφέρεται, οι ευπαθείς κοινωνικές ομάδες και οι ευάλωτοι καταναλωτές, που δαπανούν μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους για την ενέργεια και τις μεταφορές και δεν έχουν πρόσβαση σε εναλλακτικές λύσεις, ενδέχεται να επηρεαστούν δυσανάλογα από την αβεβαιότητα που θα επικρατήσει στις τιμές του άνθρακα.
Επιπλέον, οι επιπτώσεις ενδέχεται να είναι πιο έντονες σε κοινότητες οι οποίες είναι απομονωμένες γεωγραφικά, όπως νησιά, αγροτικές και ορεινές περιοχές ή δύσκολα προσβάσιμες και λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες.
Στο πλαίσιο αυτό, χωρίς κάποιο μηχανισμό κοινωνικής προστασίας και αναδιανομής των εσόδων που προκύπτουν από την εμπορία των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, θα μπορούσαν να υπάρξουν σημαντικές πιέσεις στις δαπάνες που αφορούν τη θέρμανση και τις μεταφορές.
Βασικό ρόλο διαδραματίζουν τα μέτρα που θα λάβουν τα κράτη για το μετριασμό και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, αλλά και το ενεργειακό μίγμα κάθε χώρας, που επηρεάζει το κόστος παραγωγής της ενέργειας. Οικονομίες των οποίων η ενεργειακή μετάβαση καθυστερεί και στηρίζονται εκτεταμένα σε λιγνιτικά αποθέματα ή άλλα ορυκτά καύσιμα είναι ενδεχομένως πιο εκτεθειμένες στους κινδύνους που προκύπτουν από την αύξηση της τιμολόγησης του άνθρακα.
Επίσης σημαντική είναι η πρόκληση που εγείρεται ένεκα της διαφορετικής ταχύτητας που καταγράφεται μεταξύ της ΕΕ και τρίτων χωρών σε σχέση με περιβαλλοντικές δεσμεύσεις.
Η “διαρροή άνθρακα”
Αναλυτικά, με βάση την Έκθεση, δεδομένου ότι η κλιματική αλλαγή αποτελεί ένα παγκόσμιο ζήτημα, το ενδεχόμενο να υπάρξει “διαρροή άνθρακα” (carbon leakage) δύναται να επηρεάσει σημαντικά τις διεθνείς προσπάθειες για το κλίμα. Πιο συγκεκριμένα, ευρωπαϊκές εταιρίες θα μπορούσαν να επωφεληθούν από τα χαλαρά πρότυπα του εξωτερικού, μεταφέροντας την έδρα τους εκτός ΕΕ, ή προϊόντα μεγάλης έντασης άνθρακα θα μπορούσαν να εισάγονται από τρίτες χώρες, αντικαθιστώντας τα ευρωπαϊκά προϊόντα.
Με σκοπό την αντιμετώπιση της διαρροής άνθρακα και τη δίκαιη τιμολόγηση των εκπομπών άνθρακα για τα προϊόντα που παράγονται εκτός ΕΕ, θεσπίστηκε, συμπληρωματικά προς το EU ETS, ο μηχανισμός συνοριακής προσαρμογής άνθρακα (Carbon Border Adjustment Mechanism – CBAM), ο οποίος αναμένεται να τεθεί σε πλήρη εφαρμογή το 2026.
Ο CBAM θα εξισώσει την τιμή του άνθρακα μεταξύ των εγχώριων προϊόντων και των εισαγωγών και θα διασφαλίσει ότι οι κλιματικοί στόχοι της ΕΕ δεν υπονομεύονται από τη μετεγκατάσταση της παραγωγής σε χώρες με λιγότερο φιλόδοξες πολιτικές.
Στην προσπάθεια της ΕΕ να επιτύχει τους στόχους για τη μείωση των ρύπων, όπως αυτοί περιγράφονται στην Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, 4 το 2023 αποφασίστηκε η εισαγωγή ενός νέου συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών (EU ETS2), το οποίο θα τεθεί σε πλήρη εφαρμογή το 2027.
Το σύστημα αυτό βασίζεται στα δομικά στοιχεία του προγενέστερου, αλλά επεκτείνεται σε τομείς όπως η θέρμανση κτιρίων, οι κατασκευές και οι οδικές μεταφορές. Οι παραπάνω τομείς θεωρούνται από τους σημαντικότερους παραγωγούς ρύπων στην ΕΕ, καθώς από αυτούς προκύπτει το 1/3 των συνολικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου της Ένωσης.
Οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις από την εισαγωγή του EU ETS2 είναι αβέβαιες, καθώς είναι πιθανόν τα επόμενα χρόνια να επηρεαστούν ο πληθωρισμός και η ανάπτυξη, κάτι που ωστόσο εξαρτάται και από άλλους παράγοντες.
Το Κοινωνικό Ταμείο για το Κλίμα
Όπως αναφέρεται, με στόχο την αντιμετώπιση των επιπτώσεων που θα προκύψουν από το EU ETS2 και την κοινωνικά δίκαιη μετάβαση προς την κλιματική ουδετερότητα, τα κράτη-μέλη προχώρησαν στη δημιουργία του Κοινωνικού Ταμείου για το Κλίμα (εφεξής “Ταμείο”). Το Ταμείο παρέχει χρηματοδοτική στήριξη στα κράτη-μέλη με στόχο να υποστηριχθεί η προσπάθεια για πράσινη μετάβαση των ευάλωτων ομάδων που αντιμετωπίζουν “ενεργειακή φτώχεια” και “φτώχεια στον τομέα των μεταφορών”, όπως οι μικρές επιχειρήσεις, οι χρήστες μεταφορών και τα νοικοκυριά.
Τα έσοδα του Ταμείου, μεταξύ άλλων, θα χρησιμοποιηθούν για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων, την απαλλαγή της θέρμανσης και της ψύξης των κτιρίων από ανθρακούχες εκπομπές, την ενσωμάτωση της παραγωγής και αποθήκευσης ανανεώσιμης ενέργειας στα κτίρια και την παροχή βελτιωμένης πρόσβασης στην κινητικότητα και στις μεταφορές μηδενικών και χαμηλών εκπομπών.
Κάθε κράτος-μέλος καλείται να υποβάλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ένα κοινωνικό σχέδιο για το κλίμα (εφεξής “σχέδιο”) μέχρι τον Ιούνιο του 2025, το οποίο θα περιλαμβάνει ένα συνεκτικό σύνολο υφιστάμενων ή νέων εθνικών μέτρων και επενδύσεων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
Η Επιτροπή έχει ξεκινήσει μια ειδική πρωτοβουλία για να βοηθήσει τα κράτη-μέλη να αναπτύξουν τα σχέδιά τους για το κλίμα μέσω ενός εργαλείου τεχνικής υποστήριξης,ενώ η χρηματοδότηση μέσω του Ταμείου θα πραγματοποιείται αφού τα κράτη-μέλη επιτύχουν τους στόχους που ορίζονται στα σχέδιά τους.
Επιπλέον, για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του Ταμείου, τα κράτη-μέλη έχουν προσδιορίσει τους φορείς12 που είναι υπεύθυνοι για την προετοιμασία των σχεδίων τους (για την Ελλάδα αρμόδιο είναι το Υπουργείο Ενέργειας και Περιβάλλοντος).
Έσοδα 65 δισ. ευρώ
Το Ταμείο αναμένεται να συγκεντρώσει έσοδα ύψους 65 δισεκ. ευρώ από τον πλειστηριασμό δικαιωμάτων μέσω της εφαρμογής του EU ETS2 για την περίοδο 2026-2032. 13 Επιπλέον, πρόκειται να διατεθούν 50 εκατομμύρια δικαιώματα από το ήδη υφιστάμενο EU ETS, ενώ τα κράτη-μέλη θα πρέπει να συνεισφέρουν τουλάχιστον το 25% του εκτιμώμενου συνολικού κόστους των σχεδίων τους. Συνολικά υπολογίζεται ότι ο προϋπολογισμός του Ταμείου για την περίοδο 2026-2032 θα είναι τουλάχιστον 86,7 δισεκ. ευρώ.
Το EU ETS2, ως μετεξέλιξη του EU ETS, είναι δυνατόν να παίξει καταλυτικό ρόλο στην προσπάθεια της ΕΕ για μετάβαση σε μια βιώσιμη οικονομία χαμηλών ρύπων. Το σύστημα έχει αποδείξει διαχρονικά την αποτελεσματικότητά του στη μείωση των εκπομπών, η επέκτασή του όμως σε τομείς της οικονομίας οι οποίοι έχουν άμεσο κοινωνικό αντίκτυπο αποτελεί μια νέα πρόκληση.
Προκειμένου η μετάβαση να είναι ομαλή, έχει σημασία τα κράτη μέλη να παρακολουθούν την εξέλιξη των τιμών του άνθρακα, να εκτιμούν το οικονομικό και κοινωνικό κόστος και να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα πρόληψης και μετριασμού. Η υλοποίηση των σχεδίων μετάβασης προς την κλιματική ουδετερότητα και η υιοθέτηση βιώσιμων πρακτικών και ενεργειακά αποδοτικών μέτρων ενισχύουν τις οικονομίες και περιορίζουν το μέγεθος των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής σε αυτές.
Το ιστορικό
Το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ, Emissions Trading Scheme – EU ETS), το οποίο θεσμοθετήθηκε το 2005 από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), συνεισφέρει σημαντικά στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και στη δημιουργία εσόδων που θα χρησιμοποιηθούν για την πράσινη μετάβαση, γι’ αυτό αναφέρεται συχνά ως θεμέλιος λίθος της κλιματικής πολιτικής της ΕΕ.
Το σύστημα δεσμεύει όλες τις χώρες της ΕΕ, συν την Ισλανδία, το Λιχτενστάιν και τη Νορβηγία, ενώ από το 2020 συνδέθηκε με το αντίστοιχο ελβετικό ETS. Η εμπορία και τιμολόγηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου αφορά βασικούς τομείς της οικονομίας που ευθύνονται για το 40% του συνόλου των εκπομπών της ΕΕ, όπως η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, η μεταποιητική βιομηχανία, οι αεροπορικές μεταφορές και η ναυτιλία. Η εφαρμογή της τιμολόγησης αυτής έχει αποδεδειγμένα συμβάλει στη μείωση ρύπων στους ανωτέρω τομείς κατά 37,3% από την έναρξη της λειτουργίας του EU ETS το 2005.
Το EU ETS βασίζεται στην αρχή “cap and trade”, θέτοντας ένα ανώτατο όριο (cap) εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στους καλυπτόμενους τομείς της οικονομίας. Το όριο αυτό αντιστοιχεί σε έναν αριθμό δικαιωμάτων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, όπου κάθε δικαίωμα δίνει στον κάτοχό του τη δυνατότητα εκπομπής ενός τόνου ισοδύναμου διοξειδίου του άνθρακα (CO2 eq). Η τιμή των δικαιωμάτων διαμορφώνεται από την αγορά, μέσω της προσφοράς και της ζήτησης, ενώ στο πλαίσιο της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς χρησιμοποιούνται δύο βασικοί μηχανισμοί: ο συντελεστής γραμμικής μείωσης (Linear Reduction Factor – LFR) και το αποθεματικό για τη σταθερότητα της αγοράς (Market Stability Reserve – MSR).
Ο πρώτος μηχανισμός ορίζει τον ετήσιο ρυθμό μείωσης του ανώτατου ορίου, συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στην επίτευξη των ετήσιων στόχων της ΕΕ σχετικά με τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Ο δεύτερος διευκολύνει τη σταθεροποίηση της προσφοράς δικαιωμάτων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην αγορά και την αποτελεσματικότερη τιμολόγησή τους.
Σε περιόδους υπερπροσφοράς δικαιωμάτων, το MSR απορροφά το πλεόνασμα, εμποδίζοντας τη μείωση των τιμών τους, ενώ σε περιόδους πλεονάζουσας ζήτησης παρέχει επαρκή ποσότητα δικαιωμάτων και μείωση των σχετικών τιμών. Με αυτό τον τρόπο οι τιμές κυμαίνονται σε συγκεκριμένα επιθυμητά όρια.