Η Shell χαλάρωσε τους στόχους της για μείωση των εκπομπών άνθρακα μέσα στην επόμενη δεκαετία, διατηρώντας, όμως, τον στόχο για μηδενικές εκπομπές μέχρι το 2050.
Η αλλαγή αυτή είναι το τελευταίο σημάδι μιας ευρύτερης προσαρμογής στα σχέδια για την ενεργειακή μετάβαση μεταξύ των μεγάλων πετρελαϊκών εταιρειών της Βρετανίας οι οποίες υφίστανται πίεση από ακτιβιστές επενδυτές.
Η Shell στοχεύει τώρα να μειώσει την καθαρή της ένταση άνθρακα κατά 15% έως 20% έως το 2030, έναντι 20% που ήταν ο προηγούμενος στόχος, σύμφωνα με τα όσα ανακοίνωσε σήμερα Πέμπτη για τη στρατηγική ενεργειακής μετάβασης που θα ακολουθήσει.
Η εταιρεία έβγαλε επίσης από το πλάνο τον στόχο της για μείωση 45% έως το 2035 επικαλούμενη «αβεβαιότητα ως προς τον ρυθμό αλλαγής προς την ενεργειακή μετάβαση».
Η αλλαγή αντικατοπτρίζει την απομάκρυνση της Shell από την παροχή ενέργειας από ΑΠΕ σε σπίτια, μετά την πώληση της επιχείρησης λιανικής της στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη Γερμανία πέρυσι.
Κάνοντας στροφή προς τις βασικές της δραστηριότητες στα καύσιμα, η εταιρεία εισήγαγε τον νέο στόχο μείωσης των εκπομπών των πελατών της από τη χρήση των προϊόντων πετρελαίου της κατά 15% έως 20% έως το 2030, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2021.
«Η εστίασή μας στην αξία ποιότητα οδήγησε σε μια στρατηγική μετατόπιση της δραστηριότητάς μας σε επιλεγμένες αγορές και τμήματα», δήλωσε ο Διευθύνων Σύμβουλος Wael Sawan σε δήλωση. «Αναμένουμε χαμηλότερη αύξηση στις πωλήσεις ηλεκτρικής ενέργειας συνολικά. Έχουμε επικαιροποιήσει τον καθαρό στόχο μας για την ένταση του άνθρακα για να ενσωματώσουμε αυτή την αλλαγή».
Οι δαπάνες της Shell για ενέργεια χαμηλών εκπομπών άνθρακα ενδέχεται επίσης να επιβραδυνθούν τα επόμενα χρόνια. Η εταιρεία σχεδιάζει να επενδύσει 10 έως 15 δισεκατομμύρια δολάρια μεταξύ 2023 και 2025, εκ των οποίων τα 5,6 δισεκατομμύρια δολάρια δαπανήθηκαν το 2023.
Οι στόχοι για τις εκπομπές
Η Shell αποκάλυψε για πρώτη φορά το σχέδιό της να γίνει μια εταιρεία μηδενικών εκπομπών το 2020, υπό τον τότε CEO Ben van Beurden, μόλις λίγους μήνες αφότου η BP παρουσίασε παρόμοιες φιλοδοξίες. Εκείνη την εποχή, οι τιμές της ενέργειας βρίσκονταν σε βαθιά ύφεση λόγω των περιορισμών της πανδημίας, προκαλώντας κάποιες εικασίες ότι η ζήτηση πετρελαίου είχε ήδη κορυφωθεί.
Αυτές οι προβλέψεις αποδείχθηκαν αβάσιμες και η ταχεία ανάκαμψη της κατανάλωσης σε συνδυασμό με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία εκτόξευσαν τις τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, με αποτέλεσμα κέρδη ρεκόρ για τους παραγωγούς ορυκτών καυσίμων.
Έκτοτε, πολλοί μέτοχοι εταιρειών, όπως η BP και η Shell, έχουν ζητήσει ολοένα υψηλότερες αποδόσεις και προτρέπουν να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στο πιο κερδοφόρο πετρέλαιο και φυσικό αέριο.
Υπό τον Sawan, ο οποίος ανέλαβε τη σκυτάλη από τον Van Beurden πέρυσι, η Shell έχει δεσμευτεί για μια «αδίστακτη» εστίαση στην ενίσχυση των αποδόσεων των επενδυτών. Η εταιρεία επιδιώκει επίσης να μειώσει το χάσμα αποτίμησης με τις ανταγωνιστές της στις ΗΠΑ Exxon Mobil και Chevron, οι οποίες εξακολουθούν να δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.
Εν τω μεταξύ, περιβαλλοντικές οργανώσεις αποδοκιμάζουν έντονα την ασυνέπεια των πετρελαϊκών απέναντι στις υποσχέσεις τους για το κλίμα.
Πηγή: ot.gr