Εστιάζοντας μόνο στην πυρόσβεση χωρίς μια ολιστική προσέγγιση με γνώμονα την πρόληψη, θα είναι δύσκολο για τις χώρες της ΕΕ να αντιμετωπίσουν μελλοντικές πυρκαγιές, δήλωσε στο Euractiv Έλληνας εμπειρογνώμονας, με αφορμή τις τεράστιες πυρκαγιές που έπληξαν και πάλι τη χώρα πριν λίγες μέρες.
Η Ελλάδα έχει μακρά ιστορία με τις πυρκαγιές. Αρχής γενομένης στην πυρκαγιά στο Μάτι της Αττικής το 2018 όπου η πυρκαγιά προκάλεσε το θάνατο σε 100 ανθρώπους, είναι πλέον πραγματικότητα ότι η χώρα κάθε καλοκαίρι πλήττεται από εκτεταμένες πυρκαγιές σε όλη την επικράτεια.
Μπορεί φυσικά ο αριθμός των νεκρών να μην έφτασε ποτέ ξανά σε αυτό το επίπεδο, ο οικολογικός αντίκτυπος όμως δεν έχει μειωθεί: το 2023 σημειώθηκε η μεγαλύτερη δασική πυρκαγιά στην ιστορία της ΕΕ στη βόρεια Ελλάδα, και συγκεκριμένα στον Έβρο, καίγοντας 770 τετραγωνικά χιλιόμετρα, περίπου όσο η πόλη της Νέας Υόρκης.
Σχεδόν κάθε καλοκαίρι, η διαχείριση των πυρκαγιών είναι μόνιμο θέμα συζήτησης στα πολιτικά τραπέζια και συχνά γίνεται αφορμή για έντονες διαμάχες μεταξύ των πολιτικών ομάδων, όμως σε επίπεδο πολιτικής, πρέπει να γίνει ακόμη κάποια πρόοδος, ανέφερε η Επιτροπή σε έκθεση του 2024.
Πράγματι, φέτος το καλοκαίρι έγιναν κάποιες απτές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο η Ελλάδα αντιμετωπίζει τις πυρκαγιές. Ελικόπτερα επιτηρούσαν περιοχές υψηλού κινδύνου, πάνω από μισό εκατομμύριο άνθρωποι καθάρισαν εκτάσεις που τους ανήκαν από βιομάζα που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καύσιμη ύλη και 25 μη επανδρωμένα αεροσκάφη αναπτύχθηκαν για την επιτήρηση της Αττικής για πυρκαγιές.
Επιπλέον, τον Μάρτιο, η κυβέρνηση αγόρασε επτά ακόμη πυροσβεστικά αεροπλάνα έναντι 361 εκατ. ευρώ – τα οποία όμως συχνά δεν μπορούν να πετάξουν πάνω από τις πυρκαγιές λόγω των ισχυρών ανέμων και των καπνών.
Η Ελλάδα ξεκίνησε επίσης ένα πρόγραμμα πρόληψης πυρκαγιών ύψους 415 εκατ. ευρώ με την ονομασία «AntiNero», το οποίο περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, τον καθαρισμό δασών από τις πευκοβελόνες και τη βελτίωση των δασικών δρόμων που είναι ζωτικής σημασίας για την πρόσβαση στις πληγείσες περιοχές κατά τη διάρκεια μιας κρίσης.
Ωστόσο, τίποτα από όλα αυτά δεν φάνηκε να εμποδίζει την πυρκαγιά της περασμένης εβδομάδας να καταστρέψει 20 χιλιόμετρα στα προάστια της Αθήνας και να φτάσει τον αστικό ιστό της. Ένας άνθρωπος έχασε τη ζωή του, πάνω από 100 σπίτια καταστράφηκαν και εκτιμάται ότι κάηκαν περίπου 10.000 εκτάρια δάσους.
Οι κλιματικές συνθήκες επίσης ήταν ιδιαίτερα άσχημες. Η Ελλάδα βίωσε επίπεδα ρεκόρ σε ζέστη τον Ιούνιο και τον Ιούλιο και οι ισχυροί βόρειοι άνεμοι έσπρωξαν τη φωτιά προς την Αθήνα.
Σύμφωνα με τις εκθέσεις του Copernicus και του Ευρωπαϊκού Συστήματος Πληροφοριών για τις Δασικές Πυρκαγιές, η περιοχή της Αττικής έχει χάσει το 37% της δασικής της έκτασης τα τελευταία οκτώ χρόνια.
Φέτος το καλοκαίρι, οι πυρκαγιές στην Ελλάδα έχουν μέχρι στιγμής εντοπιστεί έγκαιρα, ωστόσο τα γεγονότα έδειξαν ότι από τη στιγμή που η φωτιά ξεκίνησε, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να τεθεί υπό έλεγχο.
Για τον Ηλία Τζιρίτη, υπεύθυνο επιχειρήσεων δασικών πυρκαγιών της WWF Ελλάς, αυτό οφείλεται στην έλλειψη ενός εθνικού σχεδίου διαχείρισης και πρόληψης δασικών πυρκαγιών.
Ανάγκη για ένα εθνικό σχέδιο διαχείρισης δασικών πυρκαγιών
Ο κ. Τζιρίτης δήλωσε ότι στην Ευρώπη, γενικά, υπάρχει ανάγκη να δοθεί έμφαση στη διαχείριση του φυσικού τοπίου για την αντιμετώπιση μελλοντικών δασικών πυρκαγιών.
«Η επιστημονική κοινότητα συμφωνεί ότι οι πυρκαγιές είναι θέμα διαχείρισης του φυσικού τοπίου. Έχουμε ένα μεσογειακό μωσαϊκό- πώς θα το διατηρήσουμε; Έχουμε μείωση της κτηνοτροφίας και της γεωργίας σε μια περιοχή, πρέπει να βοηθήσουμε να μειωθεί η καύσιμη ύλη», είπε ο ίδιος.
Σύμφωνα με τον εμπειρογνώμονα, θα πρέπει να εφαρμοστεί μια ολιστική προσέγγιση από κάτω προς τα πάνω με τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων φορέων, από τους αγρότες έως την τοπική κοινότητα. Ανέφερε διάφορα παραδείγματα σε όλο το μπλοκ όπου ο συντονισμός οδήγησε σε απτά αποτελέσματα.
Για την κτηνοτροφία, είπε συγκεκριμένα ότι η εξαφάνισή της από μια περιοχή σημαίνει ότι μετά από λίγα χρόνια θα έχουμε μεγαλύτερη ένταση πυρκαγιών.
«Στην Ισπανία, υπάρχουν προγράμματα που χρησιμοποιούν κτηνοτρόφους οι οποίοι μπαίνουν σε ελεγχόμενες περιοχές για να μειώσουν την καύσιμη ύλη, βόσκουν εκεί για να μετριαστεί η βλάστηση», είπε.
Στην Ελλάδα, οι πυρκαγιές λόγω έλλειψη βόσκησης στην εκάστοτε περιοχή είναι συχνό φαινόμενο παρά τα πρόσφατα κυβερνητικά μέτρα που αυστηροποιούν τα πρόστιμα όταν πρόκειται για εμπρησμό από αμέλεια.
«Στο νησί της Άνδρου, το 90% των πυρκαγιών είναι πυρκαγιές βόσκησης […] Οι Έλληνες θα πρέπει να εξετάσουν την περίπτωση της Κορσικής, όπου τέθηκε σε εφαρμογή ένα σχέδιο βόσκησης με χρήση φωτιάς, καίγοντας συνολικά αλλά ελεγχόμενα».
Ο Έλληνας εμπειρογνώμονας επέμεινε ότι ο διαθέσιμος προϋπολογισμός για τη διαχείριση των πυρκαγιών πρέπει να ανακατευθυνθεί στην πρόληψη, όπως έκανε η Πορτογαλία το 2017, όταν αποφασίστηκε ένα εθνικό σχέδιο δασικών πυρκαγιών και αυξήθηκε η χρηματοδότηση για την πρόληψη στο 40%.
Ο κ. Τζιρίτης εξήγησε ότι η Ελλάδα δεν είχε ποτέ ένα τέτοιο σχέδιο ή μια ανάλυση των αιτιών ή των παραγόντων που προκαλούν τις πυρκαγιές. Προειδοποίησε επίσης ότι αν οι αρχές δεν δράσουν, πολλά μέρη σε όλη τη χώρα -που έχουν καεί πάνω από δύο φορές- θα ερημώσουν εντελώς.
«Ορισμένα οικοσυστήματα δεν θα ανακάμψουν ποτέ και θα υπάρξουν συνέπειες για την ποιότητα του νερού και του αέρα, καθώς και για τον τουρισμό», κατέληξε.
Σύμφωνα με εκπρόσωπο της ΕΕ, η στήριξη της Ελλάδας στην προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και στη διαχείριση των κλιματικών κινδύνων αποτελεί μία από τις σημαντικότερες προτεραιότητες των προγραμμάτων της Πολιτικής Συνοχής 2021-2027, με προϋπολογισμό περίπου 1,56 δισ. ευρώ.
«Από το ποσό αυτό, 421 εκατ. ευρώ προορίζονται ειδικά για μέτρα που υποστηρίζουν την ετοιμότητα, την πρόληψη και την καταπολέμηση των πυρκαγιών», δήλωσε ο εκπρόσωπος.
Επιπλέον, τα μέτρα που περιλαμβάνονται στο ελληνικό σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (ΣΑΑ) και συμβάλλουν άμεσα στην πρόληψη κατά των πυρκαγιών και την αντιμετώπιση αυτών, ανέρχονται σε πάνω από 800 εκατ. ευρώ.
Ωστόσο, δεν έχει γίνει ακόμη σαφές πόσα χρήματα από αυτά έχουν μέχρι στιγμής απορροφηθεί και υλοποιηθεί σε έργα στην Ελλάδα.
Πηγή: euractiv.gr