Οι σκληρές εποχές ενίοτε οδηγούν και σε σκληρά μέτρα. Στην περίπτωσή μας η πληθωριστική κρίση άφηνε το περιθώριο και σε αντισυμβατικές παρεμβάσεις. Αν ωστόσο αυτές αφορούν την αγορά και θέλουμε να επιστρέψει ο ανταγωνισμός, τα μέτρα όταν οι συνθήκες αποκαθίστανται οφείλουν να αίρονται, οι παρεμβάσεις να αποσύρονται.
Στην περίπτωση μας έχουν περάσει πάνω από τρία χρόνια επιβολής πλαφόν σε μια σειρά αγορές. Το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής αγοράς προϊόντων, κινείται με το μικτό περιθώριο κέρδους που είχε πριν την 1η Σεπτεμβρίου του 2021 (!). Αν είχε μεγάλο έχει περιθώρια ελιγμών, αν είχε μικρό την «πάτησε». Από τότε τα πάντα όμως έχουν αλλάξει. Μεσολάβησε ένας πόλεμος που οδήγησε σε πληθωριστική έκρηξη των τιμών της ενέργειας, ένα κύμα πληθωρισμού με διψήφια ποσοστά που η οικονομία είχε να δει πάνω από 20 χρόνια. Από όλα αυτά σε ένα ποσοστό, τα πλαφόν έκαναν την δουλειά τους. Προστάτεψαν τους καταναλωτές. Το πρόβλημα, είναι ότι πληθωρισμός επιβάρυνε και τις ίδιες τις επιχειρήσεις που παραμένουν δέσμιες των πλαφόν, όπως επίσης και η αύξηση του εργατικού κόστους από την ενίσχυση του κατώτατου αλλά και του μέσου μισθού στην οικονομία, σε ποσοστά που επίσης είχε να δει η οικονομία πάνω από 15 χρόνια. Όλες αυτές οι επιβαρύνσεις, μαζί με την αδυναμία να αυξήσουν ή να μειώσουν ανάλογα με την περίοδο μέσω των τιμών την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους, έχει δημιουργήσει εκρηκτική κατάσταση σε μεγάλο μέρος της οικονομίας.
Πολλοί κάνουν δεύτερες σκέψεις για την παρουσία τους στην Ελλάδα. Πρώτα από όλα υπάρχει μια διευρυμένη τάση περικοπής των προγραμμάτων επενδύσεων, καθώς από μια αγορά που χάνει κανείς δεν θέλει να επενδύσει. Παράλληλα αυξάνει η παραβατικότητα. Στην αγορά καυσίμων για παράδειγμα, έχει αυξηθεί – κάποιοι λένε στο 30% δηλαδή σε περίπου 1800 πρατήρια – ο αριθμός των πρατηρίων, με νοθευμένο καύσιμο και με πειραγμένες αντλίες. Το πλαφόν αφορά μόλις το 6,7% της ελεύθερα διαμορφούμενης τιμής, από το οποίο αμείβονται οι εταιρείες εμπορίας, οι μεταφορείς καυσίμων και τα πρατήρια. Όλο το υπόλοιπο, άνω του 60% είναι φόροι και άνω του 30% το κόστος του καυσίμου. Με αυτή την συνθήκη το κίνητρο για παραβατικότητα είναι μεγάλο και πολλοί υποκύπτουν.
Η κυβέρνηση βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Καλείται να αποφασίσει εάν θα παραμείνει ή όχι τα πλαφόν για ένα ακόμα εξάμηνο, όντας η τελευταία χώρα στην Ευρωζώνη, που επιμένει σε αυτή την πολιτική. Ο στόχος της για μείωση των τιμών, είναι σημαντικός για το διαθέσιμο εισόδημα. Από την άλλη η επιστροφή της κανονικότητας στην αγορά, μπορεί να οδηγήσει σε πιο ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και σε καλύτερους μισθούς, άρα σε αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος. Στο τέλος όλα είναι θέματα επιλογών, φτάνει στις όποιες αποφάσεις πολιτικής να λαμβάνονται υπόψη και οι επιπτώσεις..