Επειδή πολλοί απορούν γιατί οι τράπεζες δεν δίνουν στεγαστικά δάνεια και γιατί οι δανειολήπτες, νέες οικογένειες στην πλειοψηφία τους, δεν τα ζητούν, η απάντηση είναι εξαιρετικά απλή: Γιατί δεν συμφέρει. Πρακτικά η συγκεκριμένη αγορά υπολειτουργεί, καθώς οι αυξημένες τιμές των ακινήτων έχουν απομακρυνθεί ακόμα περισσότερο από τα λιγότερο αυξημένα εισοδήματα των πολιτών.
Αυτός ωστόσο δεν είναι ο μόνος λόγος. Για όσους θυμούνται πριν από την κρίση, την εποχή των πολλών χιλιάδων εκταμιεύσεων στεγαστικών δανείων ετησίως, το ελληνικό κράτος είχε θεσπίσει κίνητρα, φοροελαφρύνσεις για την απόκτηση πρώτης κατοικίας. Είχε αποφασίσει να ενισχύσει όσο μπορούσε το real estate, με στοχευμένα μέτρα για τη νέα οικογένεια. Ένα σημαντικό μέρος των τόκων που καταβάλλονταν κάθε χρόνο εξέπιπταν από τον φόρο (ούτε καν από το φορολογητέο εισόδημα).
Σύμφωνα με το τελευταίο καθεστώς που ίσχυσε τη δεκαετία του 2000, μέχρι τη χρεοκοπία της χώρας και το κόψιμο των φοροαπαλλαγών, περιλαμβανόταν η αφαίρεση του 20% των τόκων μέχρι 120 τ.μ. κατοικίας και μέχρι 200.000 ευρώ δάνειο. Πριν μάλιστα από το 2003 εξέπιπτε το σύνολο των τόκων ενός στεγαστικού δανείου πρώτης κατοικίας από το εισόδημα του φορολογουμένου. Μάλιστα η συζήτηση εκείνης της περιόδου, προκειμένου να διευκολυνθεί η στεγαστική πίστη και να καλυφθούν οι στεγαστικές ανάγκες των πολιτών, περιλάμβανε και φοροεκπτώσεις για όσους αποκτούσαν δευτερεύουσα ή εξοχική κατοικία με στεγαστικό δάνειο.Στην παρούσα φάση, το σκηνικό είναι εντελώς διαφορετικό.
Οι τιμές των κατοικιών έχουν αυξηθεί απότομα και σε ποσοστό δυσανάλογο με τα εισοδήματα των πολιτών. Φοροελαφρύνσεις δεν υπάρχουν. Τα τρέχοντα επιτόκια, τα περιθώρια του δανειολήπτη, συν τις κρατικές εισφορές, διαμορφώνουν ένα επιτόκιο για πολλούς απαγορευτικό, που ξεπερνά το 5,2% ετησίως.
Μόνο κίνητρο που παραμένει σε ισχύ από το 2019 για τα νεόδμητα είναι η απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής ΦΠΑ, η οποία επί της ουσίας έχει γίνει μέρος από το περιθώριο κέρδους των κατασκευαστών. Σε αυτό το σκηνικό, που τα σπίτια λιγοστεύουν – και ακριβαίνουν – μετά και το πάγωμα στην έκδοση νέων αδειών (λόγω αντισυνταγματικότητας του ΝΟΚ), η κατάσταση δεν πρόκειται να αλλάξει.
Το ίδιο και μεγαλύτερο πρόβλημα δημιουργεί στην οικονομία, λόγω της έλλειψης κινήτρων, η μονίμως αρνητική εγχώρια αποταμίευση. Τα τελευταία στοιχεία της Eurostat έδειξαν ότι η Ελλάδα μαζί με τη Ρουμανία ήταν οι δύο χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης όπου ο βαθμός αποταμίευσης το 2023 ήταν αρνητικός. Αρνητικός βαθμός αποταμίευσης σημαίνει ότι τα νοικοκυριά ξόδεψαν περισσότερα από το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημά τους, χρησιμοποιώντας είτε αποταμιεύσεις προηγούμενων ετών είτε δανεικά.
Η συγκεκριμένη υστέρησή μας είναι σημαντική, καθώς μέσω μορφών (μικρο)αποταμίευσης, παντού στον δυτικό κόσμο, κινείται η οικονομία. Υγιή επενδυτικά ταμεία συγκεντρώνουν τις αποταμιεύσεις των πολιτών, τις επενδύουν σε καλά περιουσιακά στοιχεία και μέσω αυτών δημιουργούνται αποδόσεις που ούτε στο όνειρό τους δεν έχουν δει οι έλληνες αποταμιευτές που διαμαρτύρονται για τα μηδενικά επιτόκια καταθέσεων. Το σημαντικό είναι ότι δημιουργείται αξία στην οικονομία και μέσω αυτών μεγεθύνονται οι αγορές δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερες αποδόσεις.
Στην Ελλάδα, κίνητρα για αποταμίευση, πέραν της απόδοσης σε χρηματοοικονομικά προϊόντα, δεν υπάρχουν και σε συνδυασμό με τον χρηματοοικονομικό μας αναλφαβητισμό η αρνητική τάση στην εγχώρια αποταμίευση θα συνεχιστεί. Προσοχή, όχι γιατί δεν υπάρχουν λεφτά, αλλά γιατί, όπως και στα στεγαστικά δάνεια, δεν έχει γίνει το απαραίτητο update στις πολιτικές που εφαρμόζονται.