Ο μπλε φάκελος που παρέλαβε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας Κωστής Χατζηδάκης περιλαμβάνει, λέει, τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων από το 22% στο 20% από το 2025 (εισοδήματα του 2024). Υπάρχει επίσης μαθαίνω μια πρόταση στο τραπέζι για μείωση του συντελεστή στο 19%.
Ολα εξαιρετικά. Το πρόβλημα είναι ότι ακόμα και στο μηδέν να πέσει ο φορολογικός συντελεστής των επιχειρήσεων, νέες μεγάλες παραγωγικές επενδύσεις πέραν όσων έχουν δρομολογηθεί δύσκολα θα δούμε. Αφενός γιατί «μαζεύονται» όλοι παγκοσμίως από τέτοιου είδους κινήσεις, λόγω της περιρρέουσας υφεσιακής αίσθησης που υπάρχει στις δυτικές οικονομίες. Αφετέρου, γιατί υπάρχουν πολύ πιο σημαντικά προβλήματα που απασχολούν τις επιχειρήσεις για να έρθουν και να ανοίξουν μια δουλειά στην Ελλάδα.
Το πρόβλημα της φορολόγησης ήταν σημαντικό όταν οι συντελεστές στην Ελλάδα ήταν υπέρογκοι. Τώρα προφανώς και θα βοηθούσε μια μείωσή τους. Αλλά κακά τα ψέματα, για μια μεγάλη σοβαρή επένδυση το πρόβλημα δεν είναι το ύψος του συντελεστή, αλλά η σταθερότητα στην εφαρμογή του.
Εντάσσεται στο κόστος, προϋπολογίζεται και έτσι μπορεί να αντιμετωπιστεί. Αυτά που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν είναι τα κρυφά κόστη, που δημιουργεί η αναμονή μιας δικαστικής απόφασης, η εκδίκαση μιας προσφυγής στα φορολογικά δικαστήρια ή καθυστέρηση στη διευκρίνιση του ιδιοκτησιακού μιας έκτασης.
Το κόστος όλων αυτών δεν είναι μόνο υπέρογκο, αλλά δεν μπορεί και να προϋπολογιστεί. Δεν μπορεί να ενταχθεί σε κανένα κοστολόγιο, απλά γιατί η ζημιά που προκαλεί είναι ανυπολόγιστη. Το άλλο μεγάλο πρόβλημα, που μας βαθμολογεί σταθερά χαμηλά στους δείκτες ανταγωνιστικότητας, είναι η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων από το τραπεζικό σύστημα.
Προσέξτε, ο ιδιωτικός τομέας αντιμετωπίζει με επιφύλαξη ιδιωτικό τομέα. Μια σχέση ασύμβατη και αρκετό καιρό. Μετά τις διαδοχικές χρεοκοπίες των ελληνικών τραπεζών, ουδέποτε αυτή η σχέση αποκαταστάθηκε. Ολοι υποκρίνονται ότι οι τράπεζες χρηματοδοτούν, ενώ στην πραγματικότητα δανειοδοτούν εταιρείες που είτε δεν το έχουν ανάγκη, είτε συγχρηματοδοτούν άλλες που το έχουν ανάγκη, αλλά ποτέ μόνες τους.
Εχει βρεθεί η λύση των χρηματοδοτικών «δεκανικιών», της αναπτυξιακής τράπεζας, του ΕΣΠΑ, του Αναπτυξιακού Νόμου, του Ταμείου Ανάκαμψης. Μόνο μαζί με άλλους, οι τράπεζές μας χρηματοδοτούν τις ελληνικές επιχειρήσεις. Δεν το λες και κανονικότητα. Και ας υποκρίνονται όλοι, διοικήσεις τραπεζών, κυβέρνηση, ακόμα και οι επιχειρήσεις που έχουν το αξιόχρεο, ότι όλα λειτουργούν καλώς. Για να πάρεις δάνειο, πρέπει να έχεις σημαντικές εγγυήσεις. Συνήθως αυτές οι εγγυήσεις πρέπει να φτάνουν στο ύψος του ποσού που αιτείσαι.
Αρα επί της ουσίας δεν τα χρειάζονται. Ολα αυτά συμβαίνουν, τη στιγμή που ο λόγος δανείων προς καταθέσεις είναι κοντά στο 60%, από τους χαμηλότερους στην Ευρώπη. Ωστόσο από την άλλη, ο δείκτης των κόκκινων δανείων μπορεί να έχει βελτιωθεί, πέφτοντας κάτω από το 10%, αλλά είναι πολλαπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Αργά ή γρήγορα, ωστόσο, θα πρέπει να βρεθεί μια λύση ώστε να σπάσουν τα δεσμά που κρατούν το τραπεζικό σύστημα από τη βασική του δουλειά, που είναι η ανάληψη ρίσκου χρηματοδότησης.
Οπως τα έχουν κάνει το ρίσκο για τις τράπεζες είναι μηδενικό, αλλά αυτό δεν είναι τράπεζες. Είναι κάτι άλλο. Στην επόμενη φάση της οικονομίας, μετά τα έκτακτα μέτρα χρηματοδότησης όπως αυτά του Ταμείου Ανάκαμψης, θα αναζητήσουμε νέες πηγές ανάπτυξης.
Τότε, αν θέλουμε να συνεχίσουμε να προοδεύουμε ως χώρα, θα πρέπει να έχουμε λύσει τα προβλήματα που αποτρέπουν έναν επενδυτή να φέρει τα λεφτά του στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η επιστροφή των τραπεζών στον παραδοσιακό τους ρόλο.
Πηγή: ot.gr