Χρυσές ευκαιρίες στην αποθήκευση ενέργειας βλέπουν οι μεγάλοι ενεργειακοί όμιλοι της χώρας (ΔΕΗ, Τέρνα Ενεργειακή, Metlen, Helleniq Energy, Motor Oil), καθώς η αποθήκευση διαδραματίζει ρόλο – κλειδί στην ενεργειακή μετάβαση.
Οι μπαταρίες μπορούν να αποθηκεύουν ενέργεια όταν η τιμή είναι χαμηλή και να την πωλούν στο σύστημα όταν είναι υψηλή, «μαγνητίζοντας» τους επενδυτές που διαβλέπουν μία ιδιαίτερα προσοδοφόρα δραστηριότητα.
Πάντως στο νέο τοπίο που διαμορφώνεται, με το τέλος των επενδυτικών και λειτουργικών ενισχύσεων που έχει προδιαγράψει η κυβέρνηση, η αγορά θα εμφανίσει τάσεις περαιτέρω συγκέντρωσης, με τους μεγάλους ομίλους να κρατούν τα ηνία.
Παράλληλα, με την ανάπτυξη τεχνολογιών αποθήκευσης ενέργειας, η Ελλάδα, σε βάθος χρόνου, θα μειώσει σε σημαντικό βαθμό την πράσινη ενέργεια που σήμερα πετά στον κάλαθο των αχρήστων καθώς το δίκτυο δεν είναι σε θέση να «σηκώσει» την ενέργεια που διοχετεύεται από τις ΑΠΕ.
Πάνω από 900 MW
Στην ελληνική αγορά έχουν ήδη ολοκληρωθεί δύο διαγωνισμοί για αποθήκευση απο με τα συνολικά έργα που κατακυρώθηκαν στους επιτυχόντες να φτάνουν τα 712 MW ενώ τρέχει ήδη ένας τρίτος διαγωνισμός με χαρτοφυλάκιο 200 MW (τελευταία μέρα υποβολής προσφορών είναι η σημερινή). Και στους τρεις διαγωνισμούς προβλέπεται επενδυτική και λειτουργική ενίσχυση.
Ταυτόχρονα, δρομολογούνται ήδη σχέδια για επιπλέον 2 GW έργων standalone μπαταριών που θα λάβουν μόνο αδειοδοτική πριμοδότηση (χωρίς άλλη ενίσχυση)και καταμερίζονται κατά 1,5 GW στο ΕΣΜΗΕ και κατά 0,5 GW στο ΕΔΔΗΕ, με την επικείμενη δημοσίευση της Υπουργικής Απόφασης να ξεκαθαρίζει την κατάσταση.
12 GW έως το 2050
Στο πλαίσιο αυτό, στα 4,3 GW προβλέπει το νέο ΕΣΕΚ ότι θα ανέλθει έως το 2030 η συνολική ισχύς των συστημάτων αποθήκευσης με μπαταρίες. Για το 2050, προβλέπει ότι θα ανέλθει σε 12 περίπου GW. Επίσης, αναφορικά με την αντλησιοταμίευση, το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ προβλέπει ότι η συνολική ισχύς των συστημάτων θα ανέλθει σε 1,7 GW έως το έτος 2030 για να αυξηθεί σημαντικά, στα 5,5 GW, έως το 2050.
Αθροιστικά και για τις δύο τεχνολογίες η εγκατεστημένη ισχύς των έργων αποθήκευσης θα φτάσει περίπου τα 17,5 GW το 2050. Η αποθήκευση ενέργειας περιλαμβάνεται στις βασικές προτεραιότητες του νέου ΕΣΕΚ, καθώς η υψηλή διείσδυση των ΑΠΕ θα απαιτήσει τη χρονική μετατόπιση της πλεονάζουσας ενέργειας ΑΠΕ, παροχή υπηρεσιών εξισορρόπησης/παροχή υπηρεσιών ευελιξίας (π.χ. υπηρεσίες ταχείας αύξησης/μείωσης ισχύος) και σταθεροποίησης του συστήματος, που προσφέρει η αποθήκευση, η οποία, παράλληλα, συμβάλλει στην επάρκεια ισχύος, ενώ παρέχει και υπηρεσίες αποσυμφόρησης δικτύου.
Σημαντικός είναι ο ρόλος της αποθήκευσης ενέργειας στην εξέλιξη της μετάβασης προς την κλιματική ουδετερότητα (net zero), την οποία το ΕΣΕΚ διακρίνει σε τρεις περιόδους:
1η περίοδος: Γκάζι στις ΑΠΕ
Η 1η περίοδος, από το 2025 έως το 2030, έχει ως βασική παράμετρο την απoανθρακοποίηση της ηλεκτροπαραγωγής, μέσω της ταχεία διείσδυσης των ΑΠΕ και της κατασκευής υποδομών εξηλεκτρισμού της τελικής κατανάλωσης ενέργειας.
Κατά την περίοδο αυτή, προβλέπεται να υπάρξει ταχεία ανάπτυξη της ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ (κυρίως ηλιακή και αιολική ενέργεια), τεχνολογίες δηλαδή που ήδη έχουν ωριμάσει και παράγουν ηλεκτρισμό με ανταγωνιστικό κόστος έναντι των ορυκτών καυσίμων.
Λόγω της στοχαστικότητας των ΑΠΕ όμως, αναπτύσσονται και υδροηλεκτρικά, καθώς και συστήματα αποθήκευσης ενέργειας (μπαταρίες, αντλησιοταμιευτικά) – ενώ δρομολογείται και η επέκταση της δυναμικότητας των διασυνδέσεων με τις γειτονικές χώρες, ώστε να διασφαλιστεί ένα αρκούντως διαφοροποιημένο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής που δεν εξαρτάται από διαταραχές (εγγενείς ή έκτακτες) στην παραγωγική ικανότητα μεμονωμένων τεχνολογιών.
Επίσης, τη συγκεκριμένη περίοδο το ΕΣΕΚ προβλέπει μείωση της μέσης τιμής ηλεκτρικής ενέργειας, λόγω της αυξημένης διείσδυσης ΑΠΕ σε συνδυασμό με συστήματα αποθήκευσης καθώς και λόγω της έμφασης στην ενεργειακή αποδοτικότητα, παράλληλα με τη σταδιακή αποκλιμάκωση των τιμών των ενεργειακών προϊόντων ως αποτέλεσμα της εξομάλυνσης της ενεργειακής κρίσης.
Βουτιά του ενεργειακού κόστους… το 2050
Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι το συνολικό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας θα πέσει, από 145 ευρώ ανά μεγαβατώρα στα 139 ευρώ ανά μεγαβατώρα, για να πέσει, τελικά, το 2050 στα 96 €/Mwh.
2η περίοδος: Εξηλεκτρισμός
Στη 2η περίοδο, από το 2030 ως το 2040, η οποία εστιάζει στον ταχύ εξηλεκτρισμό της τελικής κατανάλωσης ενέργειας, προβλέπεται σημαντική αύξηση στα συστήματα αποθήκευσης ενέργειας ως απαραίτητη συνιστώσα σε περιβάλλον πολύ μεγάλης διείσδυσης ΑΠΕ.
Μάλιστα, οι ΑΠΕ θα αρχίσουν να ξεπερνούν το 75% ως ποσοστό συμμετοχής στην ηλεκτροπαραγωγή, φτάνοντας πάνω από 99% στο τέλος της περιόδου. Ωστόσο οι μονάδες φυσικού αερίου θα συνεχίσουν να διατηρούν μετρήσιμο ποσοστό στο συνολικό μείγμα για τη δεκαετία αυτή.
3η περίοδος: Καλωσήρθες υδρογόνο
Κατά την 3η περίοδο, η οποία αναμένεται να διαρκέσει από το 2040 έως το 2050, στόχος είναι η ταχεία ανάπτυξη παραγωγής πράσινου υδρογόνου και συνθετικών καυσίμων. Η ανάπτυξη των συνθετικών καυσίμων θεωρείται στο ΕΣΕΚ ότι θα γίνει με εγχώρια παραγωγή κατά το μεγαλύτερο μέρος, όπου χρειάζεται δε ως συστατικό και υδρογόνο η υπόθεση είναι ότι και αυτό θα παράγεται εντός της χώρας.
Αυτό δημιουργεί ανάλογη αύξηση της ζήτησης ηλεκτρισμού από ΑΠΕ και συνακόλουθα και της αποθήκευσης ενέργειας (μπαταρίες, αντλησιοταμιευτικά). Για τα ανθρακούχα συνθετικά καύσιμα θα χρησιμοποιηθεί εγχώρια δεσμευόμενο CO2.
Επενδυτική έκρηξη
Αναφορικά με την εξέλιξη των επενδύσεων, το ΕΣΕΚ εκτιμά ότι, αθροιστικά για σταθμούς αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας και αντλησιοταμιευτικά, αυτές θα ανέλθουν σε 3,6 δις. ευρώ την περίοδο 2025-2030 και σε 14,3 δις. ευρώ την περίοδο 2031-2050. Τέλος, η δημόσια χρηματοδότηση για έργα αποθήκευσης ενέργειας την περίοδο 2025 -2030 προβλέπεται να αγγίξει τα 842 εκατ.