Την ανάγκη για ένα νέο ευρωπαϊκό και εγχώριο ενεργειακό πλαίσιο που θα εξασφαλίσει πιο φθηνή και αποδοτική ενέργεια για όλους, ανέδειξε ο Υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Νίκος Τσάφος, στο podcast «Στην Πρίζα» του ΑΔΜΗΕ, με οικοδεσπότη τον δημοσιογράφο Κώστα Βουτσαδάκη.
Ο κ. Τσάφος ανέλυσε τις προκλήσεις της ελληνικής και της περιφερειακής αγοράς ενέργειας, επισημαίνοντας πως η Ελλάδα, παρά τις διαχρονικά χαμηλότερες τιμές λιανικής σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα στη χονδρική αγορά, όπου για χρόνια βρισκόταν στις υψηλότερες θέσεις. «Το 2015 ήμασταν η δεύτερη πιο ακριβή χώρα, το 2019 η πρώτη, και φέτος είμαστε όγδοοι. Δεν είναι καλό, αλλά είναι βελτίωση», σχολίασε. Ειδικά για την περίοδο του λιγνίτη, τόνισε ότι «είχαμε το ακριβότερο ρεύμα».
Η εξάρτηση από το φυσικό αέριο παραμένει βασικός παράγοντας που ανεβάζει τις τιμές χονδρικής, καθώς –όπως σημείωσε– όσο περισσότερο αέριο χρησιμοποιούμε, τόσο υψηλότερη είναι η τιμή. Παρά την πρόσφατη εξομάλυνση, το αέριο παραμένει ακριβό σε σχέση με το παρελθόν, επηρεάζοντας άμεσα το κόστος ενέργειας.
Ο Υφυπουργός υπογράμμισε πως η λύση περνά μέσα από τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), την αποθήκευση και τις ηλεκτρικές διασυνδέσεις. «Οι ΑΠΕ είναι η φθηνότερη πηγή ενέργειας», τόνισε, ενώ στάθηκε ιδιαίτερα στην ανάγκη μεταρρυθμίσεων στη χονδρική αγορά και στην ενίσχυση του ρυθμιστικού πλαισίου για την αποθήκευση, ώστε οι μπαταρίες να μπορούν να συμμετέχουν αποτελεσματικά στις αγορές.
Η ευρωπαϊκή ενεργειακή αγορά, σύμφωνα με τον κ. Τσάφο, παραμένει κατακερματισμένη, με περιφερειακά υποσυστήματα που παρουσιάζουν διαφορετικά δομικά χαρακτηριστικά. Η ΝΑ Ευρώπη εμφανίζει υψηλότερο ανθρακικό αποτύπωμα, γεγονός που οδηγεί σε αυξημένες τιμές. «Είμαστε αποκομμένοι, δεν έχουμε αρκετές διασυνδέσεις, και οι γείτονές μας επίσης έχουν ακριβή ενέργεια», σχολίασε, τονίζοντας πως η απομόνωση της περιοχής ενισχύει τις τιμές, ενώ όσες χώρες διαθέτουν ΑΠΕ, υδροηλεκτρικά ή πυρηνικά έχουν χαμηλότερες τιμές.
Η Ελλάδα ζητά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τη μέγιστη αξιοποίηση των υπαρχουσών διασυνδέσεων –που πολλές φορές υπολειτουργούν–, την επιτάχυνση των νέων έργων και τη δημιουργία ενός ενιαίου στρατηγικού ευρωπαϊκού σχεδίου. «Δεν μπορεί 27 χώρες να φτιάχνουν η καθεμία το δικό της σχέδιο και μετά να προσπαθούμε να τα κολλήσουμε. Χρειαζόμαστε κοινό ευρωπαϊκό σχεδιασμό από την αρχή», υπογράμμισε.
Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε και στον εξαγωγικό χαρακτήρα της ελληνικής αγοράς. Όπως ανέφερε, «όταν εξάγεις, έχεις λίγο πιο φθηνή ενέργεια από τους γείτονες», ενώ αντίθετα όταν γίνονται εισαγωγές, οι τιμές αυξάνονται. Τα στοιχεία δείχνουν ότι σε ημέρες καθαρών εξαγωγών, η εγχώρια τιμή είναι κατά 4 ευρώ χαμηλότερη από της Βουλγαρίας, ενώ σε περιόδους εισαγωγών είναι 6 ευρώ υψηλότερη.
Τέλος, ο Υφυπουργός εκτίμησε ότι η εφαρμογή αρνητικών τιμών στην αγορά εξισορρόπησης μπορεί να βελτιώσει τη λειτουργία της αγοράς και να ενισχύσει την αποδοτικότητα. Παράλληλα, αναφέρθηκε και στις ρυθμιστικές πρωτοβουλίες για την αποθήκευση ενέργειας, καθώς και στην προσπάθεια περιορισμού του φαινομένου του ενεργειακού τουρισμού με στόχο τη μείωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών.