Κατά τη διάρκεια του 2019-2020 υπήρχε μία μη ρεαλιστική αισιοδοξία για τον κλάδο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, παρατηρεί η UBS. Ο κλάδος γέμισε με κεφάλαια όχι μόνο από επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, αλλά και εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου και επενδυτές που αναζητούσαν ελκυστικά spreads. Αλλά η αλυσίδα εφοδιασμού δεν υπήρχε. Το κεφάλαιο ήταν τεχνητά φθηνό με εσωτερικό ρυθμό απόδοσης– IRR - τόσο χαμηλό όσο στο 2,0-2,5%.
Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας υποαπέδωσαν κατά την περίοδο 2021-2024 λόγω διαφόρων εξελίξεων, επισημαίνει ο οίκος: 1) λόγω των υψηλότερων επιτοκίων σε Ηνωμένο Βασίλειο και ΗΠΑ (στο πλαίσιο των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι περιουσιακά στοιχεία μακράς διάρκειας, επομένως είναι πιο ευαίσθητα στα επιτόκια), 2) λόγω ανησυχιών για τους ισολογισμούς των εταιρειών του κλάδου και 3) λόγω της νίκης του Τραμπ και των Ρεπουμπλικάνων στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ.
Ωστόσο, όπως τονίζει η UBS, «η τελευταία υποαπόδοση το 2023 και το 2024 έκανε τον κλάδο των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων κοινής ωφελείας και ΑΠΕ να φαίνονται εξωπραγματικά φθηνοί», κατά την άποψή της. Η ταχεία ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης και η επακόλουθη δημιουργία data centers έχουν οδηγήσει σε μια αδιάκοπη ζήτηση για αυξημένη παραγωγή ενέργειας. Αυτό, σε συνδυασμό με τη συνεχή έμφαση στη σημασία των λύσεων χαμηλών εκπομπών άνθρακα από τους hyperscalers θα ανοίξει το δρόμο για τη συνεχή ανάπτυξη των ΑΠΕ, ειδικά την ηλιακή ενέργεια και την αποθήκευση ενέργειας, και τελικά να οδηγήσει στην επέκταση της πυρηνικής ενέργειας
Όπως σημειώνει η UBS, βλέπει μια σειρά από θετικούς καταλύτες για τις προοπτικές των ευρωπαϊκών εταιρειών ΑΠΕ, τους εξής:
(1) Οι υψηλές αποδόσεις ομολόγων έχουν αποτιμηθεί: Ο οίκος αναμένει να δει είτε α) τις αποδόσεις να αυξάνονται για νέα έργα σε πολυετή βάση, βελτιώνοντας σταδιακά το χαρτοφυλάκιο (εταιρείες όπως η RWE αναφέρουν υψηλότερες αποδόσεις για έργα που πηγαίνουν στην Επιτροπή Επενδύσεων), ή β) τις αποδόσεις των ομολόγων να μειωθούν, γεγονός που θα επαναφέρει τις πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων σε υψηλότερες τιμές.
(2) Περισσότερη πειθαρχία σε ολόκληρο τον κλάδο: Η UBS σημειώνει ότι οι μεγάλοι «παίκτες» των ΑΠΕ δεν πληρώνουν πλέον υψηλές αποτιμήσεις για έργα που είναι στο pipeline και δεν έχουν ακόμη αποφασιστεί και είναι πιο πρόθυμοι να καθυστερήσουν τα έργα και για να αποφύγουν τις δαπάνες πριν από τη τελική επενδυτική απόφαση (FID).
(3) Χαλάρωση της εφοδιαστικής αλυσίδας: Η UBS βλέπει ότι το κόστος δεν αυξάνεται πλέον πάνω από τον πληθωρισμό και σύμφωνα με εκτιμήσεις το κόστος θα μειωθεί στα επίπεδα του 2020 έως το 2030. Πρόσφατα η ελβετική τράπεζα συναντήθηκε με τις διοικήσεις των Vattenfall και Ørsted, από τις μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου των ΑΠΕ στην Ευρώπη, και σημειώθηκε ότι η αλυσίδα εφοδιασμού ανταποκρίνεται και οι τελευταίες εβδομάδες έδειξαν χαλάρωση σε ορισμένους τομείς.
Όσον αφορά τις ΗΠΑ, την πιο σημαντική αγορά για πολλές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και ΑΠΕ, η UBS πιστεύει ότι οι ανησυχίες για τις προοπτικές του κλάδου λόγω και της επιστροφής Τραμπ είναι υπερβολικές.
Κατά την άποψή της, η ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στις ΗΠΑ είναι πιθανό να συνεχιστεί (οι ηλιακές εγκαταστάσεις ήταν +50% την τελευταία θητεία του Τραμπ, σε σύγκριση με τα προηγούμενα 4 χρόνια) λόγω των κρατικών και εταιρικών στόχων εκπομπών. Ιστορικά, οι ρεπουμπλικανικές κυβερνήσεις ήταν θετικές για τον κλάδο, όπως τονίζει, με περίπου 60-70% της παραγωγής να είναι σε ρεπουμπλικανικές πολιτείες.
Επίσης, αν και είναι πιθανό οι κύριες επιδοτήσεις (PTC και ITC) που έχουν στηρίξει τις ΑΠΕ να αφαιρεθούν από τον νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού (IRA), ωστόσο η UBS εκτιμά πως θα εισαχθούν σε έναν νέο νόμο που θα θεσπίσουν οι Ρεπουμπλικάνοι.
Σε αυτό το πλαίσιο η UBS τηρεί θετική στάση για τον κλάδο των ΑΠΕ το 2025 και προτιμά τις Ørsted και RWE, με τιμή στόχο τις 520 κορώνες Δανίας και τα 45 ευρώ, αντίστοιχα.
Όπως καταλήγει ο οίκος, οι εταιρείες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έχουν καταγράψει τις χειρότερες επιδόσεις στον κλάδο των utilities, λόγω του αρνητικού αντίκτυπου από το περιβάλλον των υψηλότερων, για μεγάλο χρονικό διάστημα, επιτοκίων που επιδεινώθηκε από τη γρήγορη πτώση της τιμής της ενέργειας. Ωστόσο, τα σήματα βελτίωσης είναι ήδη εμφανή, με την τιμολόγηση των δημοπρασιών και των PPA να υπονοούν μια επανακαθορισμένη διαδικασία σε ολόκληρο τον κλάδο που θα επιτρέψει τη μετάβαση από ένα περιβάλλον αρνητικών προοπτικών σε ένα περιβάλλον γεμάτο με θετικούς καταλύτες.