Αντιμέτωπη με μία νέα κρίση φυσικού αερίου βρίσκεται η Ευρώπη, σύμφωνα με αναλυτές , αφού τα αποθέματα εξαντλούνται με ταχύτερο ρυθμό λόγω χαμηλών θερμοκρασιών και μειωμένης παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.
Από την αρχή του χειμερινού κύκλου (1 Οκτωβρίου), τα επίπεδα αποθήκευσης φυσικού αερίου στην ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο μειώθηκαν κατά 83 TW , σύμφωνα με τον ενεργειακό αναλυτή Τζον Κεμπ. Ο ρυθμός απόσυρσης ήταν πάνω από τέσσερις φορές ταχύτερος από τον μέσο όρο της τελευταίας δεκαετίας. Αν και τα αποθέματα παραμένουν σε «άνετα» επίπεδα, είναι αισθητά χαμηλότερα σε σύγκριση με τους δύο προηγούμενους χειμώνες. Στη Γερμανία, τα αποθέματα ήταν στο 90,93% της χωρητικότητας στα τέλη Νοεμβρίου, αλλά οι καταναλώσεις ξεπέρασαν τις εισαγωγές. Συνολικά, η ΕΕ είχε αποθέματα στο 85,47% της χωρητικότητας, αλλά η κατανάλωση στις 30 Νοεμβρίου ξεπέρασε τις εισαγωγές. Η παραγωγή ΑΠΕ μειώθηκε δραματικά λόγω έλλειψης ανέμου και χαμηλής απόδοσης ηλιακών πάνελ, επιβαρύνοντας την κατανάλωση φυσικού αερίου.
Οικονομικές επιπτώσεις
Οι τιμές φυσικού αερίου αυξάνονται, με τον δείκτη TTF να φτάνει τα 47 ευρώ ανά MW τον Νοέμβριο, αύξηση 16% σε σχέση με τον Οκτώβριο. Η συνεχιζόμενη μείωση των ρωσικών ροών αερίου μέσω Ουκρανίας προσθέτει πιέσεις στην αγορά. Επιπλέον, η αυξημένη ζήτηση από την Ασία ανεβάζει τις τιμές του υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), με αποτέλεσμα οι ευρωπαϊκές χώρες να πληρώνουν υψηλότερες τιμές για προμήθειες.
Στόχος της ΕΕ είναι η διακοπή των σχέσεων με το ρωσικό αέριο έως το 2027, με τις εναλλακτικές πηγές να είναι ακριβότερες και υπάρχει έντονος ανταγωνισμός για LNG. Η λήξη της σύμβασης διαμετακόμισης αερίου μεταξύ Gazprom και Naftogas στις 31 Δεκεμβρίου εντείνει την αβεβαιότητα. Με τις θερμοκρασίες να πέφτουν και την παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας να παραμένει περιορισμένη, η Ευρώπη καλείται να αντιμετωπίσει την ενεργειακή της εξάρτηση από ορυκτά καύσιμα με άμεσες και μακροπρόθεσμες λύσεις.